T.S.Eliot: Οι ευθύνες του λογοτέχνη

Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, περ. Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Μάιος 1945, αναδημ. στο περ. Εποπτεία, Ὀκτώβριος 1993. Εμφάσεις από την Εποπτεία.

ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΠΡΩΤΑ νὰ ὁρίσω μὲ ποιὰ σημασία θὰ χρησιμοποιήσω τὸν ὅρο «λογοτέχνης». Θὰ ἐννοῶ τὸ συγγραφέα ποὺ τὸ γράψιμο εἶναι γι’ αὐτὸν πρῶτα ἀπ’ ὅλα τέχνη, ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ τὸ ὕφος ὅσο καὶ τὸ περιεχόμενο, καὶ ποὺ γιὰ νὰ καταλάβεις τὰ ἔργα του πρέπει καὶ τὸ ὕφος του νὰ νοιώσεις καὶ τὸ περιεχόμενό τους νὰ καταλάβεις. Εἶ­ναι ἰδιαίτερα ὁ ποιητὴς (καθὼς κι’ ὁ δραματικὸς ποιητής) καὶ ὁ μυ­θιστοριογράφος. Ξεχωρίζοντάς τους, δὲν ἀρνιόμαστε τὸν τίτλο τοῦ «λογοτέχνη» σὲ συγγραφεῖς ποὺ καλλιεργοῦν πολλὰ ἄλλα εἴδη τοῦ λόγου· εἶναι μο­νάχα ἕνας τρόπος νὰ ἀπομονώσουμε τὸ πρόβλημα τῆς εὐθύνης τοῦ λογοτέχνη ὡς λογοτέχνη. Κι’ ἂν ὅσα ἔχω νὰ πῶ ἀληθεύουν γιὰ τὸν ποιητὴ καὶ τὸ μυθιστοριογρά­φο, θὰ ἀληθεύουν καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους συγγραφεῖς κατὰ τὸ μέτρο ποὺ εἶναι «καλ­λιτέχνες».

Ἡ πρώτη εὐθύνη τοῦ λογοτέχνη εἶναι φυσικὰ ἡ εὐθύνη ἀπέναντι στὴν τέχνη του, αὐτὴ ποὺ οὔτε ὁ χρόνος οὔτε οἱ περιστάσεις μποροῦν νὰ τὴ μειώσουν ἢ νὰ τὴν ἀλλάξουν καὶ ποὺ τὴν ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι καλλιτέχνες: πρέπει δηλαδὴ νὰ δουλεύει ὅσο μπορεῖ καλύτερα τὸ ὑλικό του. Ἡ διαφορά του ἀπ’ τοὺς ἄλλους καλλιτέχνες εἶναι ὅτι τὸ ὑλικό του εἶναι ἡ γλῶσσα του: δ ζωγραφίζουμε λοι μας, οτε εμαστε λοι μουσικοί, λοι μας μως μιλμε. Ατ γενν στ λογοτέχνη μιὰ εδικ εθύνη πέναντι σ σους μιλνε τν δια γλσσα, μιὰ εθύνη πο δν τ συμμερίζονται σοι δουλεύουν λλες τέχνες. Ἀλλὰ γενικὰ οἱ εἰδικὲς εὐθύνες ποὺ ἐπωμίζεται σὲ κάθε περίσταση ὁ λογοτέχνης πρέπει νἄρχουνται σὲ δευτερότερη μοίρα ἀπὸ τὴ μόνιμην εὐθύνη ποὺ ἔχει σὰν τεχνίτης τοῦ λόγου. Δὲν εἶναι ὡστόσο κατὰ κανόνα ὁ λογοτέχνης ἀπορροφημένος ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ δημιουργία ἔργων τέχνης. Ἔχει κι ἄλλα ἐνδιαφέροντα, ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἐνδιαφέροντα ποὺ εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ ἀσκήσουν κάποια ἐπίδραση στὸ περιεχόμενο καὶ στὸ νόημα τῶν λογοτεχνικῶν του ἒργων. Ἔχει τὴν ἴδια εὐθύνη καὶ θὰ ἒπρεπε νὰ ἔχει καὶ τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ μοίρα τῆς πατρίδας του καὶ γιὰ τὰ πολιτικὰ καὶ κοινωνικά της πράγματα ὅσο κάθε ἄλλος πολίτης· καὶ τίποτα δὲν ὑποχρεώνει τοὺς λογοτέχνες περισσότερο παρὰ τοὺς ἄλλους πολῖτες νὰ ὁμογνωμοῦν καὶ νὰ ὑποστηρίζουν τὴν ἴδια μερίδα καὶ τὸ ἴδιο πρόγραμμα στὰ ζητήματα αὐτά. Ὑπάρχουν ὡστόσο ὁρισμένα ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τὰ κοινά, ὅπου θὰ ἔπρεπε ὁ λογοτέχνης νὰ ἐκφράζει τὴ γνώμη του καὶ νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐπιρροή του, ὄχι μόνο σὰν πολίτης, ἀλλὰ καὶ σὰν λογοτέχνης: καὶ νομί­ζω πὼς σὲ τέτοια ζητήματα οἱ λογοτέχνες, θὰ ἔπρεπε νὰ ὁμογνωμοῦν. Ἀναφέρω μερικὰ παρακάτω, χωρὶς καὶ νὰ περιμένω πὼς θὰ συμφωνήσουν ὅλοι οἱ λογοτέχνες μαζί μου: Ἂν περιοριζόμουν ὅμως σὲ διαπιστώσεις ποὺ θὰ μποροῦσαν ὅλοι οἱ λο­γοτέχνες, ὡς λογοτέχνες νὰ τὶς παραδεχτοῦν ἀμέσως, δὲν θἄλεγα παρὰ κοινοτο­πίες.

Τν λογοτέχνη στν πόστασή του δν τν πασχολε ὁ πολιτικς ὁ οκονο­μικς χάρτης τς Ερώπης, λλ θ πρεπε ν τν πασχολε ξεχωριστ ὁ πνευ­ματικός της χάρτης. Τὸ πρόβλημα τοῦτο ποὺ ἀφορᾶ τὴ σχέση ἀνάμεσα στὶς διά­φορες πνευματικὲς παραδόσεις καὶ γλῶσσες τῆς Εὐρώπης πρέπει νὰ τὸ ἀντικρύσει ὁ λογοτέχνης πρῶτα σὰν πρόβλημα τοῦ τόπου του: μ’ αὐτὸ τὸ πρῖσμα, τὰ ἐξωτερι­κὰ ζητήματα δὲν εἶναι παρὰ μιὰ προέκταση τῶν ἐσωτερικῶν ζητημάτων. Σχεδὸν κάθε χώρα ποὺ ἔχει ἀπὸ καιρὸ διαμορφωθεῖ εἶναι μιὰ σύνθεση ἀπὸ διάφορες τοπι­κὲς παραδόσεις πνευματικοῦ πολιτισμοῦ κι’ ὅταν ἀκόμα εἶναι φυλετικὰ ἀπόλυτα ὁμοιογενής, παρουσιάζει ἀπ’ τὴν ἀνατολὴ στὴ δύση καὶ συχνότερα ἀπ’ τὸ βοριὰ στὸ νοτιὰ διαφορὲς στὴ γλῶσσα, στὰ ἔθιμα, στὸν τρόπο ποὺ σκέπτεται καὶ αἰσθά­νεται. Οἱ ξένοι φυσικὰ φαντάζουνται συνήθως πὼς μιὰ μικρὴ χώρα εἶναι πολὺ πιὸ ὁμοιόμορφη, ἀπ’ ὅ,τι εἶναι πραγματικά: καὶ μ’ ὅλο ποὺ ὁ μορφωμένος ξένος ξέρει πὼς ἡ Μεγάλη Βρετανία συγκεντρώνει στὴ μικρὴ περιοχή της διάφορες φυλὲς καὶ διάφορες γλῶσσες, ὑποτιμάει κάποτε τὴ σημασία καὶ τῶν προστριβῶν καὶ τῶν συ­χνὰ εὐτυχισμένων συνδυασμῶν τῶν διαφορετικῶν τύπων πρὸς ἕναν κοινὸ σκοπό. Εναι κοινοτοπία τι ἡ βιομηχανοκρατία (ποὺ τὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα δὲν εἶ­ναι παρὰ πολιτικὴ ἔκφρασή της) τείνει ν ξαφανίσει ατς τς διαφορές, ν ξερι­ζώσει τος νθρώπους π’ τ γ τν προγόνων, ν τος συμφύρει σ μεγάλα βιομηχανικ κα μπορικ κέντρα ν τος σκορπίζει δ κα κε, καταπς παγορεύουν οἱ νάγκες τς βιομηχανίας κα τς κατανομς. Ἀπὸ πολιτικὴ ἄποψη ἡ βιομηχανο­κρατία τείνει νὰ συγκεντρώσει τὴ διεύθυνση τῶν ἐργασιῶν σὲ μιὰ μεγάλη μητρόπο­λη καὶ νὰ μειώσει, ἐλέγχοντάς το ἡ ἴδια, τὸ ἐνδιαφέρον πρὸς τὰ τοπικὰ ζητήματα ποὺ παρέχουν στὸν ἄνθρωπο τὴν πολιτική του πεῖρα καὶ τὴ συνείδηση τῆς εὐθύ­νης. Μιὰ διαμαρτυρία ἀπέναντι σ’ αὐτὴ τὴν τάση εἶναι ὁ «τοπικισμός», ὅπως ἐκ­φράζεται κάθε τόσο στὰ αἰτήματα τῆς Σκωτίας καὶ τῆς Οὐαλλίας γιὰ μεγαλύτερη τοπικὴν αὐτονομία.

Συχνδυναμία το «τοπικισμο» ετανε ν παραδέχεται πς μπορε ν για­τρευτε μιὰ πνευματικ κρίση μ πολιτικ μέσα, νὰ ἀποδίδει σὲ ἄτομα ποὺ ἀνήκουν στὴν ἐπικρατέστερη πνευματικὴ παράδοση κακόβουλες προθέσεις πού ἴσως δὲν ἔχουν, καὶ νὰ προτείνει μιὰ πρόχειρη γιατριά, μὲ τὸ νὰ μὴν ἐμβαθύνει ἀρκετὰ στὰ αἴτια. Οἱ ὑλιστὲς βλέπουν συχνὰ μὲ εἰρωνεία αὐτὲς τὶς τοπικιστικὲς κινήσεις. Ὁ λο­γοτέχνης πο θ εταν διαίτερα νδεδειγμένος ν τς σεβαστε κα ν τς κρίνει, θ πρεπε ν μπορε ν βλέπει πι πέρα κι’ π’ τν τοπικιστ πατριώτη. Θ πρεπε ν ξέρει πς τ πνεμα δν μπορε ν νθίσει οὔτε μέσα στν πόλυτη κα παγκόσμια μοιομορφία, οτε μέσα στν πομονωμένη ατάρκεια, ὅτι ἡ τοπικὴ καὶ ἡ γενικὴ πνευματικὴ παράδοση ὄχι μόνο δὲν ἀντιστρατεύονται, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀληθινὰ ἀπαραίτητες ἡ μιὰ στὴν ἄλλη. Λιγότερο κόπο χρειάζεται βέβαια ὁ μηχανοκρατικὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ συλλάβει τὴν ἰδέα τῆς παγκόσμιας ὁμοιομορφίας καὶ τῆς ἀπολυ­ταρχίας, ἐνῶ ἡ ἕνωση τῶν τοπικῶν πνευματικῶν παραδόσεων σὲ μιὰ ἑνιαία πνευ­ματικὴ παράδοση εἶναι πιὸ δύσκολη καὶ στὴ σύλληψη καὶ στὴν πραγματοποίηση. Μ ὁ λογοτέχνης θ πρεπε ν ξέρει τι μοιομορφία σημαίνει ξαφάνιση τς παράδοσης κα ατάρκεια σημαίνει τ μαρασμό της π τροφία.

Ὁ λογοτέχνης θἄπρεπε νὰ βλέπει ἀκόμα, πὼς ἕνα ἰσοζύγιο ἀγροτικῆς καὶ ἀστι­κῆς ζωῆς εἶναι ἀπαραίτητο σὲ κάθε διαμέρισμα ποὺ ἔχει τὴν τοπική του πνευματι­κὴ παράδοση. Χωρς μεγάλες πολιτεες -ὄχι ἀναγκαστικὰ μεγάλες μὲ τὴ νεώτερη ὑλικὴ σημασία ἀλλὰ σὰν κέντρα μιᾶς κοινωνίας μὲ ἀνώτερη πνευματικότητα καὶ καλλιεργημένους τρόπους -ὁ πολιτισμς νς θνους δ θ ξεπεράσει ποτ τ πί­πεδο τς φυσικς ζως. Χωρς πάλι τ ζω τς γς, ὅπου ντλε τς δυνάμεις της, ἡ στικ πνευματικ παράδοση χάνει τν πηγ πο τν ναζωογονε κα τν νανεώ­νει. Fortunatus et ille qui deos novit agrestes.

νότητα κα πολυμορφία.

Ὅ,τι μαθαίνουμε μελετώντας καθένας τὶς ἐσωτερικὲς συνθῆκες τῆς χώρας του μποροῦμε νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε στὴν πνευματικὴ οἰκονομία τῆς Εὐρώπης. Ὁ πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς πολιτικῆς ὕστερα ἀπὸ ἕναν μεγάλο πόλεμο πρέπει νὰ εἶ­ναι, φυσικά, ἡ ἑδραίωση τῆς εἰρήνης, μιᾶς εἰρήνης σταθερῆς. Μὰ κατὰ τοὺς και­ροὺς ἀλλάζουν καὶ οἱ ἀντιλήψεις σχετικὰ μὲ τοὺς ἀπαραίτητους ὅρους γιὰ τὴν εἰ­ρήνη. Ὕστερα ἀπ’ τὸν περασμένο πόλεμο ἡ ἰδέα τῆς εἰρήνης συνυφάνθηκε μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ τῆς ἐλευθερίας: Πίστευαν ὅτι ἂν τὸ κάθε ἔθνος διευθε­τοῦσε μόνο του ὅλα τὰ ἐσωτερικά του ζητήματα καὶ μεταβίβαζε τὶς ἐξωτερικές του πολιτικὲς ὑποθέσεις σὲ μιὰ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, θὰ ἐξασφαλίζονταν παντοτεινὴ εἰρήνη. ντίληψη ατ παρέβλεπε τν νότητα τς ερωπαϊκς πνευματικς πα­ράδοσης. Ὕστερα ἀπὸ τοῦτον τὸν πόλεμο ἡ ἰδέα τῆς εἰρήνης φαίνεται πὼς θὰ συν­δυαστεῖ μᾶλλον μὲ τὴν ἰδέα τῆς καλύτερης ἀπόδοσης, μ’ ἄλλα λόγια μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ γίνει ἀντικείμενο προγράμματος. Ατ θ σήμαινε ν παραβλέψουμε τν πολυ­μορφία τς ερωπαϊκς πνευματικς παράδοσης. Ὄχι πὼς ἡ πνευματικὴ παράδο­ση κινδυνεύει νὰ ἀγνοηθεῖ· τὸ ἀντίθετο, πιστεύω πὼς θἄταν ἀσφαλέστερη ἂν συζη­τούσαμε λιγότερο γι’ αὐτήν. Λέγοντας «πνευματικὴ παράδοση» δὲν ξεχωρίζουμε καλὰ τὴν ἔννοια τῆς Εὐρωπαϊκῆς πνευματικῆς παράδοσης -παράδοσης ποὺ μερι­κὲς ὑποδιαιρέσεις της δὲ συμπίπτουν μὲ τὰ ἐθνικὰ σύνορα καὶ ὅπου διασταυρώνουνται διάφορα νήματα ἐπικοινωνίας ἀνάμεσα στὶς χῶρες, καὶ ποὺ ὡστόσο ξεχωρίζει σὰν πνευματικὴ παράδοση. Καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ θεωρηθεῖ ἀνάλογη ἡ σημασία τῆς κάθε πνευματικῆς παράδοσης μὲ τὸ μέγεθος, τὸν πληθυσμό, τοὺς πόρους καὶ τὴ δύναμη τῶν ἐθνῶν.

Ἀνάφερα τὸ πρόβλημα τῶν τοπικῶν διαφορῶν φυλῆς καὶ παράδοσης μέσα σ’ ἕνα ἔθνος (καθὼς στὴ Μ. Βρεταννία) ὄχι μόνο γιατί μᾶς βοηθάει ἡ ἀναλογία του πρὸς τὴν Εὐρωπαϊκὴ πολυμορφία, ἀλλὰ γιατί πιστεύω ὅτι καὶ τὰ δύο προβλήματα ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ ἕνα καὶ μόνο. Δέ μοῦ φαίνεται δυνατ μιὰ ἑνοποίηση τν κυριοτέρων τοπικν πνευματικν παραδόσεων τς Ερώπης ν ἡ κάθε νότητα δν ποτελεται π στοιχεα πο διαφέρουν σημαντικ μεταξύ τους. Μιὰ ἀπόλυ­τα ἑνοποιημένη ἐθνικὴ παιδεία, σὰν ἐκείνη ποὺ φιλοδόξησαν νὰ πραγματοποιή­σουν στὴ Γερμανία οἱ ἰδεολόγοι καὶ οἱ πολιτικοί της τὰ τελευταῖα ἑκατὸ κι’ ἀπάνω χρόνια, τείνει νὰ γίνει, καθὼς φαίνεται εὔκολα ἀπὸ καθαρὰ πολιτικὴ σκοπιά, μιὰ ἀπειλὴ γιὰ τοὺς γειτόνους της. Ἐκεῖνο ποὺ δὲ φαίνεται ἀμέσως εἶναι πὼς π πνευματικ ποψη μιὰ τόσο πόλυτη θνικ ἑνοποίηση ποτελε κίνδυνο γι τ διο τ θνος. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι σ’ να θνος πο διδάχτηκαν ο πολτες του ν θεωρονται δέλφια, ἡ δελφοσύνη ντείνεται π τ κοιν μσος γι τος ξένους κα τ ντείνει. Μποροῦμε μάλιστα νὰ ποῦμε ὅτι ἕνα ἔθνος ὅπου δὲ συμβαίνουν ἐσωτερικὲς διενέξεις καὶ διαμάχες δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιθυμητὸ μέλος τῆς κοινότη­τας τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν. Ἀλλὰ πιστεύω ὅτι πόλυτη πνευματικ μοιομορφία δηγε να ἔθνος στν πόλυτη πνευματικ στείρωση. Οἱ ἐσωτερικὲς πνευματικὲς διαμάχες του εἶναι λοιπὸν ἀπαραίτητες, ὡς ἕνα σημεῖο γιὰ νὰ πραγματοποιήσει κάτι στὸ πεδίο τῆς τέχνης, τοῦ στοχασμοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς δημιουργίας καὶ νὰ προσφέρει τὴ συνεισφορά του στὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα.

Ἀλλὰ μιὰ γόνιμη ἰσορρόπηση τῶν τοπικῶν καὶ φυλετικῶν δυνάμεων μέσα στὸ κάθε ἔθνος καὶ ἀνάμεσα στὶς κοινότητες τῆς Εὐρώπης δέ μοῦ φαίνεται τόσο εὔκο­λο νὰ κατορθωθεῖ ὅσο μοιάζουν νὰ τὸ πιστεύουν μερικοὶ θεωρητικοὶ σὰν τὸν κα­θηγητὴ Ε.Η. Carr, ποὺ συγκεντρώνουν τὴν προσοχή τους σὲ καθαρὰ πολιτικὰ προβλήματα. «Ἔχουμε κάθε λόγο νὰ ὑποθέτουμε, λέει ὁ Καθηγητὴς Κὰρ στὸ ἔργο του Προϋποθέσεις τς ερήνης, ὅτι πολλοὶ Οὐαλλοί, Καταλάνοι καὶ Οὐσβέκοι κα­τάφεραν νὰ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους σ’ ἄλλα κεφάλαια καλὸν Οὐαλλό, Καταλανὸ ἢ Οὐσβέκο καὶ σ’ ἄλλα πάλι καλὸ Βρετανό, Ἰσπανὸ ἢ Σοβιετικὸ πολίτη».

Δὲν ξέρω γιὰ πόσους Καταλάνους καὶ Οὐσβέκους ἀληθεύει αὐτό, ἀλλὰ ὅσο γιὰ τοὺς Οὐαλλοὺς ὁ Καθηγητὴς Κὰρ φαίνεται ν’ ἀπαντᾶ σ’ ἕνα ἐρώτημα ποὺ κανένας Οὐαλλὸς δὲ θὰ τὸ ἀναρωτιόταν. Οἱ περισσότεροι Οὐαλλοί, δὲν ἀμφιβάλλω, θὰ θε­ωροῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ «καλὸ Οὐαλλό», καὶ «καλὸ Βρεταννό» (ἀφήνω ποὺ ἔχουν ἀπὸ καταγωγὴ περισσότερα δικαιώματα ἀπ’ τοὺς περισσότερους ἀπὸ μᾶς σ’ αὐτὸ τὸ νησὶ νὰ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους Βρεταννὸ- ἀλλὰ ὁ κ. Κὰρ ὑπῆρξε Καθηγητὴς στὸ Ἄμπερυστουιθ καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρει): Τ ζήτημα γι’ ατος εναι ν ἡ Οὐαλλέζικη πνευματικ παράδοση μπορε ν διατηρήσει τν πόστασή της κα ν’ ναπτυ­χθε παρ’ ὅλη τν πίεση πο σκεται π τ Λονδίνο γι μιὰ διαφοροποίητη μοιομορφία. Τὸ ἴδιο ἐρώτημα ἔχει τεθεῖ καὶ στὴ Σκωτία, τὸ ἴδιο ἐρώτημα θὰ ἔπρεπε νὰ τεθεῖ καὶ σὲ κάθε ἀγγλικὴ κομητεία ποὺ δὲν ἀπορροφήθηκε ἀκόμα ἀπὸ τὸ Λονδίνο ἢ ἀπὸ καμιὰ μεγάλη ἐπαρχιακὴ βιομηχανικὴ πολιτεία. ν λες ο περιοχς τς Μ. Βρεταννίας χάσουν τν τοπική τους πνευματικ παράδοση, δ θ χουν τίποτα ν συνεισφέρουν στ δημιουργία τς Βρεταννικς παιδείας κα ἡ Μ. Βρεταννία μ τ σειρά της δν θ χει τίποτα ν συνεισφέρει στν πνευματικ πολιτισμ τς Ερώ­πης.

Εἴπαμε πὼς ἡ πνευματικ εεξία τς Ερώπης καθς κα τν τμημάτων πο τν ποτελον εναι συμβίβαστη μ τς κρες μορφς κα το θνικισμο κα το διεθνισμο. Ἡ ἀφορμὴ ὡστόσο αὐτοῦ τοῦ κακοῦ, ποὺ καταστρέφει τὸ ἴδιο τὸ ἔδαφος ὅπου ἔχει τὶς ρίζες της ἡ πνευματικὴ ζωή, δὲν εἶναι τόσο οἱ ἄκρες ἰδεολογίες καὶ ὁ φανατισμὸς ποὺ συνδαυλίζουν, ὅσο ἡ ἀδυσώπητη πίεση τοῦ σύγχρονου βιομηχανισμοῦ, ποὺ θέτει τὰ προβλήματα ποὺ οἱ ἄκρες ἰδεολογίες προσπαθοῦν νὰ λύ­σουν. Ἕνα ἀπὸ τὰ σοβαρότερα ἐπακόλουθα τοῦ βιομηχανισμοῦ εἶναι ὅτι μᾶς μεταβάλλει σὲ πνευματικὲς μηχανὲς καὶ προσπαθοῦμε ὕστερα νὰ βροῦμε μηχανικς λύ­σεις γιὰ προβλήματα ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι προβλήματα ζωῆς.

λληλοεξάρτηση

Ἴσως νὰ ἔδωσα τὴν ἐντύπωση στὶς παραπάνω σελίδες ὅτι ἀπομακρύνομαι ὁλο­ένα καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ ἄρθρου μου -τὴν εὐθύνη τοῦ λογοτέχνη. Οἱ πολιτικοὶ θὰ ἀσχολοῦνται πάντα μὲ τὰ πολιτικὰ προβλήματα κι’ οἱ οἰκονομολόγοι μὲ τὰ οἰκονομικὰ καὶ θὰ γίνουνται πάντα συμβιβασμοὶ ἀνάμεσα στὴν πολιτικὴ καὶ στὴν οἰκονομικὴ ἄποψη. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς οἱ κλάδοι τοῦτοι δὲν εἶναι ἐντελῶς ξε­χωριστοί, καὶ δὲ μποροῦν νὰ ἐξυπηρετηθοῦν ἱκανοποιητικὰ χωρὶς τὴ συνεργασία καὶ τῶν δύο εἰδικοτήτων, ἔτσι καὶ ὁ πνευματικὸς τομέας δὲ μπορεῖ νὰ ἀπομονωθεῖ ἀπὸ κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους. Ἂν εἴταν ἔτσι, κι’ ἂν μποροῦσαν οἱ λογοτέχνες καὶ οἱ ἄλλοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι νὰ ἀκολουθήσουν δική τους πορεία ἀδιαφορών­τας γιὰ ὅ,τι συμβαίνει στὴ σφαῖρα τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς οἰκονομίας, τὰ πράγματα θὰ εἴταν ἁπλᾶ. Ἡ ἀντίληψη πὼς μπορεῖ νὰ γίνει καθαρὰ ἕνας τέτοιος διαχωρι­σμὸς διαφαίνεται καὶ στὴν ἑπόμενη φράση τοῦ Καθηγητῆ Κάρ:

«Ἡ ὕπαρξη μιᾶς φυλετικῆς ἢ γλωσσικῆς ὁμάδας μὲ κάποια ὁμοιογένεια, ἑνοποιημένης ἀπὸ μιὰ κοινὴ παράδοση καὶ ἀπὸ τὴν καλλιέργεια μιᾶς κοινῆς παιδείας δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται πιὰ πρωταρχικὸς λόγος γιὰ τὴν ἵδρυση ἢ τὴ διατήρηση μιᾶς ἀνεξάρτητης πολιτικῆς ἑνότητας».

Ὅπως εἶναι διατυπωμένη αὐτὴ ἡ πρόταση δὲ μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς εἶναι ἀπαράδεκτη. Ἀλλὰ χρειάζεται διασάφηση, γιατὶ ἀλλοιῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συμπεράνει πὼς «μιὰ φυλετικὴ ἢ γλωσσικὴ ὁμάδα μὲ κάποια ὁμοιογένεια, ἑνοποιη­μένη ἀπὸ μιὰ κοινὴ παράδοση καὶ ἀπὸ τὴν καλλιέργεια μιᾶς κοινῆς παιδείας» μπο­ρεῖ νὰ ἀκμάσει πνευματικά, ἀνενόχλητη, ὅσο κι’ ἂν εἶναι πολιτικὰ ἐξαρτημένη. Μὲ ἄλλα λόγια θέτω τὸ ἐρώτημα: Μπορε ν μείνει νεξάρτητη ἡ πνευματικ νάπτυ­ξη μιᾶς τέτοιας μάδας, ν δν χει κάποιο βαθμ πολιτικς νεξαρτησίας; Τὸ ἔχω γιὰ βέβαιο ὡστόσο ὅτι κα ἡ ἀπόλυτη πνευματικ ατονομία εναι συμβίβαστη μ τν παρξη νς πανευρωπαϊκο πνευματικο σοσιαλισμο. Τὰ οὐσιαστικὰ προ­βλήματα τοῦ κόσμου ἀποτελοῦν στὴν πράξη ἕνα σύμπλεγμα, μιὰ σύγχυση συνή­θως, ἀπὸ πολιτικές, οἰκονομικές, πνευματικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀπόψεις. Μία ἢ περισσότερες ἀπὸ τὶς ἀπόψεις αὐτὲς θυσιάζουνται πάντα σ’ ἐκείνη ποὺ ἐπιβάλ­λουν οἱ περιστάσεις, ἀλλὰ κάθε μιά τους συνεπάγεται τὶς ὑπόλοιπες.

νας κίνδυνος

Ἡ εὐθύνη τοῦ λογοτέχνη τὴν ὥρα τούτη τοῦ ὑπαγορεύει λοιπὸν οὔτε ν’ ἀδιαφο­ρήσει γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ γιὰ τὴν οἰκονομία, οὔτε βέβαια καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴ λογοτεχνία, γιὰ ν’ ἀναλάβει ἕνα ἀγῶνα γιὰ πράγματα ποὺ δὲν καταλαβαίνει. Θ ἔπρεπε στόσο ν πιτηρε γρυπνα τ ργο τν πολιτικν κα τν οκονομολόγων, γι ν λέγχει καὶ ν προειδοποιε ταν ο ποφάσεις κα ο πράξεις τους κινδυνεύ­ουν ν χουν συνέπειες γι τν παιδεία. Ατς ο συνέπειες θ πρεπε ὁ λογοτέχνης ν θεωρήσει χρέος του ν τς σταθμίζει. Οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ οἰκονομολόγοι ξεχνᾶνε συνήθως ὅτι οἱ πράξεις τους μποροῦν νὰ ἔχουν συνέπειες γιὰ τὴν παιδεία. Ὁ λογο­τέχνης εἶναι ὁ ἁρμοδιότερος γιὰ νὰ τὶς προβλέψει καὶ γιὰ νὰ διακρίνει τὴ σημασία τους.

Δὲ θὰ ἤθελα νὰ δώσω τὴν ἐντύπωση πὼς παραδέχομαι ὅτι ὑπάρχουν συγκεκρι­μένα σύνορα ἀνάμεσα στὰ ζητήματα τῆς ἄμεσης καὶ τῆς ἔμμεσης ἁρμοδιότητας τοῦ λογοτέχνη. Στὴν Ἐκπαίδευση, λόγου χάρη, δν τν πασχολον τόσο μεσα τ προβλήματα τς ργάνωσης κα τς διοίκησης τς λαϊκς μόρφωσης, σο τ περιεχό­μενο τς κπαίδευσης. Θὰ ἔπρεπε βέβαια νὰ γνωρίζει κάτι ποὺ πολὺς κόσμος φαίνε­ται νὰ μὴν τὸ ἔχει καταλάβει, ὅτι μπορε ν χουμε νώτερο πνευματικ πολιτισμ μ λίγη κπαίδευση κα τι ἡ πολλ ἐκπαίδευση δ συνεπάγεται πνευματικ πρόοδο. Ἀπὸ μερικὲς πλευρὲς δὲν παίρνει τὴν ἐκπαίδευση τόσο στὰ σοβαρά, ὅσο φαίνουνται νὰ τὴν παίρνουν ἄλλοι ἄνθρωποι. Χρέος του εἶναι νὰ νοιάζεται γιὰ τὴν ποιότη­τα καὶ νὰ ἔχει ἀδιάκοπα στὸ νοῦ του κάτι ποὺ εὔκολα τὸ παραβλέπουμε: ὅ,τι, ν εμασταν ποχρεωμένοι ν διαλέξουμε, θ πρεπε ν προτιμήσουμε ν μορφώνουνται λίγοι κα καλά, παρ ν μορφώνουνται λοι μέτρια. Ἔχει χρέος νὰ περιφρουρεῖ καὶ τὰ κεφάλαια τῆς ἐκπαίδευσης ποὺ στάθηκαν κοινὸ κτῆμα ὅλων τῶν εὐρωπαϊ­κῶν ἐθνῶν. κρος θνικισμς στν κπαίδευση δὲ μᾶς πειλε μόνο· μς λυμαίνε­ται κυριολεκτικά. Τ ψηλότερα κεφάλαια τς πανάρχαιης ερωπαϊκς παιδείας εναι, πιστεύω, ἡ μελέτη τς Λατινικς κα τς λληνικς γλώσσας κα λογοτε­χνίας κα ἡ μελέτη τς καθαρς πιστήμης.

Μιὰ μοιβαία ποχρέωση

Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ἡ ἐπιστήμη ἐξυμνεῖται προπαντὸς γιὰ τὰ ὑλικὰ κέρδη ποὺ ἀποδίδουν οἱ ἐφευρέσεις καὶ οἱ ἀνακαλύψεις ποὺ ὀφείλονται στὴν ἐφαρμογή της, δὲν εἶναι ἄκαιρη ἴσως ἡ ὑπόμνηση ὅτι ἡ ἐφαρμοσμένη ἐπιστήμη εἶναι πάντοτε ἐνδε­χόμενο νὰ μολυνθεῖ ἀπὸ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ κίνητρα, καὶ ὅτι οἱ ἐφευρέσεις καὶ οἱ ἀνακαλύψεις ἀρέσουν στὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὶς κοινὲς εὐεργεσίες ποὺ τοῦ προσφέρουν καὶ γιατί τοῦ χρησιμεύουν γιὰ νὰ ἐκμεταλλεύεται τοὺς ἄλλους ἀνθρώ­πους καὶ στὴν εἰρήνη καὶ στὸν πόλεμο· κι’ ἀκόμα πὼς δὲ φτάνει νὰ χρησιμοποιεῖ κανεὶς τὶς ἴδιες μηχανὲς καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὶς ἴδιες ἀνέσεις καὶ τὴν ἴδια ἰατρικὴ περίθαλψη γιὰ νὰ ἀποκτήσει καὶ ν’ ἀναπτύξει κοινὴ πνευματικότητα καὶ κοινὸ πολιτισμό. Γι’ αὐτὸ μιλῶ γιὰ τὴν ἐπιστήμη μὲ κάποιους ἐνδοιασμούς· μως εμαι πό­λυτα βέβαιος πς γι ν διασωθε ἡ Ερωπαϊκ πνευματικ παράδοση λλ κα γι ν φεληθον ο θνικο συντελεστς πο τν παρτίζουν πρέπει ν καλλιεργοῦν­ται διάκοπα ο πηγές της, στν λλάδα κα στ Ρώμη καὶ ν νανεώνονται διά­κοπα κε. Θ πρόσθετα κα τν ουδαία, ν κα προτιμ ν περιοριστ ὅσο γίνεται στν πνευματικ ποψη, παρ στ θρησκευτική.

Εἶναι κι’ ἄλλα ζητήματα ποὺ θἄπρεπε ἄγρυπνα νὰ παρακολουθεῖ ὁ λογοτέχνης· ζητήματα ἐπείγοντα ποὺ ἐνδέχεται νὰ προκύπτουν κάθε τόσο ἐδῶ κ’ ἐκεῖ σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις ὅπου ἀπειλεῖται ἡ ἐλευθερία του. Δὲν ἐννοῶ μονάχα τὸν ἔλεγχο τῆς λογοκρισίας στὰ πολιτικά, θρησκευτικὰ καὶ ἠθικὰ ζητήματα: ἡ πεῖρα μὲ δίδα­ξε πὼς αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται μόλις παρουσιάζουνται. ννο μως κόμη τος κινδύνους πο μπορον ν γεννηθον π τν πίσημη ν­θάρρυνση κα κηδεμονία τν τεχνν, τος κινδύνους πο θ πειλοσαν τος λογο­τέχνες, ν γίνουνταν μ τν τέχνη τους πηρέτες το Κράτους. Οἱ σύγχρονες κυβερ­νήσεις ξέρουν καλὰ τὴ νέα ἐφεύρεση, τὴν «πνευματικὴ προπαγάνδα», ἀκόμα κι’ ὅταν οἱ κυβερνῆτες δὲν ἒχουν μεγάλη κλίση στὰ πνευματικὰ ἔργα: Κι’ ὅσο κι’ ἂν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ «πνευματικὴ προπαγάνδα» μὲ τὶς σημερινὲς συνθῆκες, πρέπει νὰ θυμόμαστε καλὰ πὼς κάθε προπαγάνδα μπορεῖ νὰ διαφθαρεῖ.

Καθὼς εἶπα καὶ πρίν, δὲν περιμένω νὰ συμφωνήσουν μὲ τὶς ἀπόψεις μου ὅλοι οἱ λογοτέχνες σ’ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Εὐρώπης. Ἀλλὰ τολμῶ νὰ ἐλπίζω ὅτι μερικοὶ ἀνάμεσά τους θὰ συμφωνήσουν πὼς σ’ ἕναν τομέα δημοσίων προβλημάτων ἔχουμε ὅλοι, ἄσχετα μὲ τὴν ἐθνικότητα, τὴ γλῶσσα καὶ τὶς πολιτικές μας τάσεις, κοινὰ συμφέροντα καὶ μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ἔχουμε κοινὴ γνώμη. Καὶ ἐλπίζω νὰ συμφωνήσουν μερικοὶ πὼς ἐξέφρασα μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ προβλήματα. Αὐτὴ ἡ συμ­φωνία θὰ ἔδινε βαρύτερο περιεχόμενο στὴ φράση «δημοκρατία τῶν γραμμάτων». Ἡ «δημοκρατία» ἢ (γιὰ νὰ μεταχειριστῶ ἕναν ἰσχυρότερον ὅρον) ἡ «ἀδελφότητα» τῶν γραμμάτων δὲν προϋποθέτει εὐτυχῶς ν’ ἀγαπιῶνται μεταξύ τους ὅλοι οἱ λογοτέ­χνες. Ἡ ζήλεια καὶ ἡ δολοπλοκία διαίρεσαν καὶ θὰ διαιροῦν πάντα τοὺς συγγρα­φεῖς· ἀλλὰ τοῦτο ἴσα-ἴσα προϋποθέτει πὼς ἔχουμε ἀμοιβαῖο δεσμὸ καὶ μιὰ ἀμοι­βαία ὑποχρέωση πρὸς ἕνα κοινὸ ἰδανικὸ καὶ πὼς γιὰ ὁρισμένα ζητήματα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτεινόμαστε στὴν Εὐρώπη, ἀκόμα κι’ὅταν μιλᾶμε μονάχα στοὺς συμπατριῶτες μας.

Read Previous

Παν. Δρακόπουλος: Αντρέι Ρουμπλιώφ

Read Next

Laura Bohannan: Ο Άμλετ στη Ζούγκλα