Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, περ. Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Μάιος 1945, αναδημ. στο περ. Εποπτεία, Ὀκτώβριος 1993. Εμφάσεις από την Εποπτεία.
ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΠΡΩΤΑ νὰ ὁρίσω μὲ ποιὰ σημασία θὰ χρησιμοποιήσω τὸν ὅρο «λογοτέχνης». Θὰ ἐννοῶ τὸ συγγραφέα ποὺ τὸ γράψιμο εἶναι γι’ αὐτὸν πρῶτα ἀπ’ ὅλα τέχνη, ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ τὸ ὕφος ὅσο καὶ τὸ περιεχόμενο, καὶ ποὺ γιὰ νὰ καταλάβεις τὰ ἔργα του πρέπει καὶ τὸ ὕφος του νὰ νοιώσεις καὶ τὸ περιεχόμενό τους νὰ καταλάβεις. Εἶναι ἰδιαίτερα ὁ ποιητὴς (καθὼς κι’ ὁ δραματικὸς ποιητής) καὶ ὁ μυθιστοριογράφος. Ξεχωρίζοντάς τους, δὲν ἀρνιόμαστε τὸν τίτλο τοῦ «λογοτέχνη» σὲ συγγραφεῖς ποὺ καλλιεργοῦν πολλὰ ἄλλα εἴδη τοῦ λόγου· εἶναι μονάχα ἕνας τρόπος νὰ ἀπομονώσουμε τὸ πρόβλημα τῆς εὐθύνης τοῦ λογοτέχνη ὡς λογοτέχνη. Κι’ ἂν ὅσα ἔχω νὰ πῶ ἀληθεύουν γιὰ τὸν ποιητὴ καὶ τὸ μυθιστοριογράφο, θὰ ἀληθεύουν καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους συγγραφεῖς κατὰ τὸ μέτρο ποὺ εἶναι «καλλιτέχνες».
Ἡ πρώτη εὐθύνη τοῦ λογοτέχνη εἶναι φυσικὰ ἡ εὐθύνη ἀπέναντι στὴν τέχνη του, αὐτὴ ποὺ οὔτε ὁ χρόνος οὔτε οἱ περιστάσεις μποροῦν νὰ τὴ μειώσουν ἢ νὰ τὴν ἀλλάξουν καὶ ποὺ τὴν ἔχουν καὶ οἱ ἄλλοι καλλιτέχνες: πρέπει δηλαδὴ νὰ δουλεύει ὅσο μπορεῖ καλύτερα τὸ ὑλικό του. Ἡ διαφορά του ἀπ’ τοὺς ἄλλους καλλιτέχνες εἶναι ὅτι τὸ ὑλικό του εἶναι ἡ γλῶσσα του: δὲ ζωγραφίζουμε ὅλοι μας, οὔτε εἴμαστε ὅλοι μουσικοί, ὅλοι μας ὅμως μιλᾶμε. Αὐτὸ γεννᾶ στὸ λογοτέχνη μιὰ εἰδικὴ εὐθύνη ἀπέναντι σὲ ὅσους μιλᾶνε τὴν ἴδια γλῶσσα, μιὰ εὐθύνη ποὺ δὲν τὴ συμμερίζονται ὅσοι δουλεύουν ἄλλες τέχνες. Ἀλλὰ γενικὰ οἱ εἰδικὲς εὐθύνες ποὺ ἐπωμίζεται σὲ κάθε περίσταση ὁ λογοτέχνης πρέπει νἄρχουνται σὲ δευτερότερη μοίρα ἀπὸ τὴ μόνιμην εὐθύνη ποὺ ἔχει σὰν τεχνίτης τοῦ λόγου. Δὲν εἶναι ὡστόσο κατὰ κανόνα ὁ λογοτέχνης ἀπορροφημένος ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ δημιουργία ἔργων τέχνης. Ἔχει κι ἄλλα ἐνδιαφέροντα, ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἐνδιαφέροντα ποὺ εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ ἀσκήσουν κάποια ἐπίδραση στὸ περιεχόμενο καὶ στὸ νόημα τῶν λογοτεχνικῶν του ἒργων. Ἔχει τὴν ἴδια εὐθύνη καὶ θὰ ἒπρεπε νὰ ἔχει καὶ τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ μοίρα τῆς πατρίδας του καὶ γιὰ τὰ πολιτικὰ καὶ κοινωνικά της πράγματα ὅσο κάθε ἄλλος πολίτης· καὶ τίποτα δὲν ὑποχρεώνει τοὺς λογοτέχνες περισσότερο παρὰ τοὺς ἄλλους πολῖτες νὰ ὁμογνωμοῦν καὶ νὰ ὑποστηρίζουν τὴν ἴδια μερίδα καὶ τὸ ἴδιο πρόγραμμα στὰ ζητήματα αὐτά. Ὑπάρχουν ὡστόσο ὁρισμένα ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τὰ κοινά, ὅπου θὰ ἔπρεπε ὁ λογοτέχνης νὰ ἐκφράζει τὴ γνώμη του καὶ νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐπιρροή του, ὄχι μόνο σὰν πολίτης, ἀλλὰ καὶ σὰν λογοτέχνης: καὶ νομίζω πὼς σὲ τέτοια ζητήματα οἱ λογοτέχνες, θὰ ἔπρεπε νὰ ὁμογνωμοῦν. Ἀναφέρω μερικὰ παρακάτω, χωρὶς καὶ νὰ περιμένω πὼς θὰ συμφωνήσουν ὅλοι οἱ λογοτέχνες μαζί μου: Ἂν περιοριζόμουν ὅμως σὲ διαπιστώσεις ποὺ θὰ μποροῦσαν ὅλοι οἱ λογοτέχνες, ὡς λογοτέχνες νὰ τὶς παραδεχτοῦν ἀμέσως, δὲν θἄλεγα παρὰ κοινοτοπίες.
Τὸν λογοτέχνη στὴν ὑπόστασή του δὲν τὸν ἀπασχολεῖ ὁ πολιτικὸς ἢ ὁ οἰκονομικὸς χάρτης τῆς Εὐρώπης, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν ἀπασχολεῖ ξεχωριστὰ ὁ πνευματικός της χάρτης. Τὸ πρόβλημα τοῦτο ποὺ ἀφορᾶ τὴ σχέση ἀνάμεσα στὶς διάφορες πνευματικὲς παραδόσεις καὶ γλῶσσες τῆς Εὐρώπης πρέπει νὰ τὸ ἀντικρύσει ὁ λογοτέχνης πρῶτα σὰν πρόβλημα τοῦ τόπου του: μ’ αὐτὸ τὸ πρῖσμα, τὰ ἐξωτερικὰ ζητήματα δὲν εἶναι παρὰ μιὰ προέκταση τῶν ἐσωτερικῶν ζητημάτων. Σχεδὸν κάθε χώρα ποὺ ἔχει ἀπὸ καιρὸ διαμορφωθεῖ εἶναι μιὰ σύνθεση ἀπὸ διάφορες τοπικὲς παραδόσεις πνευματικοῦ πολιτισμοῦ κι’ ὅταν ἀκόμα εἶναι φυλετικὰ ἀπόλυτα ὁμοιογενής, παρουσιάζει ἀπ’ τὴν ἀνατολὴ στὴ δύση καὶ συχνότερα ἀπ’ τὸ βοριὰ στὸ νοτιὰ διαφορὲς στὴ γλῶσσα, στὰ ἔθιμα, στὸν τρόπο ποὺ σκέπτεται καὶ αἰσθάνεται. Οἱ ξένοι φυσικὰ φαντάζουνται συνήθως πὼς μιὰ μικρὴ χώρα εἶναι πολὺ πιὸ ὁμοιόμορφη, ἀπ’ ὅ,τι εἶναι πραγματικά: καὶ μ’ ὅλο ποὺ ὁ μορφωμένος ξένος ξέρει πὼς ἡ Μεγάλη Βρετανία συγκεντρώνει στὴ μικρὴ περιοχή της διάφορες φυλὲς καὶ διάφορες γλῶσσες, ὑποτιμάει κάποτε τὴ σημασία καὶ τῶν προστριβῶν καὶ τῶν συχνὰ εὐτυχισμένων συνδυασμῶν τῶν διαφορετικῶν τύπων πρὸς ἕναν κοινὸ σκοπό. Εἶναι κοινοτοπία ὅτι ἡ βιομηχανοκρατία (ποὺ τὰ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα δὲν εἶναι παρὰ πολιτικὴ ἔκφρασή της) τείνει νὰ ἐξαφανίσει αὐτὲς τὶς διαφορές, νὰ ξεριζώσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπ’ τὴ γῆ τῶν προγόνων, νὰ τοὺς συμφύρει σὲ μεγάλα βιομηχανικὰ καὶ ἐμπορικὰ κέντρα ἢ νὰ τοὺς σκορπίζει ἐδῶ καὶ κεῖ, καταπῶς ὑπαγορεύουν οἱ ἀνάγκες τῆς βιομηχανίας καὶ τῆς κατανομῆς. Ἀπὸ πολιτικὴ ἄποψη ἡ βιομηχανοκρατία τείνει νὰ συγκεντρώσει τὴ διεύθυνση τῶν ἐργασιῶν σὲ μιὰ μεγάλη μητρόπολη καὶ νὰ μειώσει, ἐλέγχοντάς το ἡ ἴδια, τὸ ἐνδιαφέρον πρὸς τὰ τοπικὰ ζητήματα ποὺ παρέχουν στὸν ἄνθρωπο τὴν πολιτική του πεῖρα καὶ τὴ συνείδηση τῆς εὐθύνης. Μιὰ διαμαρτυρία ἀπέναντι σ’ αὐτὴ τὴν τάση εἶναι ὁ «τοπικισμός», ὅπως ἐκφράζεται κάθε τόσο στὰ αἰτήματα τῆς Σκωτίας καὶ τῆς Οὐαλλίας γιὰ μεγαλύτερη τοπικὴν αὐτονομία.
Συχνὰ ἡ ἀδυναμία τοῦ «τοπικισμοῦ» εἴτανε νὰ παραδέχεται πὼς μπορεῖ νὰ γιατρευτεῖ μιὰ πνευματικὴ κρίση μὲ πολιτικὰ μέσα, νὰ ἀποδίδει σὲ ἄτομα ποὺ ἀνήκουν στὴν ἐπικρατέστερη πνευματικὴ παράδοση κακόβουλες προθέσεις πού ἴσως δὲν ἔχουν, καὶ νὰ προτείνει μιὰ πρόχειρη γιατριά, μὲ τὸ νὰ μὴν ἐμβαθύνει ἀρκετὰ στὰ αἴτια. Οἱ ὑλιστὲς βλέπουν συχνὰ μὲ εἰρωνεία αὐτὲς τὶς τοπικιστικὲς κινήσεις. Ὁ λογοτέχνης ποὺ θὰ εἴταν ἰδιαίτερα ἐνδεδειγμένος νὰ τὶς σεβαστεῖ καὶ νὰ τὶς κρίνει, θὰ ἔπρεπε νὰ μπορεῖ νὰ βλέπει πιὸ πέρα κι’ ἀπ’ τὸν τοπικιστὴ πατριώτη. Θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρει πὼς τὸ πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀνθίσει οὔτε μέσα στὴν ἀπόλυτη καὶ παγκόσμια ὁμοιομορφία, οὔτε μέσα στὴν ἀπομονωμένη αὐτάρκεια, ὅτι ἡ τοπικὴ καὶ ἡ γενικὴ πνευματικὴ παράδοση ὄχι μόνο δὲν ἀντιστρατεύονται, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀληθινὰ ἀπαραίτητες ἡ μιὰ στὴν ἄλλη. Λιγότερο κόπο χρειάζεται βέβαια ὁ μηχανοκρατικὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ συλλάβει τὴν ἰδέα τῆς παγκόσμιας ὁμοιομορφίας καὶ τῆς ἀπολυταρχίας, ἐνῶ ἡ ἕνωση τῶν τοπικῶν πνευματικῶν παραδόσεων σὲ μιὰ ἑνιαία πνευματικὴ παράδοση εἶναι πιὸ δύσκολη καὶ στὴ σύλληψη καὶ στὴν πραγματοποίηση. Μὰ ὁ λογοτέχνης θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρει ὅτι ὁμοιομορφία σημαίνει ἐξαφάνιση τῆς παράδοσης καὶ αὐτάρκεια σημαίνει τὸ μαρασμό της ἀπὸ ἀτροφία.
Ὁ λογοτέχνης θἄπρεπε νὰ βλέπει ἀκόμα, πὼς ἕνα ἰσοζύγιο ἀγροτικῆς καὶ ἀστικῆς ζωῆς εἶναι ἀπαραίτητο σὲ κάθε διαμέρισμα ποὺ ἔχει τὴν τοπική του πνευματικὴ παράδοση. Χωρὶς μεγάλες πολιτεῖες -ὄχι ἀναγκαστικὰ μεγάλες μὲ τὴ νεώτερη ὑλικὴ σημασία ἀλλὰ σὰν κέντρα μιᾶς κοινωνίας μὲ ἀνώτερη πνευματικότητα καὶ καλλιεργημένους τρόπους -ὁ πολιτισμὸς ἑνὸς ἔθνους δὲ θὰ ξεπεράσει ποτὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς φυσικῆς ζωῆς. Χωρὶς πάλι τὴ ζωὴ τῆς γῆς, ὅπου ἀντλεῖ τὶς δυνάμεις της, ἡ ἀστικὴ πνευματικὴ παράδοση χάνει τὴν πηγὴ ποὺ τὴν ἀναζωογονεῖ καὶ τὴν ἀνανεώνει. Fortunatus et ille qui deos novit agrestes.
Ἑνότητα καὶ πολυμορφία.
Ὅ,τι μαθαίνουμε μελετώντας καθένας τὶς ἐσωτερικὲς συνθῆκες τῆς χώρας του μποροῦμε νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε στὴν πνευματικὴ οἰκονομία τῆς Εὐρώπης. Ὁ πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς πολιτικῆς ὕστερα ἀπὸ ἕναν μεγάλο πόλεμο πρέπει νὰ εἶναι, φυσικά, ἡ ἑδραίωση τῆς εἰρήνης, μιᾶς εἰρήνης σταθερῆς. Μὰ κατὰ τοὺς καιροὺς ἀλλάζουν καὶ οἱ ἀντιλήψεις σχετικὰ μὲ τοὺς ἀπαραίτητους ὅρους γιὰ τὴν εἰρήνη. Ὕστερα ἀπ’ τὸν περασμένο πόλεμο ἡ ἰδέα τῆς εἰρήνης συνυφάνθηκε μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ τῆς ἐλευθερίας: Πίστευαν ὅτι ἂν τὸ κάθε ἔθνος διευθετοῦσε μόνο του ὅλα τὰ ἐσωτερικά του ζητήματα καὶ μεταβίβαζε τὶς ἐξωτερικές του πολιτικὲς ὑποθέσεις σὲ μιὰ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, θὰ ἐξασφαλίζονταν παντοτεινὴ εἰρήνη. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ παρέβλεπε τὴν ἑνότητα τῆς εὐρωπαϊκῆς πνευματικῆς παράδοσης. Ὕστερα ἀπὸ τοῦτον τὸν πόλεμο ἡ ἰδέα τῆς εἰρήνης φαίνεται πὼς θὰ συνδυαστεῖ μᾶλλον μὲ τὴν ἰδέα τῆς καλύτερης ἀπόδοσης, μ’ ἄλλα λόγια μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ γίνει ἀντικείμενο προγράμματος. Αὐτὸ θὰ σήμαινε νὰ παραβλέψουμε τὴν πολυμορφία τῆς εὐρωπαϊκῆς πνευματικῆς παράδοσης. Ὄχι πὼς ἡ πνευματικὴ παράδοση κινδυνεύει νὰ ἀγνοηθεῖ· τὸ ἀντίθετο, πιστεύω πὼς θἄταν ἀσφαλέστερη ἂν συζητούσαμε λιγότερο γι’ αὐτήν. Λέγοντας «πνευματικὴ παράδοση» δὲν ξεχωρίζουμε καλὰ τὴν ἔννοια τῆς Εὐρωπαϊκῆς πνευματικῆς παράδοσης -παράδοσης ποὺ μερικὲς ὑποδιαιρέσεις της δὲ συμπίπτουν μὲ τὰ ἐθνικὰ σύνορα καὶ ὅπου διασταυρώνουνται διάφορα νήματα ἐπικοινωνίας ἀνάμεσα στὶς χῶρες, καὶ ποὺ ὡστόσο ξεχωρίζει σὰν πνευματικὴ παράδοση. Καὶ ὑπάρχει φόβος νὰ θεωρηθεῖ ἀνάλογη ἡ σημασία τῆς κάθε πνευματικῆς παράδοσης μὲ τὸ μέγεθος, τὸν πληθυσμό, τοὺς πόρους καὶ τὴ δύναμη τῶν ἐθνῶν.
Ἀνάφερα τὸ πρόβλημα τῶν τοπικῶν διαφορῶν φυλῆς καὶ παράδοσης μέσα σ’ ἕνα ἔθνος (καθὼς στὴ Μ. Βρεταννία) ὄχι μόνο γιατί μᾶς βοηθάει ἡ ἀναλογία του πρὸς τὴν Εὐρωπαϊκὴ πολυμορφία, ἀλλὰ γιατί πιστεύω ὅτι καὶ τὰ δύο προβλήματα ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ ἕνα καὶ μόνο. Δέ μοῦ φαίνεται δυνατὴ μιὰ ἑνοποίηση τῶν κυριοτέρων τοπικῶν πνευματικῶν παραδόσεων τῆς Εὐρώπης ἂν ἡ κάθε ἑνότητα δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ στοιχεῖα ποὺ διαφέρουν σημαντικὰ μεταξύ τους. Μιὰ ἀπόλυτα ἑνοποιημένη ἐθνικὴ παιδεία, σὰν ἐκείνη ποὺ φιλοδόξησαν νὰ πραγματοποιήσουν στὴ Γερμανία οἱ ἰδεολόγοι καὶ οἱ πολιτικοί της τὰ τελευταῖα ἑκατὸ κι’ ἀπάνω χρόνια, τείνει νὰ γίνει, καθὼς φαίνεται εὔκολα ἀπὸ καθαρὰ πολιτικὴ σκοπιά, μιὰ ἀπειλὴ γιὰ τοὺς γειτόνους της. Ἐκεῖνο ποὺ δὲ φαίνεται ἀμέσως εἶναι πὼς ἀπὸ πνευματικὴ ἄποψη μιὰ τόσο ἀπόλυτη ἐθνικὴ ἑνοποίηση ἀποτελεῖ κίνδυνο γιὰ τὸ ἴδιο τὸ ἔθνος. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι σ’ ἕνα ἔθνος ποὺ διδάχτηκαν οἱ πολῖτες του νὰ θεωροῦνται ἀδέλφια, ἡ ἀδελφοσύνη ἐντείνεται ἀπὸ τὸ κοινὸ μῖσος γιὰ τοὺς ξένους καὶ τὸ ἐντείνει. Μποροῦμε μάλιστα νὰ ποῦμε ὅτι ἕνα ἔθνος ὅπου δὲ συμβαίνουν ἐσωτερικὲς διενέξεις καὶ διαμάχες δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιθυμητὸ μέλος τῆς κοινότητας τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν. Ἀλλὰ πιστεύω ὅτι ἡ ἀπόλυτη πνευματικὴ ὁμοιομορφία ὁδηγεῖ ἕνα ἔθνος στὴν ἀπόλυτη πνευματικὴ στείρωση. Οἱ ἐσωτερικὲς πνευματικὲς διαμάχες του εἶναι λοιπὸν ἀπαραίτητες, ὡς ἕνα σημεῖο γιὰ νὰ πραγματοποιήσει κάτι στὸ πεδίο τῆς τέχνης, τοῦ στοχασμοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς δημιουργίας καὶ νὰ προσφέρει τὴ συνεισφορά του στὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα.
Ἀλλὰ μιὰ γόνιμη ἰσορρόπηση τῶν τοπικῶν καὶ φυλετικῶν δυνάμεων μέσα στὸ κάθε ἔθνος καὶ ἀνάμεσα στὶς κοινότητες τῆς Εὐρώπης δέ μοῦ φαίνεται τόσο εὔκολο νὰ κατορθωθεῖ ὅσο μοιάζουν νὰ τὸ πιστεύουν μερικοὶ θεωρητικοὶ σὰν τὸν καθηγητὴ Ε.Η. Carr, ποὺ συγκεντρώνουν τὴν προσοχή τους σὲ καθαρὰ πολιτικὰ προβλήματα. «Ἔχουμε κάθε λόγο νὰ ὑποθέτουμε, λέει ὁ Καθηγητὴς Κὰρ στὸ ἔργο του Προϋποθέσεις τῆς εἰρήνης, ὅτι πολλοὶ Οὐαλλοί, Καταλάνοι καὶ Οὐσβέκοι κατάφεραν νὰ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους σ’ ἄλλα κεφάλαια καλὸν Οὐαλλό, Καταλανὸ ἢ Οὐσβέκο καὶ σ’ ἄλλα πάλι καλὸ Βρετανό, Ἰσπανὸ ἢ Σοβιετικὸ πολίτη».
Δὲν ξέρω γιὰ πόσους Καταλάνους καὶ Οὐσβέκους ἀληθεύει αὐτό, ἀλλὰ ὅσο γιὰ τοὺς Οὐαλλοὺς ὁ Καθηγητὴς Κὰρ φαίνεται ν’ ἀπαντᾶ σ’ ἕνα ἐρώτημα ποὺ κανένας Οὐαλλὸς δὲ θὰ τὸ ἀναρωτιόταν. Οἱ περισσότεροι Οὐαλλοί, δὲν ἀμφιβάλλω, θὰ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ «καλὸ Οὐαλλό», καὶ «καλὸ Βρεταννό» (ἀφήνω ποὺ ἔχουν ἀπὸ καταγωγὴ περισσότερα δικαιώματα ἀπ’ τοὺς περισσότερους ἀπὸ μᾶς σ’ αὐτὸ τὸ νησὶ νὰ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους Βρεταννὸ- ἀλλὰ ὁ κ. Κὰρ ὑπῆρξε Καθηγητὴς στὸ Ἄμπερυστουιθ καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρει): Τὸ ζήτημα γι’ αὐτοὺς εἶναι ἂν ἡ Οὐαλλέζικη πνευματικὴ παράδοση μπορεῖ νὰ διατηρήσει τὴν ὑπόστασή της καὶ ν’ ἀναπτυχθεῖ παρ’ ὅλη τὴν πίεση ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ τὸ Λονδίνο γιὰ μιὰ ἀδιαφοροποίητη ὁμοιομορφία. Τὸ ἴδιο ἐρώτημα ἔχει τεθεῖ καὶ στὴ Σκωτία, τὸ ἴδιο ἐρώτημα θὰ ἔπρεπε νὰ τεθεῖ καὶ σὲ κάθε ἀγγλικὴ κομητεία ποὺ δὲν ἀπορροφήθηκε ἀκόμα ἀπὸ τὸ Λονδίνο ἢ ἀπὸ καμιὰ μεγάλη ἐπαρχιακὴ βιομηχανικὴ πολιτεία. Ἂν ὅλες οἱ περιοχὲς τῆς Μ. Βρεταννίας χάσουν τὴν τοπική τους πνευματικὴ παράδοση, δὲ θὰ ἔχουν τίποτα νὰ συνεισφέρουν στὴ δημιουργία τῆς Βρεταννικῆς παιδείας καὶ ἡ Μ. Βρεταννία μὲ τὴ σειρά της δὲν θὰ ἔχει τίποτα νὰ συνεισφέρει στὸν πνευματικὸ πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης.
Εἴπαμε πὼς ἡ πνευματικὴ εὐεξία τῆς Εὐρώπης καθὼς καὶ τῶν τμημάτων ποὺ τὴν ἀποτελοῦν εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὶς ἄκρες μορφὲς καὶ τοῦ ἐθνικισμοῦ καὶ τοῦ διεθνισμοῦ. Ἡ ἀφορμὴ ὡστόσο αὐτοῦ τοῦ κακοῦ, ποὺ καταστρέφει τὸ ἴδιο τὸ ἔδαφος ὅπου ἔχει τὶς ρίζες της ἡ πνευματικὴ ζωή, δὲν εἶναι τόσο οἱ ἄκρες ἰδεολογίες καὶ ὁ φανατισμὸς ποὺ συνδαυλίζουν, ὅσο ἡ ἀδυσώπητη πίεση τοῦ σύγχρονου βιομηχανισμοῦ, ποὺ θέτει τὰ προβλήματα ποὺ οἱ ἄκρες ἰδεολογίες προσπαθοῦν νὰ λύσουν. Ἕνα ἀπὸ τὰ σοβαρότερα ἐπακόλουθα τοῦ βιομηχανισμοῦ εἶναι ὅτι μᾶς μεταβάλλει σὲ πνευματικὲς μηχανὲς καὶ προσπαθοῦμε ὕστερα νὰ βροῦμε μηχανικὲς λύσεις γιὰ προβλήματα ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι προβλήματα ζωῆς.
Ἀλληλοεξάρτηση
Ἴσως νὰ ἔδωσα τὴν ἐντύπωση στὶς παραπάνω σελίδες ὅτι ἀπομακρύνομαι ὁλοένα καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ ἄρθρου μου -τὴν εὐθύνη τοῦ λογοτέχνη. Οἱ πολιτικοὶ θὰ ἀσχολοῦνται πάντα μὲ τὰ πολιτικὰ προβλήματα κι’ οἱ οἰκονομολόγοι μὲ τὰ οἰκονομικὰ καὶ θὰ γίνουνται πάντα συμβιβασμοὶ ἀνάμεσα στὴν πολιτικὴ καὶ στὴν οἰκονομικὴ ἄποψη. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς οἱ κλάδοι τοῦτοι δὲν εἶναι ἐντελῶς ξεχωριστοί, καὶ δὲ μποροῦν νὰ ἐξυπηρετηθοῦν ἱκανοποιητικὰ χωρὶς τὴ συνεργασία καὶ τῶν δύο εἰδικοτήτων, ἔτσι καὶ ὁ πνευματικὸς τομέας δὲ μπορεῖ νὰ ἀπομονωθεῖ ἀπὸ κανέναν ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους. Ἂν εἴταν ἔτσι, κι’ ἂν μποροῦσαν οἱ λογοτέχνες καὶ οἱ ἄλλοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι νὰ ἀκολουθήσουν δική τους πορεία ἀδιαφορώντας γιὰ ὅ,τι συμβαίνει στὴ σφαῖρα τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς οἰκονομίας, τὰ πράγματα θὰ εἴταν ἁπλᾶ. Ἡ ἀντίληψη πὼς μπορεῖ νὰ γίνει καθαρὰ ἕνας τέτοιος διαχωρισμὸς διαφαίνεται καὶ στὴν ἑπόμενη φράση τοῦ Καθηγητῆ Κάρ:
«Ἡ ὕπαρξη μιᾶς φυλετικῆς ἢ γλωσσικῆς ὁμάδας μὲ κάποια ὁμοιογένεια, ἑνοποιημένης ἀπὸ μιὰ κοινὴ παράδοση καὶ ἀπὸ τὴν καλλιέργεια μιᾶς κοινῆς παιδείας δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται πιὰ πρωταρχικὸς λόγος γιὰ τὴν ἵδρυση ἢ τὴ διατήρηση μιᾶς ἀνεξάρτητης πολιτικῆς ἑνότητας».
Ὅπως εἶναι διατυπωμένη αὐτὴ ἡ πρόταση δὲ μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς εἶναι ἀπαράδεκτη. Ἀλλὰ χρειάζεται διασάφηση, γιατὶ ἀλλοιῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συμπεράνει πὼς «μιὰ φυλετικὴ ἢ γλωσσικὴ ὁμάδα μὲ κάποια ὁμοιογένεια, ἑνοποιημένη ἀπὸ μιὰ κοινὴ παράδοση καὶ ἀπὸ τὴν καλλιέργεια μιᾶς κοινῆς παιδείας» μπορεῖ νὰ ἀκμάσει πνευματικά, ἀνενόχλητη, ὅσο κι’ ἂν εἶναι πολιτικὰ ἐξαρτημένη. Μὲ ἄλλα λόγια θέτω τὸ ἐρώτημα: Μπορεῖ νὰ μείνει ἀνεξάρτητη ἡ πνευματικὴ ἀνάπτυξη μιᾶς τέτοιας ὁμάδας, ἂν δὲν ἔχει κάποιο βαθμὸ πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας; Τὸ ἔχω γιὰ βέβαιο ὡστόσο ὅτι καὶ ἡ ἀπόλυτη πνευματικὴ αὐτονομία εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς πανευρωπαϊκοῦ πνευματικοῦ σοσιαλισμοῦ. Τὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα τοῦ κόσμου ἀποτελοῦν στὴν πράξη ἕνα σύμπλεγμα, μιὰ σύγχυση συνήθως, ἀπὸ πολιτικές, οἰκονομικές, πνευματικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀπόψεις. Μία ἢ περισσότερες ἀπὸ τὶς ἀπόψεις αὐτὲς θυσιάζουνται πάντα σ’ ἐκείνη ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ περιστάσεις, ἀλλὰ κάθε μιά τους συνεπάγεται τὶς ὑπόλοιπες.
Ἕνας κίνδυνος
Ἡ εὐθύνη τοῦ λογοτέχνη τὴν ὥρα τούτη τοῦ ὑπαγορεύει λοιπὸν οὔτε ν’ ἀδιαφορήσει γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ γιὰ τὴν οἰκονομία, οὔτε βέβαια καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴ λογοτεχνία, γιὰ ν’ ἀναλάβει ἕνα ἀγῶνα γιὰ πράγματα ποὺ δὲν καταλαβαίνει. Θὰ ἔπρεπε ὡστόσο νὰ ἐπιτηρεῖ ἄγρυπνα τὸ ἔργο τῶν πολιτικῶν καὶ τῶν οἰκονομολόγων, γιὰ νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ προειδοποιεῖ ὅταν οἱ ἀποφάσεις καὶ οἱ πράξεις τους κινδυνεύουν νὰ ἔχουν συνέπειες γιὰ τὴν παιδεία. Αὐτὲς οἱ συνέπειες θὰ ἔπρεπε ὁ λογοτέχνης νὰ θεωρήσει χρέος του νὰ τὶς σταθμίζει. Οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ οἰκονομολόγοι ξεχνᾶνε συνήθως ὅτι οἱ πράξεις τους μποροῦν νὰ ἔχουν συνέπειες γιὰ τὴν παιδεία. Ὁ λογοτέχνης εἶναι ὁ ἁρμοδιότερος γιὰ νὰ τὶς προβλέψει καὶ γιὰ νὰ διακρίνει τὴ σημασία τους.
Δὲ θὰ ἤθελα νὰ δώσω τὴν ἐντύπωση πὼς παραδέχομαι ὅτι ὑπάρχουν συγκεκριμένα σύνορα ἀνάμεσα στὰ ζητήματα τῆς ἄμεσης καὶ τῆς ἔμμεσης ἁρμοδιότητας τοῦ λογοτέχνη. Στὴν Ἐκπαίδευση, λόγου χάρη, δὲν τὸν ἀπασχολοῦν τόσο ἄμεσα τὰ προβλήματα τῆς ὀργάνωσης καὶ τῆς διοίκησης τῆς λαϊκῆς μόρφωσης, ὅσο τὸ περιεχόμενο τῆς ἐκπαίδευσης. Θὰ ἔπρεπε βέβαια νὰ γνωρίζει κάτι ποὺ πολὺς κόσμος φαίνεται νὰ μὴν τὸ ἔχει καταλάβει, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχουμε ἀνώτερο πνευματικὸ πολιτισμὸ μὲ λίγη ἐκπαίδευση καὶ ὅτι ἡ πολλὴ ἐκπαίδευση δὲ συνεπάγεται πνευματικὴ πρόοδο. Ἀπὸ μερικὲς πλευρὲς δὲν παίρνει τὴν ἐκπαίδευση τόσο στὰ σοβαρά, ὅσο φαίνουνται νὰ τὴν παίρνουν ἄλλοι ἄνθρωποι. Χρέος του εἶναι νὰ νοιάζεται γιὰ τὴν ποιότητα καὶ νὰ ἔχει ἀδιάκοπα στὸ νοῦ του κάτι ποὺ εὔκολα τὸ παραβλέπουμε: ὅ,τι, ἂν εἴμασταν ὑποχρεωμένοι νὰ διαλέξουμε, θὰ ἔπρεπε νὰ προτιμήσουμε νὰ μορφώνουνται λίγοι καὶ καλά, παρὰ νὰ μορφώνουνται ὅλοι μέτρια. Ἔχει χρέος νὰ περιφρουρεῖ καὶ τὰ κεφάλαια τῆς ἐκπαίδευσης ποὺ στάθηκαν κοινὸ κτῆμα ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν. Ὁ ἄκρος ἐθνικισμὸς στὴν ἐκπαίδευση δὲ μᾶς ἀπειλεῖ μόνο· μᾶς λυμαίνεται κυριολεκτικά. Τὰ ὑψηλότερα κεφάλαια τῆς πανάρχαιης εὐρωπαϊκῆς παιδείας εἶναι, πιστεύω, ἡ μελέτη τῆς Λατινικῆς καὶ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ λογοτεχνίας καὶ ἡ μελέτη τῆς καθαρῆς ἐπιστήμης.
Μιὰ ἀμοιβαία ὑποχρέωση
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ἡ ἐπιστήμη ἐξυμνεῖται προπαντὸς γιὰ τὰ ὑλικὰ κέρδη ποὺ ἀποδίδουν οἱ ἐφευρέσεις καὶ οἱ ἀνακαλύψεις ποὺ ὀφείλονται στὴν ἐφαρμογή της, δὲν εἶναι ἄκαιρη ἴσως ἡ ὑπόμνηση ὅτι ἡ ἐφαρμοσμένη ἐπιστήμη εἶναι πάντοτε ἐνδεχόμενο νὰ μολυνθεῖ ἀπὸ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ κίνητρα, καὶ ὅτι οἱ ἐφευρέσεις καὶ οἱ ἀνακαλύψεις ἀρέσουν στὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὶς κοινὲς εὐεργεσίες ποὺ τοῦ προσφέρουν καὶ γιατί τοῦ χρησιμεύουν γιὰ νὰ ἐκμεταλλεύεται τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στὴν εἰρήνη καὶ στὸν πόλεμο· κι’ ἀκόμα πὼς δὲ φτάνει νὰ χρησιμοποιεῖ κανεὶς τὶς ἴδιες μηχανὲς καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὶς ἴδιες ἀνέσεις καὶ τὴν ἴδια ἰατρικὴ περίθαλψη γιὰ νὰ ἀποκτήσει καὶ ν’ ἀναπτύξει κοινὴ πνευματικότητα καὶ κοινὸ πολιτισμό. Γι’ αὐτὸ μιλῶ γιὰ τὴν ἐπιστήμη μὲ κάποιους ἐνδοιασμούς· ὅμως εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος πὼς γιὰ νὰ διασωθεῖ ἡ Εὐρωπαϊκὴ πνευματικὴ παράδοση ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ ἐθνικοὶ συντελεστὲς ποὺ τὴν ἀπαρτίζουν πρέπει νὰ καλλιεργοῦνται ἀδιάκοπα οἱ πηγές της, στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴ Ρώμη καὶ νὰ ἀνανεώνονται ἀδιάκοπα ἐκεῖ. Θὰ πρόσθετα καὶ τὴν Ἰουδαία, ἂν καὶ προτιμῶ νὰ περιοριστῶ ὅσο γίνεται στὴν πνευματικὴ ἄποψη, παρὰ στὴ θρησκευτική.
Εἶναι κι’ ἄλλα ζητήματα ποὺ θἄπρεπε ἄγρυπνα νὰ παρακολουθεῖ ὁ λογοτέχνης· ζητήματα ἐπείγοντα ποὺ ἐνδέχεται νὰ προκύπτουν κάθε τόσο ἐδῶ κ’ ἐκεῖ σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις ὅπου ἀπειλεῖται ἡ ἐλευθερία του. Δὲν ἐννοῶ μονάχα τὸν ἔλεγχο τῆς λογοκρισίας στὰ πολιτικά, θρησκευτικὰ καὶ ἠθικὰ ζητήματα: ἡ πεῖρα μὲ δίδαξε πὼς αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται μόλις παρουσιάζουνται. Ἐννοῶ ὅμως ἀκόμη τοὺς κινδύνους ποὺ μποροῦν νὰ γεννηθοῦν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἐνθάρρυνση καὶ κηδεμονία τῶν τεχνῶν, τοὺς κινδύνους ποὺ θὰ ἀπειλοῦσαν τοὺς λογοτέχνες, ἂν γίνουνταν μὲ τὴν τέχνη τους ὑπηρέτες τοῦ Κράτους. Οἱ σύγχρονες κυβερνήσεις ξέρουν καλὰ τὴ νέα ἐφεύρεση, τὴν «πνευματικὴ προπαγάνδα», ἀκόμα κι’ ὅταν οἱ κυβερνῆτες δὲν ἒχουν μεγάλη κλίση στὰ πνευματικὰ ἔργα: Κι’ ὅσο κι’ ἂν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ «πνευματικὴ προπαγάνδα» μὲ τὶς σημερινὲς συνθῆκες, πρέπει νὰ θυμόμαστε καλὰ πὼς κάθε προπαγάνδα μπορεῖ νὰ διαφθαρεῖ.
Καθὼς εἶπα καὶ πρίν, δὲν περιμένω νὰ συμφωνήσουν μὲ τὶς ἀπόψεις μου ὅλοι οἱ λογοτέχνες σ’ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Εὐρώπης. Ἀλλὰ τολμῶ νὰ ἐλπίζω ὅτι μερικοὶ ἀνάμεσά τους θὰ συμφωνήσουν πὼς σ’ ἕναν τομέα δημοσίων προβλημάτων ἔχουμε ὅλοι, ἄσχετα μὲ τὴν ἐθνικότητα, τὴ γλῶσσα καὶ τὶς πολιτικές μας τάσεις, κοινὰ συμφέροντα καὶ μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ἔχουμε κοινὴ γνώμη. Καὶ ἐλπίζω νὰ συμφωνήσουν μερικοὶ πὼς ἐξέφρασα μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ τὰ προβλήματα. Αὐτὴ ἡ συμφωνία θὰ ἔδινε βαρύτερο περιεχόμενο στὴ φράση «δημοκρατία τῶν γραμμάτων». Ἡ «δημοκρατία» ἢ (γιὰ νὰ μεταχειριστῶ ἕναν ἰσχυρότερον ὅρον) ἡ «ἀδελφότητα» τῶν γραμμάτων δὲν προϋποθέτει εὐτυχῶς ν’ ἀγαπιῶνται μεταξύ τους ὅλοι οἱ λογοτέχνες. Ἡ ζήλεια καὶ ἡ δολοπλοκία διαίρεσαν καὶ θὰ διαιροῦν πάντα τοὺς συγγραφεῖς· ἀλλὰ τοῦτο ἴσα-ἴσα προϋποθέτει πὼς ἔχουμε ἀμοιβαῖο δεσμὸ καὶ μιὰ ἀμοιβαία ὑποχρέωση πρὸς ἕνα κοινὸ ἰδανικὸ καὶ πὼς γιὰ ὁρισμένα ζητήματα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτεινόμαστε στὴν Εὐρώπη, ἀκόμα κι’ὅταν μιλᾶμε μονάχα στοὺς συμπατριῶτες μας.