Νατάσας Κεσμέτη
Στά βράχια*
Φύσαγε ἄγρια. Στά βράχια τά κύματα εἴχανε γεμίσει ὅλες τίς μικρές καί μεγάλες λακκοῦβες νερό. Ἦταν θολό σάν τή μέρα καί τόν οὐρανό πού εἶχε κατέβει πολύ χαμηλά, μέ σύννεφα ἀφρισμένα ὅσο καί τά κύματα.
Ἕνας δυό ψαράδες μαζεύανε τίς πετονιές τους καί πετάγανε ὅποια μικρά, γλιτσιάρικα ψαράκια εἶχαν πιάσει στίς λακκοῦβες. Ἐκεῖνα ἀνοιγόκλειναν τά στόματά τους ἀπελπισμένα. Σταματοῦσαν κι ὅταν νόμιζες πώς πάει τέλειωσαν, ξαφνικά ἕνας νέος σπασμός τίναζε τά κιτρινοπράσινα ριγωτά κορμάκια τους στό ρηχό νερό. Ὁλόγυρα, στά κοιλώματα τῶν βράχων ὑπῆρχε ξεραμένο ἁλάτι, ξεφτισμένα φύκια, συστραμμένοι κοχλίες, φύλλα ἤ ἄνθη ἀπό ξεβρασμένες θαλάσσιες ἀνεμῶνες.
Ὁ ἄνδρας φοροῦσε καπέλο καί μιά ξεθωριασμένη καφετιά καπαρντίνα. Τό παιδί ἦταν κουκουλωμένο σ’ ἕνα παλτό στό χρῶμα τοῦ πετρέλαιου, πού τοῦ εἶχε κοντύνει, μ’ ἕνα καρό κασκόλ ὁλόγυρα στό λαιμό. Τά χρώματα τοῦ κασκόλ ἦσαν οἱ μόνες φωτεινές πινελιές στά βράχια κοντά στήν Παλμύρα.
-Ἀνάπνεε, εἶπε ὁ ἄνδρας.
Εἶχαν κατέβει στό Φάληρο γιά νά πάρει ἰώδιο τό παιδί. Ἔτσι εἶχε πεῖ ὁ γιατρός. Νά τήν πᾶτε ν’ ἀναπνεύσει ἰώδιο. Δίπλωσε τήν ἐφημερίδα του, μέ τήν πλάτη στή θάλασσα, σ’ ἕνα σημεῖο πού ἔκοβε λίγο.
-Κάτσε ἐδῶ κι ἀνάπνεε, ἐπανέλαβε.
Ἔμοιαζε νά μήν ξέρει τι ἄλλο νά ταῆς πεῖ. Ἀλλά ἔτσι γινόταν πάντα. Δέν μποροῦσαν ν’ ἀνταλλάξουν πάνω ἀπό τρεῖς φράσεις. Ἔμοιαζε ἀνίσχυρος κι ἀμήχανος. Πῆγε πρός τούς ψαράδες.
Κάπου-κάπου ἡ θολή θάλασσα πρασίνιζε. Τό κορίτσι ἀναστέναξε καί κάθισε. Εἴχανε κάνει καμιάν ὥρα μέ τά λεωφορεῖα γιά νά φτάσουν. Κόντευε ἕντεκα. Σέ λίγο ἐκεῖνος ξαναγύρισε.
-Πεινᾶς; ρώτησε.
Κούνησε τό κεφάλι της ἀρνητικά κι ἄρχισε νά σιγοβήχει.
-Ἀναπνέεις;
Κούνησε τό κεφάλι της πώς ναί.
-Μήπως κρυώνεις;
-Λίγο, ἀπάντησε.
-Να σοῦ δώσω τήν καπαρντίνα μου;
-Ὄχι.
Ξαναπῆγε πρός τούς ψαράδες.
Πιό κεῖ ἦσαν τά κοιλώματα τῶν βράχων μέ τά βοτσαλάκια. Παλιά, εἶχαν ἔρθει μιά δυό φορές γιά μπάνιο τό καλοκαίρι. Τό νερό ἦταν καθαρό τότε καί, κάτω ἀπό τή ρηχή σπηλιά, σκιερό. Παραπέρα πιτσίλαγαν ἀκτίνες φῶς καί χρωματιστές λαμπερές βοῦλες χόρευαν. Ἐκεῖνος δέν ἦταν μαζί τους. Μόνο γυναῖκες.
Βρῆκε ἕνα ξυλάκι κι ἄρχισε νά ξύνει μια χαραμαδιά μέ ἐλάχιστη ἄμμο. Σέ κάποιο δρόμο, κάπως πιό μέσα ἀπό τήν παραλία, σκεφτόταν πώς ἦταν τό Σπίτι τοῦ Γέλιου. Δέν εἶχαν πάει πολλές φορές ἀλλά ἔτσι τό εἶχε ὀνομάσει, γιατί αὐτές τις λίγες φορές πού θυμόταν, ἐκεῖ ὅλο γελοῦσαν, φώναζαν, ξεκαρδίζονταν. Στόν κῆπο εἶχε φιστικιές. Τά κλαδιά χαμήλωναν κι ἔκαναν μιάν ὀμπρέλα. Οἱ δύο κοπέλες τοῦ σπιτιοῦ τῆς φώναξαν: κόψε ὅσα θές, ἅμα τά φτάνεις. Δέν τά ἔφτανε. Ἀλλά στή βεράντα τοῦ σπιτιοῦ ὅπου κάθονταν δυό ἀστεῖες φλύαρες γιαγιές εἶχε μιά πιατέλα γεμάτη φιστίκια. Μιάν ἄλλη φορά εἶχαν πιατέλες μέ φέτες κρύο ρόζ χοιρινό καί στήν ἄκρη μουσταρδίτσα. Τίς ἀνέβαζαν ἀπό μιά σκούρα στριφογυριστή σιδερένια σκάλα σ’ ἕναν ἐξώστη γεμάτο λαμπιόνια. Κάτι θά γιόρταζαν. Οἱ γονεῖς τῶν κοριτσιῶν ἔλεγαν Δέν πειράζει, δοκιμάστε, μείνετε! Δέν πείραζε πού εἶχαν φτάσει ἀπρόσκλητοι. Πάλι ἐκεῖνος δέν ἦταν μαζί τους. Μιά φυσαρμόνικα ἔπαιζε:
Φύσα τρελέ βοριά, φούσκωνε τά πανιά μας, φύσα, τώρα μακριά γιά νά πᾶμε,
πέρα…
Ἤθελε νά χωθεῖ κάπου καί νά κλάψει μπροστά σέ μια σκηνή πού τήν τάραζε – τόσο μεγάλη τῆς φαινόταν ἡ εὐτυχία τους: ὁ πατέρας τοῦ σπιτιοῦ εἶχε ἁρπάξει τή γυναίκα του καί τή στριφογύριζε στόν ρυθμό πού ξαφνικά ἄλλαξε σφίγγοντάς την καί λέγοντας: Κίτσα μου, Κίτσα μου… Κι αὐτή γελώντας παιγνιδιάρικα ἔλεγε: Μή Γιάννη, Σταμάτα Γιάννη μου… Φοροῦσε ἕνα καλοκαιρινό ἐξώπλατο μέ φαρδιές ράντες, τά μπράτσα της ἦσαν στρουμπουλά καί τό κραγιόν της ἀστραφτερό. Ὁ ἄντρας της τήν ἄφησε καί ἅρπαξε ἀπό τή μέση καί τίς δυό τους κόρες, πού ξεφώνισαν ὅτι θά ρίξουν κάτω τά ποτήρια πού κουβαλοῦσαν.
Ὁ ἀέρας δυνάμωσε κι ἔφερε πάνω της μιά δυό ἁρμυρές πιτσιλιές. Ἔγλειψε τά χείλη της. Δίπλα στό Σπίτι τοῦ Γέλιου ἦταν ἕνα σχολεῖο, ἴσως νηπιαγωγεῖο, τοῦ Χατζηκωνσταντίνου, κι ἀπό κεῖ ἀκούστηκαν πάλι φωνοῦλες ἐνθουσιασμοῦ. Ποιός ξέρει ἀπό πότε…
Σηκώθηκε. Πῆγε πρός τό μέρος τοῦ πατέρα πού εἶχε ἀνοίξει τό πακέτο του καί πρόσφερε τσιγάρο στούς ψαράδες. Ὅταν τούς πλησίασε καί κοίταξε δυό μικρές καλογριές πού μόλις εἶχαν πετάξει στά βαθουλώματα καί σπαρτάραγαν, ἕνας ρώτησε:
-Ἡ κόρη σου δέν πάει σχολεῖο;
Ὁ ἀέρας πῆρε τήν ἀπάντηση. Αὐτός πού ρώτησε γύρισε καί τήν κοίταξε παραξενεμένος ἀλλ’ ἀδιάφορος.
-Τά κορίτσια εἶναι μπελάς, εἶπε.
Ἐκεῖνος δέν ἀπάντησε. Φύσηξε τόν καπνό του νευρικά.
-Γύρνα ἐκεῖ πού κόβει, νά μήν πουντιάσεις, κι ἔχουμε χειρότερα, ταῆς εἶπε χωρίς νά τήν κοιτάξει.
Γύρισε μέ μιά δαγκωνιά στήν καρδιά. Ἤξερε πώς ἄδικα τόν τυραννοῦσε, κι ὅλους τους. Ἀλλά δεν ἤξερε νά ἑξηγήσει γιατί δέν εἶχε κουράγιο γιά τίποτα. Στίς ἐξετάσεις τοῦ Γυμνασίου τά εἶχε πάει χάλια. Εἶχε ρεζιλευτεῖ καί τούς εἶχε ρεζιλέψει. Τό καμάρι τους μπῆκε μέ τό ζόρι σχεδόν.
Εἶχαν θρηνήσει κι ἄλλα παιδιά τό γεγονός πώς, ἀφήνοντας τό Δημοτικό, σκόρπιζαν; Χώριζαν γιά πάντα, ἴσως; Κι οἱ καφές κηλίδες; Εἶχαν ἀναστατώσει τό ἴδιο καί ἄλλα κορίτσια; Οἱ πιό πολλές ἔδειχναν περήφανες καί εἶχαν ξεκινήσει ἕναν ἄγριο σιωπηλό ἀνταγωνισμό ὀμορφιᾶς: ποιανῆς τό στῆθος φουσκώνει πιό πολύ. Ἐκείνη πού ἔδειχνε πώς ἤξερε τί ἤθελε κι ἔμοιαζε ἱκανοποιημένη μέσα στό μεγαλόσωμό της σκαρί, ἦταν ἡ Λίλα. Ἡ Λίλα πού πάντα, ὅ,τι κι ἄν ἔκανε, ἄσθμαινε, λές καί τό στῆθος της δέ χώραγε τή λαχτάρα πού ἐρχόταν ἀπό πολύ βαθιά μέσα της. Λίγο μετά πού τή γράψανε οἱ γονεῖς της στό Ἀρσάκειο χάθηκε ἀπό τήν ὁμαδική καθημερινή τους συνάντηση· μιά φορά καθόταν στά μπροστινά καθίσματα τοῦ συνοικιακοῦ σινεμά, ἀλλά δέν τόλμησε νά ταῆς χτυπήσει ἐλαφρά τήν πλάτη, νά τήν εἰδοποιήσει πώς εἶναι κι αὐτή ἐκεῖ, γιατί ἡ Λίλα εἶχε χωμένο τό κεφαλάκι της στό λαιμό ἑνός νέου ὁλογερμένου πρός αὐτήν, καί σφίγγοντάς την μέ τό μπράτσο του- ὁλόγυρα στούς ὤμους της· μιά ἄβολη στάση, ἀλλά ὁλοφάνερο ἀκόμα καί στήν ἴδια ἀπό τήν πίσω σειρά, πώς ἡ Λίλα κι ὁ ἄνδρας ἦσαν χαμένοι σέ δικούς τους κόσμους γιά καθετί γύρω τους – ἀκόμα καί γιά τήν ὀθόνη!
Ἀγαπημένη Λίλα! Χρόνια μετά ἐμφανίστηκε στό «Ροφός καί Πέννες ἀπό Ἀγκάθια»…
Ἀλλά τότε πού τέλειωσαν τό Δημοτικό, ἦταν καμιά ἄλλη τόσο χαμένη, μπερδεμένη καί μόνη; Στή μακριά διαδρομή μέχρι τό νέο σχολεῖο, κατά μῆκος ἑνός δρόμου μ’ ἕναν πανύψηλο τοῖχο ἀπ’ τή μιά πλευρά, πίσω ἀπ’ τίς πιπεριές, ζευγάρια καί σκιές στριμώχνονταν ἤ πάλευαν ὅταν σουρούπωνε. Προκαλοῦσε σ’ ὅλους τόν ἴδιο πανικό αὐτός ὁ δρόμος; Τό τελευταῖο φωτεινό σημεῖο ἦταν ἕνα φωτογραφεῖο ὅπου μιά γυναίκα μισόγυμνη, μέσα σ’ ἕνα ροῦχο μέ στίγματα λεοπάρδαλης, εἶχε φωτογραφηθεῖ σέ διάφορες πόζες. Οἱ φωτογραφίες ἦσαν μεγάλες, ἄλλες ἀσπρόμαυρες κι ἄλλες ρετουσαρισμένες μέ χρῶμα. Τά μαλλιά της ἦσαν ἄφθονα καί μακριά, τά χείλη της φούσκωναν μεγάλα καί ὑπερβολικά βαμμένα. Ἴσως ἦταν ἡ Ρίκα, ἡ Ρίκα Διαλυνᾶ, ἴσως ἄλλη.
Πότε ἄρχισαν νά βάζουν τά Γιάφας καί κυρίως τά Μέρλιν κάτω ἀπό τήν πλεχτή μπλούζα; Χτυπητό μπλέ, κατακόκκινα, δυνατά πράσινα τά μαλλινάκια ἀπό τίς βελόνες τῶν μανάδων.
Ἔφταιγε τό μαλλί; Μέ τί τά τραβοκοπᾶνε;
Ναί, τά μαλλινάκια ξεχείλωναν γρήγορα ἀλλά δέν ἔφταιγε τό μαλλί. Φταίγανε κεῖνα τά μεγάλα, ἀφράτα, χοντρόφλουδα γιά γλυκό, πού τά κοριτσάκια προσπαθοῦσαν νά συγκρατήσουν ψηλά, ἐνῶ σφίγγανε τή μέση μ’ ὅ,τι βρίσκανε, ζώνη, κορδόνι, μακρόστενη πετσέτα, σάν μένανε μόνα – μαζεμένα κάθε φορᾶ ἀλλοῦ:
Ἄν ἦταν μέρα Λαϊκῆς, ὑπῆρχαν ἄφθονα σέ κάθε σπίτι. Τό ἴδιο κι ἄν οἱ Λάκωνες γονεῖς, οἱ Ἀρτινοί, οἱ Κρῆσσες μανάδες εἶχαν μόλις παραλάβει καλάθια καί καφάσια τους, φρεσκοκομμένα. Ἀπό ὅπου κι ἄν εἶχαν ταξιδέψει, ἦταν πολύ δύσκολο νά στερεωθοῦν γιά ἀρκετή ὥρα στό μικρό μποῦστο, ἴδίως τά Μέρλιν. Πόναγε καί λίγο.
Μιά βάρκα ἄρχισε νά πλησιάζει σκαμπανεβάζοντας. Ἐκεῖνος πλησίασε καί ρώτησε:
-Θές νά φύγουμε πιά;
-Ὄχι ἀκόμα, ἀπάντησε. Σέ λίγο.
Στήν ταράτσα ἑνός ἄλλου σπιτιοῦ, ἐδῶ στό Φάληρο πάλι, εἶχαν στρώσει ἕνα μακρύ τραπέζι καί σερβίρανε πιτσούνια. Κάτω στήν ὑγρή αὐλή τρέχανε μέ τήν Κατερίνα καί τόν Θοδωρή καί κυνηγοῦσαν ἕναν βάτραχο.
Ἦταν κι ἐκεῖνος μαζί τους, παρόλο πού δέν τοῦ ἄρεσαν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς θρησκόληπτους πού ἀποτελοῦσαν τήν παρέα. Ἔρχονταν ἀπό μακριά νά ἐπισκεφτοῦν τόν παλιό τους παπά πού εἶχε μεταφερθεῖ σ’ αὐτή τήν πλούσια ἐνορία.
Ἦταν καλοκαίρι, ὁ παπάς, φιλόξενος κρητικός, δέν θ’ ἄφηνε τόσους ἀνθρώπους νά φύγουν νηστικοί κι ἄς βαρυγκόμαγε ἡ παπαδιά μέ τόσο ἀνθρωπομάνι πού εἶχε νά ταΐσει. Αὐτός πάλι τά ἤθελε ὅλα πλούσια, νά κάθεται στήν κεφαλή τοῦ τραπεζιοῦ σάν τόν Ἀβραάμ ἤ τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ καί νά λέει ὅλο γιά δαιμόνια πού εἶχε ἐξορκίσει ἤ ἄλλα τρομερά πράγματα. Κι ἅμα ἔπινε λίγο κρασάκι κι ἐρχόταν στο κέφι, ἄρχιζε καί τά ριζίτικα μέ τήν ὡραία του φωνή.
Κυνηγώντας τόν βάτραχο μαζί μέ τόν Θοδωρή, λάτρευε τά χρυσά τσουλούφια πού πέφτανε μέσα στά μάτια του καί δέν πίστευε αὐτό πού λέγανε, πάντα πίσω ἀπό τήν πλάτη τοῦ παπᾶ διάφοροι, πώς ἦταν ἕνας ἀληταμπουράκος, πρῶτος στίς σκανταλιές, στίς μικροκλοπές, στά ψέματα καί τελευταῖος στά μαθήματα. Ὁ Θοδωρής δέν φοβόταν ν’ ἁρπάξει ἀπό τά γλιστερά του πόδια τό πράσινο βατράχι πού φούσκωνε καί ξεφούσκωνε ξετρελαμένο, κι ὕστερα λούφαξε στή γδαρμένη ἀπ’ τά σκαψίματα καί τίς ἄγριες μπαλιές χούφτα του. Τό καπάκωσε μέ τήν ἄλλη καί τούς τό πρότεινε. Τά χέρια τους σμίξανε ζεστά. Ἡ καρδούλα του χτύπαγε.
Μετά, ἐκεῖ πού ἦταν στρωμένο τό τραπέζι σέ σχῆμα Πί, κι ἐνῶ ὅλοι καθισμένοι κάτω ἀπό ἑκατοστάρες λάπες κρεμασμένες ἀπό τά σκοινιά τῆς μπουγάδας ἦσαν ἕτοιμοι νά ξεκοκκαλίσουν τά πιτσούνια, ἀκούστηκε ξαφνικά ἐκεῖνος ὁ τρομερός ἦχος πού ἔγινε βουή κι ἡ βουή βρυχηθμός ἄγνωστων κρότων, τριγμῶν καί μουγκρητῶν. Οἱ λαμπες ἔγιναν θρύψαλα, ἡ πλάκα τῆς ταράτσας ἄρχισε νά βουλιάζει, οἱ τοῖχοι ράγισαν, τό σπίτι καταποντίστηκε στά κύματα πού ἀνέβηκαν ἀπό τή δαντελωτή ἀκτή τοῦ Φαλήρου σάν νά εἶχε ὁρμήσει ξαφνικά ἕνας ἀνήμερος πόντος στόν γαλανό Σαρωνικό. Πάει τό ποίμνιο, πᾶνε οἱ δικοί της, πάει κι ἐκείνη ἡ χρυσή στιγμούλα μέ τόν Θοδωρή καί τόν βατραχάκο του μέσα στό μισοσκόταδο τῆς αὐλῆς.
-Τί ἔχεις, γιατί εἶσαι μελανή; Σήκω νά φύγουμε, εἶπε ὁ πατέρας καί τήν πῆρε ἀπό τό χέρι. Διασχίσανε τή λεωφόρο.
-Θέλεις μιά πάστα;
Ἤθελε πολύ ἕνα γλυκό. Καί πιό πολύ ἤθελε νά κάτσουνε μαζί στό ζαχαροπλαστεῖο μέ τά νοτισμένα τζάμια, στά ζεστά, νά βλέπουν μακριά τά κύματα. Ἀλλά μπορεῖ νά μήν τοῦ περισσεύανε καί ἔγνεψε – ψέματα, πώς δέν ἤθελε. Σκέφτηκε πώς ἦταν ἀρκετό πού τήν κρατοῦσε ἀπό τό χέρι.
Στό λεωφορεῖο γύρισε πρός τό τζάμι κι ἔκανε πώς βλέπει ἔξω πού ἡ ὁμίχλη, μιά ὁμίχλη πού δέν ἔβλεπε ἄλλος κανείς, ἔπεφτε σέ πυκνά σεντόνια καί σαβάνωνε τόν κόσμο. Ἀλλά τόν ἔνιωθε χωμένο μέσα στό καπέλο, τήν τριμμένη του καπαρντίνα καί τή ζέσταινε ἡ πλευρά του.
-Σ’ τήν ἔφερα. Ἀνέπνευσε. Δεν εἶναι πάντως μέ τά καλά της. Φεύγω τώρα, δέν προλαβαίνω, εἶπε μόλις μπήκανε στό σπίτι.
Ἐκείνη τή μέρα κατάλαβε πώς ὁ πατέρας ἤθελε πολύ νά ἔχει στή θέση της ἕνα ἀγόρι, κι εὐχήθηκε νά πεθάνει.
…………
* Μικρό ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: “Iva Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης”, Νατάσα Κεσμέτη, Ἐκδόσεις Ἁρμός, 2017.
** Ὁ πίνακας εἶναι τοῦ Π. Τέτση, “Βράχια της Ύδρας”, 2011-14, Λάδι σε μουσαμά