Μετ. Β. Καραμάνος. Από το περ. «Καινούρια Ἐποχή», Ἄνοιξη 1960
[…]
Τοῦτοι ποὺ γιὰ θυσία πᾶν ποιοὶ νὰ ‘ναι; Ὦ Ἱερέα,
σὲ ποιὸ χλωρὸ βωμὸ ὁδηγᾶς αὐτὸ τὸ νιὸ δαμάλι
μὲ τὰ μεταξωτὰ πλευρά, ποὺ ἔχουν στεφάνια βάλει,
ὅπου βογγάει, λὲς μείρεται τὴν ὥρα τὴ μοιραία;
Ποιὰ πόλη σὲ βουνὸ χτιστὴ κὰν σ’ ὄχτο ἢ σ’ ἀκρογιάλι
μ’ ὁλόρτη μιὰν ἀκρόπολη σὲ εἰρηνεμένους τόπους
τὴν ἱερὴ τούτην αὐγὴ στέκει ἄδεια ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους;
Καί, ὦ πόλη, πάντοτε ἡ σιγὴ θὰ σέρνεται ἡ μεγάλη
στοὺς δρόμους σου, μήτε ψυχὴ καμιὰ θὲ νὰ γυρίσει
τὸ πῶς μένεις πανέρημη ποτὲς ν’ ἀνιστορήσει.
Χαῖρε, ἀττικὸν ἐνσάρκωμα! ὡραῖα ἁρμονισμένο
μὲ τῶν μαρμάρινων ἀντρῶν καὶ παρθένων τὴ γέννα
μὲ καλοσκάλιστα κλαδιὰ καὶ χόρτα πατημένα.
Σ’ ἄκρη, σὰν νά ‘σουν τὸ ἄπειρο, στὴ σκέψη σου δὲ βγαίνω,
βουβὴ μορφή. Ἆσμα βοσκοῦ σὲ παγωμένα στήθια!
Τὰ γηρατιὰ τὴ γενιὰ τούτη σὰ φᾶν, θὰ μένεις
καὶ σ’ ἄλλων μέσα συμφορὲς παρηγοριά, σὰν κραίνεις
φίλος πάντα στὸν ἄνθρωπο: «ἡ ὀμορφιὰ εἶναι ἀλήθεια
κ’ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ὀμορφιά». Μονάχα αὐτὸ προκάνει
νὰ μάθει ὁ ἄνθρωπος στὴ γῆς κι αὐτὸ νὰ μάθει φτάνει.