Η κυρία με τα γυαλιά δεν έδειξε να καλύπτεται από το θερμό χειροκρότημα των ακροατών, και σήκωσε το χέρι δείχνοντας πως θέλει να βάλει τη θέση του τον ομιλητή. Εκείνος ήταν φανερό πως δεν το περίμενε, πως θα πήγαινε κατ ευθείαν στο ουίσκυ του. Αλλά ο εισηγητής πρόλαβε και της έδωσε τον λόγο.
– «Τί μας λέτε τώρα; Ότι η αξία του Δάντη είναι καθαρώς ιστορική; Ότι έχει σημασία επειδή χάρισε στους Ιταλούς ενιαία γλώσσα; Ως ποιητής δηλαδή, πάει; Ξεπεράστηκε;»
Ο ομιλητής την κοίταξε με έκπληξη και στη συνέχεια τράβηξε από το μανίκι του ένα χαρτί που του φάνηκε ότι ήταν ο άσσος σπαθί.
– «Ο Δάντης είναι μεγάλος κυρία, είπε, όχι διότι έδωσε μια γλώσσα, αλλά επειδή δημιούργησε ένα πολιτισμό. Οι μεγάλοι ποιητές είναι αυτοί που οικοδομούν κατοικήσιμους κόσμους, πολιτισμούς. Και δεν δημιούργησε κόσμο μόνο στους Ιταλούς, όπως λέτε. Όλη η Ευρώπη θρέφεται από τον Δάντη, ακόμη κι αυτή που δεν μιλάει τη γλώσσα του.»
Βέβαιος ότι την αποστόμωσε υποκλίθηκε ελαφρά για να φύγει. Η κυρία όμως του πέταξε ένα στιλέτο.
– «Τους ήρωες του Ομήρου τους βλέπουμε να ζούνε και μέσα στη λογοτεχνία μας. Τους Έλληνες τραγικούς τους βλέπουμε συνεχώς στα θέατρά μας, τον Σαίξπηρ το ίδιο. Πείτε μου, έχετε συναντήσει ποτέ στον βίο σας τον Δάντη εκτός από τα φιλολογικά εργαστήρια;»
Ο ομιλητής έβγαλε χαμηλόν αναστεναγμό και αποφάσισε να της ρίξει μια γερή να τη γκρεμίσει στο πάτωμα.
– «Ωραία, δεν σας αρέσει ο Δάντης ή δεν τον καταλαβαίνετε, κυρία. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει. Αν υπήρχαν μόνον όσοι καταλαβαίνετε, φοβάμαι πως δεν θα βλέπατε ούτε τον σύζυγό σας.»
Το χάχανο του κοινού εμπόδισε την κυρία να πετάξει στον ομιλητή ένα αναμμένο μαγκάλι. Το κοινό άρχισε να σπρώχνει προς την έξοδο, και η κυρία έμεινε με τους αφρούς στο στόμα. Η διάλεξη τέλειωσε. To ζήτημα όμως;
– «Ad hominen», είπε στη γυναίκα του ένας χονδρός φορώντας την καφέ καπαρντίνα του. «Την έθιξε ως άτομο. Δεν απέδειξε το λάθος της.»
-«Εσύ τα βλέπεις όλα μέσα από το πρίσμα της γεωγραφίας. Της το βούλωσε. Το χρειαζόταν.» Και τακτοποιώντας τα γυαλιά της τον έπιασε από το μπράτσο.
Ο άλλος, ενώ προσπαθούσε να την κρατάει και να βρει ταξί -και άντε να το βρεις τέτοια ώρα-, συνέχισε απτόητος: «Και ο Ρίλκε; Δεν θεμελίωσε κανέναν πολιτισμό αλλά είναι μεγάλος! Και ο Έλιοτ; Τι λες τώρα;» Εκείνη κούνησε τους ώμους της. «Εκτός αν μου πεις ότι ο Ρίλκε και μερικοί ακόμη είναι επιφανείς αστέρες ενώ οι θεμελιωτές πολιτισμού είναι γαλαξίες», είπε αποφασισμένος να δώσει αυτός τη λύση που δεν έδωσε στο πιάτο ο ομιλητής. «Άντε πάλι η γεωγραφία», είπε η κυρία. Αλλά σε πείσμα κάθε αντεπιχειρήματος, ήλθε το ταξί και η συζήτηση κύλισε προς το δείπνο και την εξαδέλφη Γεωργία.
-«Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», είπε ή μάλλον επανέλαβε ο Νεόφυτος.
-«Τι λές, φίλε μου; Είμαστε ρετσιτατίβο ακομπανιάτο του Μπάχ!» αντέταξε ο Πέτρος. Και καμαρώνοντας για την ποιότητα της σκέψης τους, διευκρίνησε: «Πολύ σπάνια θα δεις τόσο καλοδεμένη παρέα όσο η δική μας!
– «Στο μόνο που συμφωνούμε είναι η ποιότης του αιδοίου της Αλεξάνδρας. Σε όλα τα θέματα έχουμε διαφορετικές απόψεις” επέμεινε ο Νεόφυτος.
– «Mα φίλε μου, κάθε όργανο της ορχήστρας έχει τον δικό του ρόλο. Και το αιδείον της Αλεξάνδρας είναι αλέγκρο γκλοριόζο, πώς να μη συμφωνήσουμε; Ποιηταί είμεθα, που λέει κι ο Εγγονό, δεν είμεθα βασιβουζούκοι! Ως ποιηταί είμαστε μέρη ενός φεγγερού στερεώματος, συνιστούμε ένα σύμπαν!»
– «Άντε πάλι η γεωγραφία!» στέναξε η κυρία Μαίρη που άκουσε διερχομένη με παντόφλες τις τελευταίες λέξεις.
– «Και που να δεις τη φίλη σου την Ερατώ», μουρμούρισε ο Πέτρος. «Έχει ψυχικό πρόβλημα με το χώρο. Θέλει το κάθε τι νάναι σε συγκεκριμένη θέση, σε καθορισμένη τάξη.»
-«Η γυναίκα είναι νοικοκυρά» είπε η κυρία Μαίρη με στυφή επίπληξη.
-«Το ίδιο και οι ποιητές και οι αναγνώστες. Νοικοκυρές είμαστε. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό;» έριξε τη στεκιά του ο γιός της.
Η κυρία Μαίρη τον κοίταξε με μάτι κροκοδείλου.
Ο αυτοκράτωρ Ερρίκος ο Η΄ ενοχλήθηκε. Ναι, αλλά ενοχλήθηκε πολύ.
«Πάπας είναι αυτός ή ποιητής; Ο ποιητάκος θα μου πει εμένα, (και με το δάχτυλο προς το στήθος τόνισε) ε-μέ-να, τι θα κάνω;»
Αντίθετα ο Καρολομάγνος. Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και επέπληξε τον Αλκουίνο:
– «Μπορείς να μου πεις, λοιπόν, που είναι ο Όμηρός μου; Να γράψει για μένα και τη βασιλεία μου; Τώρα που χρειάζεται, που είναι; Που στο διάολο έχει πάει ο ποιητής;»
Αντίθετα ο τσάρος Πέτρος. Κάλεσε τον κόμη Φιοντόρ Γιούριεβιτς Βρονταντόφσκυ και του είπε ξερά:
– «Κόμη, διορίζεσαι ποιητής της αυλής. Θέλω μέγα έπος. Όχι τίποτε σύντομα στιχάκια. Μέ-γα Έ-πος!»
– «Είμαστε διασωληνωμένοι με το χάος» κατέληξε βαρύκαρδος ο Νεόφυτος.
– «Είμαστε ο ορισμός της ποίησης, φίλε μου», αντέτεινε ο γιός της κυρίας Μαρίας.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας και σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο με τους δυό νέους ποιητές όλο αέρα αυτοπεποίθησης η Αλεξάνδρα.
Η ποίηση στην εποχή μας έχει αφεθεί στις μάζες. Κυριαρχεί το Μακποίημα. Αυτό διδάσκει το Χάμπουργκερ Γιουνιβέρσιτυ – είπε στενοχωρημένος ένας αμερικανός προφέσορ της δημιουργικής γραφής.
Άραγε θ’ άξιζε τον κόπο,
Nα είχα μπήξει με χαμόγελο τα δόντια μου στο θέμα
ρωτάει ο Έλιοτ και με τον κοιτώ προσεκτικά.