Χρήστος Νάσιος, Έκαρτ και Ζεν : Απόσπαση και κένωση

Ἕνα σημεῖο στό ὁποῖο ἑστίασαν τό ἐνδιαφέρον τους τόσο οἱ σύγχρονοι φιλόσοφοι τοῦ Ζέν ὅσο καί οἱ δυτικοί ἐρευνητές ἀφορᾶ τίς ὁμοιότητες ἀνάμεσα στή διδασκαλία τοῦ Ἔκαρτ γιά τήν ἀνάγκη πλήρους καί τέλειας ἀπόσπασης (Abgeschiedenheit) καί στή ζενιστική διδασκαλία γιά τήν κένωση (śūnyatā), ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται κυρίως μέσω τῆς ἄσκησης τοῦ ζαζέν. Οἱ μεταξύ τους ἀναλογίες εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακές, καθώς ὁρισμένες φορές ἀκόμη καί λεκτικά φαίνονται σχεδόν ταυτόσημες.

Γιά τόν Ἔκαρτ ἡ ἀπόσπαση ἔχει τό χαρακτήρα τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποδέσμευσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό καθετί δημιουργημένο. Εἶναι μία ἐσωτερική, πνευματική κατάσταση κατά τήν ὁποία ζεῖ ἀπελευθερωμένος καί ἀδέσμευτος ἀπό τά δημιουργημένα πράγματα, τίς «εἰκόνες» καί τίς σκέψεις του πού ἀποτελοῦν τό μεγάλο ἐμπόδιο. Αὐτό δέν σημαίνει τόν ἐξοβελισμό κάθε εἰκόνας ἢ σκέψης (τό ὁποῖο εἶναι προφανῶς ἀνέφικτο), ἀλλά τό νά μήν «κατέχεται» ἀπό αὐτές.

Ἀντίστοιχα στό Ζέν ὁ ἀσκούμενος ἐπιδίδεται στόν ἄνευ ἀντικειμένου διαλογισμό (munen musō) καί ἡ οὐσιαστική ἐπιδίωξή του πρέπει νά εἶναι ἡ ἐπίτευξη τῆς μή σκέψηςi. Αὐτό ἀποτελεῖ καί τή μεγάλη διαφορά τοῦ Ζέν ἀπό τά διάφορα ἰνδουιστικά συστήματα διαλογισμοῦ τά ὁποῖα ἐπικεντρώνονται στή βαθιά περισυλλογή καί στόν ἐντατικό διαλογισμό πάνω σέ κάποια ἰδέα ἢ σύμβολοii. Κατά τή διάρκεια τοῦ σιωπηλοῦ, καθιστοῦ διαλογισμοῦ ζαζέν ἐπιζητεῖται ἡ πλήρης κάθαρση τοῦ νοῦ ἀπό κάθε σκέψη καί ἀπό κάθε παράσταση. Κάθε ἰδέα, κάθε εἰκόνα, κάθε ἀναζήτηση καί ἐπιθυμία, ἀκόμη καί αὐτή ἡ ἐπιθυμία τῆς φώτισης, ὅλα πρέπει νά σβήσουν. Ὅπως στόν Ἔκαρτ, ἔτσι καί στή ζενιστική παράδοση ἐπισημαίνεται πώς ἡ μή σκέψη δέν σημαίνει τήν ἀπουσία σκέψεων, ἀλλά τό νά παραμένει κανείς ἀνεπηρέαστος, ἐλεύθερος ἀπό τίς σκέψειςiii.

Στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει μία σημαντική διαφοροποίηση ἀνάμεσα στίς δύο μεγάλες σύγχρονες σχολές τοῦ Ζέν. Στή σχολή Ρινζάι, παράλληλα μέ τήν ἄσκηση τοῦ ζαζέν, ὁ δάσκαλος δίνει στό μαθητή ἕνα ἀπό τά αἰνιγματικά κοάν πού πρέπει νά «λύσει»iv. Κατά διαστήματα τό ζαζέν διακόπτεται καί ὁ ἐκπαιδευόμενος προσέρχεται γιά συνομιλία (sanzen) μέ τό δάσκαλο, ὁ ὁποῖος ἐλέγχει τήν πρόοδό τουv. Στό γνωστό κοάν πού ἀποτελεῖται μόνο ἀπό τή λέξη mu (μηδέν), ὁ μαθητής πρέπει νά ἐμβαθύνει σέ αὐτό μέ ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ρυθμίζοντας κατάλληλα τήν ἀναπνοή καί τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς του, μέ σκοπό τό ἀπόλυτο μηδέν νά γίνει βίωμα καί ἐμπειρίαvi. Ἀντιθέτως στή λιγότερο γνωστή στή Δύση σχολή τοῦ Σότο Ζέν τά κοάν ἀπουσιάζουν τελείως, ὅπως καί κάθε θεωρητική ἀνάλυση. Τό ζαζέν δέν ἀποτελεῖ μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῆς φώτισης, ἀλλά ἡ σωστή ἐξάσκησή του, τό νά κατορθώσεις νά κάθεσαι σιωπηλός, σέ πλήρη ψυχοσωματική ἑνότητα καί ἠρεμία, ἀποτελεῖ πραγμάτωση τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ, «τῆς φύσης τοῦ Βούδα» καί συνακόλουθα τήν πραγματική ἀπελευθέρωση ἀπό τή ζωή καί τό θάνατοvii.

Ὁ Ἔκαρτ χρησιμοποιεῖ πολλές καί ἔντονες εἰκόνες γιά νά περιγράψει τήν κατάσταση τῆς Abgeschiedenheit, ὅπως ἔρημος, παρθενία, πνευματική πτωχεία κλπ. Σύμφωνα μέ μία δική του πολύ γνωστή φράση, κενός, «πτωχός εἶναι ὅποιος δέν ἐπιθυμεῖ τίποτα καί δέν γνωρίζει τίποτα καί δέν ἔχει τίποτα»viii. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατορθώσει νά φθάσει σέ αὐτή τήν κατάσταση, τότε ἔχει νεκρώσει πλήρως τόν δημιουργημένο ἑαυτό του καί γιά αὐτό ὁ Ἔκαρτ χαρακτηρίζει αὐτή τήν κατάσταση ὡς θάνατο τῆς ψυχῆς: «ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά εἶναι νεκρός μέχρι τό βάθος, ἔτσι ὥστε νά μήν μᾶς ἀγγίζουν οὔτε χαρά οὔτε πόνος»ix. Στό σημεῖο αὐτό ἡ ὁμοιότητα μέ τούς ζενιστές εἶναι ἐντυπωσιακή καθώς καί αὐτοί ὁμιλοῦν γιά τό «Μεγάλο Θάνατο» πού πρέπει νά βιώσει ὁ ἀσκούμενος κατά τή διάρκεια τοῦ ζαζέν. Σκέψεις, συναισθήματα καί ἐπιθυμίες, ὅλα πρέπει νά νεκρωθοῦν καί κάθε ἐγωιστική καί ἐγωκεντρική ἀντίληψη καί στάση τοῦ ἀτόμου πρέπει νά ἀφανισθεῖ. Γι’ αὐτό, σύμφωνα μέ τόν Niklaus Brantschen, στήν αἴθουσα τοῦ ζαζέν ἀκούγεται συχνά ἡ φράση «ἐδῶ δέν κοιμόμαστε, ἐδῶ πεθαίνουμε»x. Ἡ ἄσκηση τοῦ ζαζέν ἀποτελεῖ ζήτημα ζωῆς καί θανάτου, εἶναι μία μονομαχία μέ ἀντίπαλο τόν ἑαυτό. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Schürmann, στούς δασκάλους τοῦ Ζέν ἀρέσει νά τήν περιγράφουν ὡς μία μονομαχία μέχρι θανάτου, τό ζαζέν εἶναι μία πολεμική στάση μέ στόχο τή δολοφονία τοῦ ἐγώxi.

Ὁ «Μεγάλος Θάνατος» τῶν ζενιστῶν ἀφορᾶ τή βίωση τοῦ ἀπόλυτου μηδενός, τόσο τοῦ ἀτόμου ὅσο καί ὅλων τῶν πραγμάτων, ἐνῶ ἀρκετά ὅμοια ἠχοῦν καί τά λόγια τοῦ Ἔκαρτ: «ἡ ἀπόσπαση πλησιάζει τόσο κοντά στό μηδέν, ὥστε μεταξύ τῆς τέλειας ἀπόσπασης καί τοῦ μηδενός δέν ὑπάρχει τίποτα»xii. Ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναγέννησής του ὁ ἄνθρωπος κατακτᾶ τήν ἐλευθερία, ἡ ὁποία γιά τούς ζενιστές ἀφορᾶ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν κύκλο τῶν γεννήσεων καί θανάτων, ἐνῶ γιά τόν Ἔκαρτ τήν ἐλευθερία πού προσφέρει ἡ ἑνότητα μέ τό Θεόxiii.

Βεβαίως σέ ὅλους τούς τύπους μυστικισμοῦ εἶναι δυνατόν νά εὑρεθοῦν ἀντίστοιχες διδασκαλίες ὅπως ἡ «κάθαρση» ἀπό ἐπιθυμίες, πάθη καί λογισμούς ἢ ἡ νέκρωση τοῦ ἐγώ μέ σκοπό τήν ἕνωση μέ τό θεῖο, τό ὁποῖο παραμένει πάντοτε ὁ στόχος καί τό ἐπίκεντρο κάθε εἴδους διαλογισμοῦ. Ὑπάρχει ὅμως κάτι βαθύτερο τό ὁποῖο κάνει τόν Ἔκαρτ καί τό Ζέν νά μοιάζουν μεταξύ τους καί νά διακρίνονται ἀπό τίς ὑπόλοιπες μυστικές παραδόσεις. Προχωροῦν ἕνα βῆμα περαιτέρω καθώς θεωροῦν ὅτι ἡ ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό καθετί τό δημιουργημένο δέν εἶναι πλήρης, ἂν δέν περιλαμβάνει ἀκόμη καί τό Θεό! Γιά τόν Τανάμπε, ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς στόν Ἔκαρτ, κατά τόν ὁποῖο ἡ ψυχή πεθαίνει γιά τόν ἑαυτό της καί γιά τό Θεό, εἶναι ἀρκετά ὅμοιος μέ τό βουδιστικό «Μεγάλο Θάνατο», ὅπου καί ἐκεῖ ἔχουμε τήν ἐγκατάλειψη, τόσο τοῦ ἑαυτοῦ ὅσο καί τοῦ Βούδαxiv, ἀλλά καί γιά τόν Schürmann ἡ ἐγκατάλειψη τῆς μεταφυσικῆς ἀρχῆς ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τῆς ἐμπειρίας στό ζαζέν καί στό μυστικισμό τοῦ Ἔκαρτxv. Γιά τό Γερμανό μυστικό, ἡ ὕστατη παραίτηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «νά ἐγκαταλείψει τό Θεό γιά χάρη τοῦ Θεοῦ»xvi, ὑπονοώντας ὅτι κάθε σκέψη, σύλληψη καί παράσταση περί Θεοῦ εἶναι ἕνα δημιούργημα καί ὡς τέτοιες συσκοτίζουν τό νοῦ καί ἀποτελοῦν ἐμπόδιο γιά τήν ἑνότητα μαζί του. Ἀντίστοιχα στό Ζέν, μέσω τῆς πρακτικῆς τοῦ ζαζέν, στόχος εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό κάθε σκέψη καί ἐπιθυμία, πρέπει νά ἐγκαταλειφθεῖ ἀκόμη καί τό ἀνώτατο ἰδανικό, ἡ πραγμάτωση τῆς φύσης τοῦ Βούδα, τίποτα τό ἱερό καί τό ἀνίερο δέν πρέπει νά παραμείνειxvii.

Οἱ παραπάνω ὁμοιότητες (θάνατος τῆς ψυχῆς / Μεγάλος Θάνατος – ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ / Βούδα) ἐπισημάνθηκαν ἀπό τούς σύγχρονους θεωρητικούς τοῦ Ζέν, τόν Τανάμπε, τό Νισιτάνι καί τόν Οὐέντα, ὅπως ἀναφέραμε καί στό προηγούμενο κεφάλαιο. Ἀξίζει ὅμως νά ἐπανέλθουμε στήν ἄποψη τοῦ Σουζούκι, ὁ ὁποῖος ὡς βαθύς γνώστης τοῦ Ζέν ἐπισημαίνει ὅτι στή βουδιστική παράδοση ἡ κένωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πλήρης, ὅταν εἶναι κένωση ἀπό ὅλα τά «σύνθετα πράγματα» (skandha) καί ἀφορᾶ στήν ὀντολογική κατανόηση τῆς μηδαμινότητάς τους, ἐνῶ στόν Ἔκαρτ ἔχει ψυχολογική σημασία ὡς κένωση μέ σκοπό νά καταλάβει ὁ Θεός τήν ψυχή χωρίς ἀντίσταση ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀτόμουxviii. Ἂν καί ὁ Σουζούκι ὑπονοεῖ πώς ἡ ἀπόσπαση τοῦ Ἔκαρτ δέν εἶναι πλήρης σέ σύγκριση μέ τό βουδιστικό κενό, ὡστόσο ἀγγίζει τή μεγάλη καί οὐσιώδη μεταξύ τους διαφορά. Γιά τούς ζενιστές ἡ ἐμπειρία τῆς śūnyatā ἀφορᾶ περισσότερο στή βίωση τῆς ἀληθινῆς φύσης τῶν ὄντων ὡς ἀπολύτου μηδενός (ὅπως καί στήν κατάργηση κάθε ἑτερότητας μεταξύ ὑποκειμένου καί ἀντικειμένου), ἐνῶ γιά τόν Ἔκαρτ ἡ μηδαμινότητα τῶν δημιουργημάτων θεωρεῖται δεδομένη καί ἡ ἀπόσπαση ἀποσκοπεῖ στή βίωση τῆς τέλειας ἑνότητας μέ τό Θεόxix. Σχολιάζοντας τήν ἀνωτέρω θέση τοῦ Σουζούκι, ὁ R. Schürmann εὔστοχα σημειώνει ὅτι γιά τόν Ἔκαρτ ἡ ἀπόσπαση δέν ἔχει ἁπλῶς ψυχολογικό καί ἀσκητικό – ἠθικό χαρακτήρα, ἀλλά λαμβάνει ὀντολογική διάσταση, καθώς ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀκολουθήσει τόν τρόπο ὕπαρξης τοῦ Θεοῦxx. Ἀπό τήν πλευρά του ὁ Dumoulin μέ ἀφορμή τίς ἀναφορές τοῦ Οὐέντα στό κενό τῶν βουδιστῶν καί στήν ἀπόσπαση παρατηρεῖ ὅτι τό κενό τοῦ Ζέν εἶναι κενό ἀπό καθετί καί δέν δέχεται τίποτε, ἐνῶ ἡ γιά τόν Ἔκαρτ ἡ ἀπόσπαση τῆς ἐρήμου εἶναι ἕνας τόπος ἀνοιχτός γιά τό Θεό καί τή Θεότηταxxi.

Χωρίς ἀμφιβολία ὑπάρχουν ἐντυπωσιακές ἀναλογίες μεταξύ τοῦ Ἔκαρτ καί τοῦ Ζέν στή δομή τῆς ἐμπειρίας, ὅσον ἀφορά τήν ἀπόσπαση ἢ κένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δημιουργήματα, τή νέκρωση τοῦ ἐγώ καί τήν «ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ». Ἐξίσου ἀδιαμφισβήτητη εἶναι καί ἡ μεγάλη διαφορά μεταξύ τους ὡς πρός τό περιεχόμενο. Στόν Ἔκαρτ ἡ κενή καί «ἐρημωμένη» ψυχή σηματοδοτεῖ μία ὀντολογική μεταβολή, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὅμοιος μέ τήν «ἔρημο» τῆς Θεότητας καί ὁ Θεός ἐνεργεῖ μέσα της ὅπως στό δικό του ἐσωτερικό, ὅπως ἐπίσης καί ὁ «θάνατος τῆς ψυχῆς» ἔχει σκοπό τήν ἐν Θεῷ ἀναγέννηση καί αἰώνια ζωή τηςxxii. Στό Ζέν ἡ ὀντολογική μεταβολή ἔχει τελείως διαφορετικό περιεχόμενο. Στή βίωση τοῦ κενοῦ καί τοῦ «Μεγάλου Θανάτου» δέν ὑπάρχει τίποτα τό θεῖο ἢ τό ἱερό· ὁ ἄνθρωπος θυσιάζει τό ἐμπειρικό ἐγώ γιά νά λυτρωθεῖ ἀπό τήν καταδυνάστευση τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Μέσα στό δικό του μηδέν ἀνακαλύπτει τήν ἑνότητα μέ τό μηδέν ὅλων τῶν ὄντων καί ἡ δική του ἐσωτερική γαλήνη φέρει ὅλα τά ὄντα στήν ἴδια γαλήνη.

i Βλ. Yves Raguin, Die Meditation ohne Gegenstand und ohne Gedanken oder die Rückkehr zur ursprünglichen Natur, στό Günter Stachel (ἐκδ.), Munen musō, ungegenständliche Meditation. Festschrift für Pater H. M. Enomiya-Lassale, Mainz 1978, σ. 64.

ii D. T. Suzuki, Die grosse Befreiung. Einführung in den Zen-Buddhimus, Zürich 1969, σ. 133-134.

iii Βλ. Υ. Raguin, ὅ.π., σ. 70, «Ὁ Χούι-νένγκ ἔδινε ἔμφαση στό γεγονός ὅτι ἡ μή-σκέψη δέν σημαίνει νά μή σκέφτεσαι, ἀλλά νά εἶσαι ἐλεύθερος ἀπέναντι σέ κάθε σκέψη». Βλ. ἐπίσης Hee-Sung Keel, Meister Eckhart. An Asian Perspective, Louvain 2007, σ. 175.

iv Alan W. Watts, Ὁ Δρόμος τοῦ Ζέν, μετάφρ. Μ. Βερέττας, Ἀθήνα 1988, σ. 217, «Ἡ συνεχιζόμενη πρακτική τοῦ ζα-ζέν προσφέρει πλέον στό μαθητή ἕναν καθαρό καί ἀτάραχο νοῦ, ὅπου μπορεῖ νά τοῦ πετάξει μέσα ἕνα κοάν, σάν νά εἶναι βότσαλο σέ μία λίμνη καί νά καθίσει νά παρατηρήσει τί θά κάνει ὁ νοῦς μέ αὐτό», (The Way of Zen, N.Y. 1989 (1957), σ. 167).

v Sanzen καί zazen ἔχουν τόν ἴδιο στόχο, τόν ἀφανισμό κάθε ἐγωκεντρισμοῦ καί οἱ διάλογοι δασκάλου καί μαθητή ἀποσκοποῦν στήν κατάργηση τῆς διάκρισης μεταξύ τοῦ «ἐγώ» καί «ἐσύ» τῶν συνομιλούντων καί στήν ἀνάδυση τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ, βλ. S. Ueda, Die Bewegung nach oben und die Bewegung nach unten, Eranosjahrbuch 1981, 50, σ. 243-245.

vi Βλ. Kakichi Kadowaki, Die Dynamik des „Nicht-Geistes“, στό G. Stachel (ἐκδ.), Munen musō, ungegenständliche Meditation, σ. 83.

vii Πρβλ. R. Schürmann, ὅ.π., σ. 1978, σ. 282-283, Hajime Nakamura, Zum Gegenstand der Meditation, στό H. Waldenfels/ Th. Immoos (ἐκδ.), Fernöstliche Weisheit und christliche Glaube. Festgabe für H. Dumoulin, σ. 104, S, Ueda, ὅ.π., σ. 229,Alan W. Watts, ὉΔρόμοςτοῦΖέν, σ. 206-208, (The Way of Zen, σ. 158-159).

viii DW II, 488,5-6.

ix DW I, 135,4-5.

x N. Brantschen, Zazen und Christusnachfolge, στό G. Stachel (ἐκδ.), Munen musō, ungegenständliche Meditation, σ. 431.

xi R. Schürmann, ὅ.π., σ. 285.

xii DW V, 405,3-5.

xiii Πρβλ. A. Haas, Meister Eckhart als Gesprächspartner östlicher Religionen, στό FZPhTh,34, 1987, σ. 141.

xiv Η. Tanabe, Philosophy as Metanoetics, σ. 186. Πρβλ. ἐπίσης, Ji’un Kubota, Zen und Meister Eckhart, στό Peter Lengsfeld (ἐκδ.), Mystik – Spiritualität der Zukunft, Freiburg i. Br. 2005, σ. 100-101.

xv R. Schürmann, ὅ.π., σ. 283.

xvi DW I, 196, 6-7.

xvii Ὁ B. Welte, Meister Eckhart. Gedanken zu seinen Gedanken, Freiburg i. Br. 1992, σ. 106, συγκρίνει τή διδασκαλία τοῦ Ἔκαρτ γιά τήν ἐσωτερική κένωση – ἐρημία μέ μία ἀπό τίς πλέον γνωστές φράσεις τοῦ Μποντιντάρμα «ἀνοιχτή ἀπεραντοσύνη – τίποτε τό ἱερό», ὅταν ρωτήθηκε γιά τό «νόημα τῆς ἱερῆς ἀλήθειας» καί συμπεραίνει ὅτι οἱ ἐμπειρίες φαίνεται πώς εἶναι ἀνάλογες.

xviii D.T. Suzuki, Mysticism. Christian and Buddhist, σ. 14-15.

xix Πρβλ. Hee-Sung Keel, ὅ.π., σ. 192.

xx R. Schürmann, ὅ.π., σ. 219.

xxi H. Dumoulin, Zen im 20. Jahrhundert, München 1990, σ. 73.

xxii Πρβλ. N. Largier, Meister Eckhart und der Osten. Zur Forschungsgeschichte, FZPhTh, 34, 1987, σ. 126.

Read Previous

Α. Παπανδρόπουλος, Πού είναι σήμερα οι ελίτ;

Read Next

Νατάσα Κεσμέτη, Μικρή εἰσαγωγή στήν πνευματικότητα τῆς ποιήτριας Kathleen Raine καί δύο ἀποδόσεις ἀντίστοιχων ποιημάτων της