Γιάννης Ρίτσος, Δελφοί
Ποιήματα, Τόμος Δ’, 10η έκδοση, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1984, σελ. 300.
Τί λίγο πού κρατάνε — ὄχι μονάχα οἱ ἀνθρῶποι, μά καί τ’ ἀγάλματα, οἱ πέτρες.
Ἐρείπια. Ἐρείπια. Πόλεμος πάνω στόν πόλεμο.
Φωτιά, σεισμός, λεηλασία. Κ’ ὕστερα ἡ γαλήνη
τῶν ἐρειπίων, καθησυχαστική, παρηγορητική, ἀτελεύτητη. Ἀνεβαίνεις
τόν ἔρημο ἀνήφορο ὥς τό Στάδιο• μιά πέτρα
κατρακυλάει σ’ ἕνα βάθος απίθανο, ἀφήνοντας
μιάν ὀπή στόν ἀέρα δίχως ἀντήχηση• — μπορεῖς νά χώσεις
ἐκεῖ μέσα τό χέρι σου σάν κάτω ἀπ’ τό προσκέφαλό σου. Τίποτα.
Πηγμένη σιγαλιά σ’ ὅλο τό μάκρος τῶν κερκίδων.
Μόνο ὁ δυνάστης ἥλιος, παντεπόπτης ἀδιάφορος, μπορεί καί χαιρέκακος,
δείχνει ἀπερίφραστα τ’ ἀκρωτηριασμένα μάρμαρα κάθε μέρα πιό μέσα. […]
Προοπτική
Μαρτυρίες (Σειρά πρώτη), 2η ἔκδοση, ἐκδ. Κέδρος, Άθήνα 1970, σελ. 11.
Τά σπίτια μας εἶναι χτισμένα πάνω σ’ ἄλλα σπίτια
εὐθύγραμμα, μαρμάρινα,
κ’ ἐκεῖνα πάνω σέ ἄλλα. Τά θεμέλια τους
κρατιοῦνται πάνω στά κεφάλια ὄρθιων ἀγαλμάτων, δίχως χέρια.
Ἔτσι, ὅσο χαμηλά, στόν κάμπο, κάτω ἀπ’ τίς ἐλιές, κι ἄν ἀπαγγιάζουν τά καλύβια μας,
μικρά, καπνισμένα, μέ μιά στάμνα μονάχα πλάι στήν πόρτα,
θαρρεῖς πώς μένεις στά ψηλά, καί σοῦ φέγγει ὁλοτρόγυρα ὁ αγέρας
ἤ κάποτε θαρρεῖς πώς εἶσαι ἔξω ἀπ’ τά σπίτια, πώς δέν ἔχεις
κανένα σπίτι, καί πορεύεσαι ὁλόγυμνος,
μονάχος κάτω ἀπὅναν οὐρανό τρομαχτικά γαλάζιο ἤ ἄσπρο,
κ’ ἕνα ἅγαλμα, καμιά φορά, ἀκουμπᾶ ἐλαφρά τό χέρι του στόν ὦμο σου.
Σήματα
Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα (Πέτρες) 7η έκδοση, Κέδρος, Αθήνα 1982, σελ. 11.
Ἀργότερα τ’ ἀγάλματα κρυφτῆκαν ὁλότελα ἀπ’ τ’ ἀγριόχορτα. Δέν ξέραμε
ἄν τ’ ἀγάλματα μίκρηναν ἤ ἄν ψήλωσαν τά χόρτα. Μονάχα
ἕνα μεγάλο χάλκινο χέρι διακρίνονταν πάνω ἀπ’ τά σκοῖνα
σέ σχῆμα ἀνάρμοστης, τρομερῆς εὐλογίας. Οἱ ξυλοκόποι
περνοῦσαν ἀπ’ τόν κάτω δρόμο — δέ στρέφαν καθόλου τό κεφάλι.
Οἱ γυναῖκες δέν πλαγιάζαν μέ τούς ἄντρες τους. Τίς νύχτες
ἀκούγαμε πού πέφταν ἕνα-ἕνα τά μῆλα στό ποτάμι• κ’ ὕστερα
τ’ ἀστέρια πού πριόνιζαν ἥσυχα κεῖνο τό χάλκινο, υψωμένο χέρι.