Raphael Maya (ψευδώνυμο του Παναγιώτη Δρακόπουλου)
__
Ιστορίες του Ξοσιπίλλι κ’ η μαριονέτα με τ’ όνομα «Θάνατος — Θάνατος»
Πρώτη δημοσίευση στην Εποπτεία, τεύχος 4, καλοκαίρι 1976
__
Πάνω στις πυροστιές, καρδιές κοριτσιών τσικνίζουν κι’ ευφραίνουν το γερασμένο κορμί του Θεού, ψαθοπαράγκες, πλιθροανάχτορα, πέτρινες σκάλες που δεν καταλήγουν, κατουρημένα μωρά, μανάδες με βυζιά και τηγανίτες, γάτες που γλύφονται, αυτοί που μονομαχούν μέχρι θανάτου γιατί δεν ανέχονται την των πάντων εξέλιξη, γέροι που κουνάν το κεφάλι, ένας πωλητής ό,τι θέλεις, μια χορωδία μισότρελλων στην άκρη που μουρμουρίζει ασταμάτητα «ίσως-ίσως», και ρεαλισμός, με μύγες και μπόχα και ταπιόκα, ρεαλισμός πολύς έτσι που να ξεράσει κάθε τρυφερή ψυχή και να ηρεμήσει κάθε ψυχή χασάπη. Μεξικό.
Και πιο πέρα η ζούγκλα, λόχμες, δέντρα, αδιέξοδα, πράσινα σκούρα και ίσως καφετιά, υποθέσεις, θηρία, ζουζούνια, φυτά για τις αρρώστειες, φίδια, ξανά υποθέσεις, τα πάντα πνίγονται στη δουλειά εδώ μέσα, μια τίγρις βαρέθηκε τα ίδια και τα ίδια, θέλει κάτι άλλο, δεν ξέρει τι, αν ήξερε θα τόχε ή δεν θα τόθελε, πάντως κάτι που να μην είναι τιγρίσιο, στο διάολο, ζέστη, σκατά.
Μεξικό.
Πυλαχυρένια κουκλάκια, μαριονέτες. Παίζουν τα παιδιά.
Μεξικό.
Είναι ο Θεός του Έρωτα, κτίσμα καμωμένο γεμάτο δροσιά, γνώση, φαντασία, ακρίβεια, ο Πρίγκηπας με τα κρίνα χωμένα ανάμεσα στα φιδίσια κόκκαλα του στέρνου του, με μια τεράστια νεκροκεφαλή κι’ ένα χαμόγελο που κάνει τις πελώριες από Lapis lazuli μασέλες του ν’ ανοίγουν στραβά κι’ αόριστα. Ένα ανοιχτό στόμα που καταπίνει παρθένες, καρδιές, ιδέες, σηκώτια, αξιοπρέπειες, μπαλάκια, έφηβους, διαδηλώσεις, μπετόν αρμέ για να πληρώσει το αιφνίδιο. Τα μάτια του δυο σπασμένες μαύρες οθόνες τηλεοράσεως που ρουφάνε τα γυμνά ασπρουλιάρικα κορμιά των ανθρώπων, γλυμένα από τις παντούφλες, τα νυχτικά, τους σκούφους, τα χαρτιά υγείας. Ο Έρωτας. Λιγνοκάπουλα κορίτσια, φαλλοπαίχτες νεαροί, γερασμένες σαραντάρες, άντρες που ξέχασαν τη μανία για εκδίκηση, ουρλιάζουν κάθε μέρα, βογγάνε κάθε νύχτα πάνω στις ψάθες τους «Δόξα σε Σένα Ξοσιπίλλι, Δόξα σε Σένα!». Κι’ όλοι τους παρακαλάνε, όλοι τους τάζουνε «Θα σου φέρω την καρδιά της κόρης μου, μόνο κάνε την Μαντόγια να με θέλει» «Ας έρθη πάνω μου ο Τιχουανιούκ και σου δίνω τα σωθικά του παιδιού μας».
Κι’ ο Ξοσιπίλλι ακούει, ακούει και δέχεται κι’ ενεργεί, γιατί έχει κέρδος από τούτο το ματρόνιασμα, εξασφαλίζει την τροφή του, έχοντας πάντα νεαρούς ολόγυρά του.
Μεξικό.
ΜΥΘΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΡΟ ΤΟΥ ΒΩΜΟΥ
[Στην άκρη της πλατείας κάθεται η μαριονέτα «Θάνατος-Τεμπέλης». Μαλλιά, παρατημένοι πασατέμποι, φυτικό παντελόνι, βρώμικα πόδια, καπελαδούρα. Δεξιά του μια φυσαρμόνικα. Αριά και που, κάνει μια κίνηση να την πιάσει να παίξει, βαρυέται, την αφίνει, το χέρι του ξεχνιέται κοντά της. Μπροστά από την πλατεία κάθεται η μαριονέτα «Θάνατος-Κοινό». Χαχανίζει, περιμένει, κουβέρτα στον ώμο, φτύνει, φαρμπαλάδικα ρούχα, ξύνει το πηγούνι. Ύστερ’ από λίγο, μπαίνει από τα δεξιά η μαριονέτα «Θάνατος-Άντρας». Βροντοχτυπάει τα όπλα μεταξύ τους και πάνω στη λαμαρινένια φορεσιά της, ενώ με φωνή όχι πολύ χοντρή, ουρλιάζει καλώντας τη μαριονέτα «Θάνατος-Ζωή». Αυτή βγαίνει πράγματι, όχι γιατί φοβήθηκε ή έστω λογάριασε ή τέλος πάντων άκουσε τα ουρλιαχτοτσιρίγματα της άλλης, αλλά γιατί έτσι. Είναι μια αποτελεσματική κοπέλα κάπως νταυραντωμένη, που δεν της λείπουν τα μαξιλαράκια λίπους στο πηγούνι, στα μεριά και στην κοιλιά. Μ’ όλα τούτα είναι επιθυμητή χάρις στο φυλαχτό που της χάρισε ο Ξοσιπίλλι, ακριβώς όταν έπαψε ναναι παρθένα. Αλαφριά και πηδηχτούλα (γερές κλωστές δηλαδή) τρέχει δεξιά κι’ αριστερά. Ο «Θάνατος-Κοινό» φχαριστιέται που τη βλέπει, φτύνει και χλιμιντρίζει. Ο «Θάνατος-Άντρας» ορμάει πάνω της αποφασισμένος να την συντρίψει. Ξαφνικά:]
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑΣ «ΘΑΝΑΤΟΣ-ΧΩΡΙΑΤΗΣ»:
Έρχομαι σε Σένα, Μεγάλε Θεέ, γιατ’ είσαι ο μόνος που κάτι κάνεις. Όλ’ οι Θεοί κάθουνται στα πέτρινα θρονιά τους και δεν απαντούν, δε με καταλαβαίνουν. Έρχομαι σε Σένα να παραπονεθώ. Δεν αντέχω άλλο. Αδικία, καταφρόνια και κοροϊδία μαζί – αυτά μου δίνουν. Δε φτάνει που τρώει ο μεγάλος τον μικρό, μα γκρινιάζει κι’ όλας γιατί του κάθησε στο λαιμό. Δεν φτάνει που μου πίνουνε το αίμα οι βάμπιρες, αλλά μου δείχνουν μια σταγόνα που μ’ αφήκαν και με βγάζουν ψεύτη, σαν τους λέω «με πεθάνατε».
— Παραπονιέσαι για τ’ άδικο θα πει δε δουλεύεις για το δίκιο.
— Και τι να κάνω Μεγάλε Θεέ; Αντίς για μια σταγόνα αίμα, οι άλλοι μου δίνουν έναν κουβά γεμάτο, λέγοντάς μου «να εμείς πόσο σε φροντίζουμε». Μα ο κουβάς έχει νερό. Τι να το κάνω; «Αυτό πρέπει ναναι το αίμα σου» λένε.
— Θάνατε-Χωριάτη, αυτό που λες «δεν μπορώ» είναι το «δε ξέρω».
— Και τι με νοιάζει μένα Ξοσιπίλλι; Τι με νοιάζει σα δεν ξέρω να μετράω τα κουκιά ή να ζεύω τ’ άλογο; Τι φελάνε οι κουβέντες; Τα κουκιά πρέπει να μετρηθούν, οι ταγίστρες να γιομίσουν, τα δενδριά να κεντριστούν, ξέρω-δεν ξέρω. Ο νιος να βατέψει, η κοπέλλα να καρπίσει, η ταπιόκα να φυτρώσει, ξέρω – δεν ξέρω. Το ρούχο πάνω μου να μπει, το στομάχι να γεμίσει, το αίμα μου να περπατήσει, ξέρω – δεν ξέρω. Ξοσιπίλλι, Μεγάλε Θεέ, δώσε μια λύση! Ως πότε θα με παίζουνε τούτος κι’ εκείνος; Ως πότε το κεφάλι μου θα στρίβει κατά πού το θένε οι κλωστές;
[Ο «Θάνατος – Άντρας» ορμάει, αλλά το θύμα του ξεφεύγει με χορευτικοκαραγκιοζίστικες κινήσεις. Ξαφνικά:]
ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑΣ «ΘΑΝΑΤΟΣ – ΚΟΙΝΟ»:
Δώστε του να φάει.
ΙΚΕΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑΣ «ΘΑΝΑΤΟΣ – ΣΟΦΟΣ»:
Έκαμα όλας τας πιθανάς συζεύξεις, αλλά μ’ όλα ταύτα δεν επιτυγχάνω Μεγάλε Ξοσιπίλλι, δεν επιτυγχάνω. Έκαμα ακόμα και αβάβαγα καρίρακα φεδόνη, αλλά καμμία διέξοδος. Όθεν, παρακαλώ Σε Μεγάλε και Τρισένδοξε, Μόνε, Αιώνιε, Ανυπέρβλητε, Ακατάβλητε Ξοσιπίλλι άκουσε την ικεσία του ταπεινού σκώληκος, του δούλου Σου, του ικέτη Σου, του αμαρτωλού, ελεεινού, μηδαμινού και τιποτένιου, εμού του μετανοούντος και εκλιπαρούντος, εμού του γνωρίζοντος την αναξιότητά του ενώπιον Σου (και μόνον) του ταπεινόφρονος δούλου Σου! Διότι δούλος ειμή, δούλος έσχατος, εκλιπαρών να καταδεχθείς να με προσλάβεις, δούλος, δούλος, δούλος! Μίλησέ μου Μέγιστε! Διατί σιωπάς; Δεν πιστεύεις πόσον δούλος είμαι; Τι να κάνω δια να με πιστεύσεις; Να, γονυπετώ ενώπιόν Σου! Να, πίπτω πρηνής! Είμαι δούλος, δούλος! Ικετεύω Σε, μίλα μου! Ιδού εγώ ο ανάξιος, ιδού εγώ ο ουτιδανός σκάπτω το έδαφος με χείρας, πόδας, ίνα βυθισθώ εντός του στυγερού χώματος ενώπιον του βωμού Σου! Είμαι δούλος έσχατος, ιδού, το αποδεικνύω, βοήθησόν με!
ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑΣ «ΘΑΝΑΤΟΣ – ΚΟΙΝΟ»:
Δώστε του να φάει.
[Ο «Θάνατος – Άντρας» ορμάει, ετοιμάζεται να συντρίψει με τη σπάθα του την μαριονέτα «Θάνατος-Ζωή» αλλά:]
ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑΣ «ΘΑΝΑΤΟΣ – ΠΟΙΗΣΗ»:
Ο φίλος είναι αυτός που πάνω του ακουμπάς όλες τις απαιτήσεις σου από. Η γυναίκα σου είναι αυτή που βλέπει πως οι απαιτήσεις σου είναι μικρές και λίγες, και στις μεγαλώνει.
[Ο «Θάνατος – Τεμπέλης» αποφασίζει πως τώρα πια θα παίξει φυσαρμόνικα. Σταματά όμως εκεί. Ο «Θάνατος – Άντρας» απορροφημένος, δεν πρόσεξε πως ή «Θάνατος-Ζωή» αδιάφορη για όλα χορεύει πηδηχτά και -ίσως- ξεδιάντροπα.
ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΡΟΜΩΝ.
ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ «ΘΑΝΑΤΟΣ – ΑΓΟΡΙ»
Largo
Η αλήθεια είν’ ένας τρόπος να πεθάνεις.
Η αγάπη είν’ ένας τρόπος να σκοτώνεις.
Πίφερα.
Αν τα μάτια σου έχουν φως -καθώς πιστεύεις-
Φρόντισε να μην είναι ήλιος στα χιόνια για τα μάτια μου.
Όμποε και καμπανάκι.
Κι’ αν μέσ’ στο Πραιτώριο φωνάζω «τον Ιησούν! τον Ιησούν»
Σκέψου για λίγο: δεν θα πει πως δεν τον έχω ανάγκη.
Πίφερα
Αν τα χέρια σου είναι ζεστά και καρποφόρα,
Μη με σταυρώνεις για να ισιώσω, αδελφέ μου.
Αν η περφάνεια σου ψηλότερα ανεβαίνει,
Η αγάπη ειν’ ένας τρόπος να σκοτώνεις,
Η αλήθεια ειν’ ένας τρόπος να πεθάνεις.
Πίφερα και μονόχορδο βιολί.
ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΔΡΟΜΟΥ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ «ΘΑΝΑΤΟΣ – ΚΟΡΙΤΣΙ» ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ.
[Η γυμνή μελαμψή κοπέλλα μπαίνει τρέχοντας, στέκεται μπρος στο βωμό πετώντας σάρκες και λιβάνι στη φωτιά του. Έχει γυρισμένες τις πλάτες στο «Θάνατο-Κοινό». Κινείται σα να χορεύει αργά μένοντας πάντα στην ίδια θέση, τα χέρια της συστρέφονται, τα δάχτυλα συσπώνται, τα λαγόνια της έχουν το τρεμούλιασμα του πολύ σφιχτού. Είναι σαν ένας πελώριος πύθων να την σφίγγει κι’ αυτή να τον πνίγει.Η φωνή της βγαίνει με λύσσα μέσα από σφιγμένα δόντια].
Ξοσιπίλλι ερωτοθεέ,
νάτες οι προσφορές μου!
Ξέσκισα τα σηκώτια των γονιών μου
με τα νύχια μου,
κομμάτιασα την καρδιά μιας τίγρης
με τα δόντια μου,
— να μ’ αγαπάει αυτός, να μ’ αγαπάει θέλω!—
Σούφερα τα σωθικά του στο βωμό σου
μέσα στην φλόγα σου αιώνια να μένουν,
πάρε και τη δική μου καρδιά,
δες τα στήθια μου κουρέλια σου τα φέρνω
πάρτα κι’ αύτά!
— να μ’ αγαπάει αυτός, να μ’ αγαπάει θέλω! —
ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑΣ «ΘΑΝΑΤΟΣ – ΚΟΙΝΟ» ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΕΜΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΞΟΣΙΠΙΛΛΙ.
Θάνατος – Κοινό: Δεν παίζουν σωστά το ρόλο τους Μεγάλε Θεέ, οι μαριονέτες μας. Είναι γεμάτες από δικές τους, ανομολόγητες αμαρτίες και σου παραπονιούνται για μένα. Μπορείς να δεις τον «θάνατο-σοφό» στο εργαστήρι του; Είναι κλεισμένος μέσα στους τοίχους του, γυρνάει γρήγορα σελίδες για να βρει αυτό που θέλει, γράφει καμπουριασμένος για να μας φωτίσει, κι’ όμως! Ακριβώς δίπλα του πεθαίνουν από πείνα, εγκατάλειψη, πόλεμο, σεισμό, χιλιάδες άνθρωποι. Μα το αυτί του δεν ιδρώνει , τίποτα δεν λογαριάζει, μόνο πώς το έργο του να προχωρήσει, σκέφτεται. Τι θα κάνεις μ’ αυτή την αναλγησία, Θεέ;
Ξοσιπίλλι: Δίκιο έχεις, δίκιο καλή μου. Σκέφτομαι και σένα ωστόσο, που όταν τρως ήσυχα ή ταραγμένα το ψωμί σου, όταν διαβάζεις την εφημερίδα σου ή καπνίζεις τον καπνό σου, χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν από βάσανα, μα τ’ αυτί σου δεν ιδρώνει.
Θάνατος-κοινό: Κι’ όταν ο σοφός που περνιέται για πάνω από τις μιαρές γλύκες της ζωής, όταν ο σοφός ο ίδιος ζητάει πλούτη και τιμές και μεγαλεία, μόνο και μόνο για να δείξει στους άλλους ότι αυτός είναι πιο σπουδαίος, τι θα κάνεις Θεέ;
Ξοσιπίλλι: Στα σίγουρα έτσι συμβαίνει, στα σίγουρα καλή μου. Σκέφτομαι και σένα ωστόσο, πόσο κολλάει τό στόμα σου μπροστά στον τίτλο και το μεγαλείο, πόσο τα μάτια σου υγραίνουν όταν τα χείλη σου διαβάζουν τους τίτλους του σοφού.
Θάνατος -κοινό: Κοίταξε και τον άλλον, τον «Θάνατο-γραφιά» Μεγάλε Θεέ. Σκέφτεται να γράψει πράγματα που θα με κάνουν να γελάσω, λέει ψέμματα πως ο «θάνατος-άρχοντας» είναι καλός ή δεν τον αναφέρει, κι’ έτσι κάνει όσα βολεύουν τον εχθρό μου. Και μου τα δίνει για να με παραπλανήσει, μου τα διαβάζουν για να με κοιμίσουν, και δεν μιλάει καθόλου για τον πόνο μου, δεν λέει τίποτα απ’ όσα πρέπει.
Ξοσιπίλλι: Πάλι σωστά τα λες, πάλι σωστά τα λες καλή μου. Σκέφτομαι και σένα ωστόσο, που γλύφεις όσους σε γλύφουνε, αμοίβεις όσους κλαιν για σένα, και θυμώνεις με κάθε γραφιά που θα σου πει τα στραβά σου. Δεν θέλεις νάχεις άδικο ποτέ, καλή μου, όλα σου ιερά και όσια θες νάναι. Τους υμνητές σου διάλεξες και συ, σκοτώνοντας κάθε προφήτη στα βράχια της Γερουσαλήμ.
Θάνατος-κοινό: Κοίτα τα έργα σου Μεγάλε Ξοσιπιλλι, να δεις και συ πόσα τα βάσανα μου βάζεις στο κεφάλι. Παπαδαριό δικό σου μ’ εκμεταλλεύεται, ψεύτικους μύθους αφηγείται, συγχώρεση στις αμαρτίες μου τάχα δίνει, μόνο και μόνο για να με κοιμίζει, το αίμα μου να πίνουν στη σειρά οι επιτήδειοι.
Ξοσιπίλλι: Αλλοίμονο, έχει δίκιο καλή μου, αλλοίμονο έχεις δίκιο. Σκέφτομαι και σένα, π’ ανοίγεις και διαβάζεις μόνο και μόνο για να κοιμηθείς, στρέφεις τα μάτια σου πέρα από τους παπάδες ζητώντας μια πιο άκοπη συγχώρεση, κι’ άλλους παπάδες, τους δικούς σου, ψεύτικους μύθους να σου αφηγηθούνε βάζεις.
Θάνατος-κοινό: Τι θα γίνει με τα τόσα βάσανά μου Ξοσιπίλλι;
Ξοσιπίλλι: Τα βάσανά σου καλά κι’ άγια είναι, γιατί σ’ αφήνουνε κακό και τεμπέλη, χωρίς νάχεις τις ευθύνες. Διάβολε, την ασπίδα σου είν’ εύκολο να σε κάνω να την ρίξεις;
ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑΣ «ΘΑΝΑΤΟΣ – ΘΑΝΑΤΟΣ»
Μια χούφτα σκόνη στα χέρια μου.
Ήταν αμέσως μετά την επιστροφή σ’ αυτή τη γη, πούσκυψα χαμηλά γιατί κάτω ήταν ένα πραγματάκι πεταμένο. Ένα ασήμαντο κάτι, που υποσχόταν – κι’ έσκυψα.
Μια χούφτα σκόνη στα χέρια μου.
Κι’ ήταν εκεί μέσα, ο τρόμος μιας μάνας, ένα σκισμένο φέϊγ-βολάν, μια ελπίδα για το αύριο, τα μάτια σου όταν τα φιλώ.
Μια χούφτα σκόνη ο τρόμος, ένα σκισμένο φέϊγ-βολάν η μάνα, μια ελπίδα τα μάτια σου, το αύριο όταν σέ φιλώ.
Ένα σκισμένο φέϊγ-βολάν ο τρόμος, μια ελπίδα για το αύριο η μάνα, μια χούφτα σκόνη τα μάτια σου, κι’ ήταν εκει μέσα τα φιλιά.
Σήκωσα τα χέρια ψηλά κι’ άδειασα τις παλάμες στο κεφάλι μου, το χώμα ρίχτηκε στα μαλλιά μου, χάιδεψε τη ράχη μου, έγινε το χνούδι του κορμιού μου. Το χνούδι του δέρματός μου είν’ ένα ασήμαντο τίποτα, που έσκυψες και βρήκες μιαν υπόσχεση θαμένη, δοσμένη στις θυγατέρες της Σιών, την εποχή της Μεγάλης Αίχμαλωσίας.
[Ο «Θάνατος – Άντρας» ορμάει με λύσσα και κόβει το κεφάλι της μαριονέτας «Θάνατο – Κοινό»]
ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑΣ «ΘΑΝΑΤΟΣ – ΘΑΝΑΤΟΣ» ΠΑΡ’ ΟΣΑ ΛΕΕΙ, ΓΙΑ ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ ΜΙΝΟΡΕ
Θά περπατάω μέσα στη βροχή
μάνα μου αλήθεια
μουσκεμένος ως το κόκκαλο
και τ’ άλογό μου θάχει μικρά παράπονα
τα πόδια μου ανέμελα θα κρέμουνται στο πλάϊ
κι’ οι χορδές του πάντσο μου θα πετούν ήχους και σταγόνες νερό.
Θα περπατάω μέσ’ τη σκόνη
μάνα μου αλήθεια
ο ήλιος θα φλογίζει το πέτσινο σακκάκι μου
και τ’ άλογό μου θάχει μικρά παράπονα
τα μάτια μου κόκκιν’ απ’ τη σκόνη θα τρυπιούνται
κι’ οι χορδές του πάντσο μου θα πετούν ήχους και μυρωδιά έρημου.
Θα περπατάω μεσ’ το χιόνι
μάνα μου αλήθεια
άσπρος σαν το γάλα που με πότισες
και τ’ άλογό μου θάχει μικρά παράπονα
τα χέρια μου σαν ξύλα θα κλαιν για το χαμένο πάντσο
μα ο δρόμος μπρος μου θα περπατηθή κι’ ας είν’ το δάκρυ αλμυρό,
μάνα μου αλήθεια.
[Απομάκρυνση σιγά-σιγά όλων. Ο Ξοσιπίλλι μένει μόνος, σαν νάχει στηλώσει τ’ αυτί του. Η φωτιά καίει πάντα, μπροστά σε μιαν άδεια πλατεία.]
Μεξικό.