Εισαγωγικό σημείωμα για το αφιέρωμα της Εποπτείας στον Ορφέα, Μάρτιος 2012
Ο Ορφέας είναι μια κυριολεκτικά γοητευτική προσωπικότητα, με μια γοητεία που διαπερνά τους αιώνες της δυτικής φαντασίας. Ας δούμε όμως πρώτα τί σήμαινε για τους αρχαίους Έλληνες.
Στα χρόνια της ελληνιστικής παρακμής, δηλαδή μετά το τέλος της πόλης κράτους, η θρησκεία έπαψε να είναι μια μέριμνα της πόλης κι έγινε ατομική υπόθεση. Ο καθένας μπορούσε να έχει τη θρησκεία που ήθελε, και εφ όσον ήθελε, να μετέχει σε αυτήν με τον τρόπο που η ομάδα των πιστών της όριζε. Στο περιβάλλον αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να καταδικασθεί ο Σωκράτης, μια και δεν μπορούσε να σταθεί μομφή για ασέβεια προς τους θεούς της πόλης. Στα χρόνια εκείνα, την Ελλάδα και όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέκλυσαν θρησκείες και μυστήρια της Μέσης Ανατολής, στην οποία όμως επίσης επικρατούσε ένας πανθρησκευτικός σάλος. Η μεταφορά θρησκειών από τη μια χώρα στην άλλη δεν σήμαινε καθόλου μεταφορά της αρχαίας ταυτότητας ενός θεού, αλλά μια διατεταγμένη κατασκευή οικουμενικής θρησκείας.
Μια σύντομη ματιά στην περιπέτεια της Ίσιδος μπορεί να μας διαφωτίσει για το θρησκευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ο λεγόμενος ορφισμός. Η θεά πρωτοεμφανίζεται στην περίοδο της Δ΄ Δυναστείας (περίπου 2600 έως 2500 χρόνια π.Χ.) στην Αίγυπτο, δηλαδή περίπου 5 αιώνες μετά την εγκαθίδρυση του φαραωνικού καθεστώτος. Η θεά είχε τότε το όνομα Άσετ, και ήταν απλά και μόνο σύμβολο ισχύος του θρόνου της Αιγύπτου. Με τα χρόνια, η θεά έγινε θεότητα του θανάτου, και εικονίζεται πλέον στον Οίκο της Ψυχοστασίας (της έσχατης κρίσης των νεκρών). Αργότερα, η θεά μετατρέπεται σε μορφή της ηλιακής θεολογίας, και γίνεται το μάτι του θεού Ήλιου. Ο χαρακτήρας της αλλάζει δραματικά, επί Πτολεμαίων. Στην πτολεμαϊκή οικουμενιστική θρησκεία η Ίσις αποκτά πάλι νέα μυθολογία, την οποία αφηγείται ο Πλούταρχος. Επανέρχεται η σύνδεσή της με τη νύχτα, τη Σελήνη, και αναγνωρίζεται ως θεότητα δημιουργός του κόσμου. Εν τέλει, στην εποχή της ρωμαϊκής ακμής η θεά μετατρέπεται πάλι, και γίνεται η Μεγάλη Μητέρα, με το όνομα Ισις, συγχωνευμένη πια με την Αστάρτη. Οι αρχαίοι ναοί της Άσετ στην Αίγυπτο κατεδαφίζονται και αντικαθίστανται από ιερά της Ίσιδος. Στην Ελλάδα, η λατρεία της Ίσιδος εμφανίζεται τον 5ο αι., με ένα μικρό ναό στον Πειραιά, για την εξυπηρέτηση των Αιγυπτίων ναυτικών. Με το τέλος της πόλης κράτους όμως οι πολιούχοι θεοί αφυδατώνονται, κι έτσι η λατρεία της Ίσιδος εξαπλώνεται. Η θεά ταυτίζεται πλέον συχνά με την Αφροδίτη και τη Δήμητρα. Εν τέλει, αποκτά ναούς μέσα στους ίδιους τους ιερούς χώρους, όπως στη Δήλο και τον Παρθενώνα!..Αντίθετα με τους Έλληνες οι Ρωμαίοι αντιδρούν, η Σύγκλητος απαγορεύει τη λατρεία της και ιδίως τα μυστήρια της ως χυδαία (που δεν ήταν τα ίδια με αυτά της Αιγύπτου), και ο Αύγουστος την απαγορεύει ως θρησκεία της διαφθοράς. Εν τέλει όμως, και στη Ρώμη η λατρεία της Ίσιδος νομιμοποιείται από τον Καλιγούλα, ακριβώς επειδή αναγνωριζόταν ως αισχρά τα μυστήριά της.
Είναι κατανοητό λοιπόν ότι η λατρεία της Ίσιδος απλώθηκε σε όλη τη Μεσόγειο, αλλά ποτέ δεν συνέβη να επεκταθεί η αρχαία αιγυπτιακή λατρεία της Ίσιδος. Εάν λόγου χάριν ο φαραώ Ακενατών περιόδευε σε αυτές τις ομάδες των πιστών της Ίσιδος, με δυσκολία θα καταλάβαινε ότι μιλούν για την Ίσιδα έτσι όπως την ήξεραν και λάτρευαν οι συμπατριώτες του. Το πιο συγχυτικό όμως είναι ότι αυτό που διαδόθηκε στη Ρώμη δεν ήταν το ίδιο με αυτό που διαδόθηκε σε άλλες πόλεις της Μεσογείου. Κάθε πόλη είχε τη δική της άποψη, και δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι τα μυστήρια της Ίσιδος στις άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας ήταν επίσης εορτές διαφθοράς και πορνείας.
Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον αναπτύχθηκε ο λεγόμενος ορφισμός. Σίγουρα δεν ήταν το ίδιο στην Αθήνα με αυτό που ήταν στην Κάτω Ιταλία, τη λεγόμενη τότε Μεγάλη Ελλάδα. Πολλοί θρησκειολόγοι θεωρούν την ορφική θρησκεία ως πίστη μικρών ομάδων κυρίως του ελληνισμού της Ιταλίας, όπως άλλωστε ισχύει και για τους Πυθαγορείους, με τους οποίους σε ορισμένα μέρη της ίδιας περιοχής οι ορφικοί συγχέονται.
Ερευνώντας με προσοχή τί ήξεραν και τί έλεγαν για τον Ορφέα οι ίδιοι οι αρχαίοι πριν τους ελληνιστικούς χρόνους, διαπιστώνουμε ότι δεν τον ανέφεραν ως αρχηγό ιδιαίτερης θρησκείας. Ορισμένοι τον θεωρούσαν ιδρυτή μυστηριακών τελετών, μουσικό και ποιητή, δεν μίλησαν όμως ποτέ για ορφισμό ή ορφικούς (οπαδούς του Ορφέα) ή για ορφική θρησκεία. Μόνον ένα χωρίο του Ηροδότου διατυπώνεται έτσι ώστε να υποθέτει κανείς ότι υπήρχαν ορφικά μυστήρια, και πάλι όμως δεν γίνεται λόγος για ιδιαίτερη ορφική θρησκεία. Όσοι ήσαν ακρεωφάγοι, εθεωρείτο ότι ακολουθούσαν την ορφική διδασκαλία, όχι όμως μιαν ορφική θρησκεία. Ακόμη και οι λεγόμενοι Ορφεοτελεσταί, έκαναν τελετές σε όποιον τους καλούσε, σε άτομα, γένη ή και σε πόλεις ολόκληρες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι καλούντες έδειχναν έτσι συμμετοχή σε ιδιαίτερη θρησκεία, την τάχα ορφική. Οι τελετές τους ήταν συνήθως ξεματιάσματα και μάγια με σκοπό να γίνει τούτο και να αποσοβηθεί εκείνο. Και για τον Πυθαγόρα άλλωστε, που στην ελληνιστική εποχή τον αισθάνονταν τόσο δίπλα στον ορφισμό, ο Ηράκλειτος αναφέρεται ονομάζοντάς τον “αρχηγό απατεώνων”. Ο Πλάτων επίσης, μιλάει για τους ορφικούς ιερείς εντελώς απαξιωτικά, και κοροϊδεύει όσους παίρνουν στα σοβαρά τα κείμενα που αποδίδονται στον Ορφέα.
Έτσι λοιπόν, η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ορφική θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Εάν υπήρχε πράγματι μια τέτοια θρησκεία, θα έπρεπε να έχουμε σαφείς ιστορικές, αρχαιολογικές και φιλολογικές μαρτυρίες της ύπαρξής της. Αλλά η απουσία τεκμηρίων φανερώνει ότι η ορφική θρησκεία είναι ένα φάντασμα που κατασκευάστηκε στο συγκρητιστικό περιβάλλον της ελληνιστικής περιόδου.
Τα λεγόμενα ορφικά ποιήματα, άλλωστε, δεν ήταν έργο ενός ποιητή. Και πάντως, οι Ορφικοί ύμνοι, όπως και τα Αργοναυτικά, γράφτηκαν στους ελληνιστικούς χρόνους. Η λεγόμενη «ορφική θεογονία», έχει θεωρηθεί ὡς έργο του 6ου αι. π.Χ., αλλά με αλλοιώσεις και προσθήκες μεταγενέστερες, ή ακόμη και ως έργο που συντέθηκε κι αυτό στην ελληνιστική περίοδο. Δεν ήταν άλλωστε μία και μόνον η ορφική θεογονία: σώζονται αποσπάσματα από σειρά θεογονιών που παλαιότερα νόμιζαν ότι ήταν μία, η ορφική. Με δυό λόγια, η έρευνα απέδειξε ότι πολλά από τα ποιήματα που χαρα-κτηρίζονται «ορφικά» δεν έχουν συνάφεια μεταξύ τους. Όπως αποδείχθηκε, «ορφικά» ονομάζονταν ποιήματα που διάφοροι συγγραφείς απέδιδαν αυθαίρετα στον Ορφέα ή τα χαρα-κτήριζαν οι ίδιοι ορφικά. Επειδή όμως, αυτή η αυθαίρετη από-δοση υπήρξε τρέχουσα τάση, μια μόδα των λογίων στην ελ-ληνιστική περίοδο, ελέχθη ότι «η ιστορία του ορφισμού είναι η ιστορία μιας μόδας», κι ότι ο «ορφισμός είναι η μόδα να ανα-γνωρίζεις τον Ορφέα ως αυθεντία». Δεν είναι παράξενο που και σήμερα, εποχή που τσαλαβουτάει στον συγκρητισμό και στον ψευδεπίγραφο «εσωτερισμό», ο Ορφέας είναι και πάλι ο ήρωας, αν όχι θρησκευτικός ηγέτης, της παραμεταφυσικής γραμματείας.
Θέλοντας να καταλάβουμε τον Ορφέα, ορισμένοι θρησκειολόγοι συνιστούν να ανατρέξουμε πίσω από την εποχή της ελληνικής πρωτοϊστορίας, να τον δούμε ως ένα σαμάνα γητευτή από τη Θράκη ή και πιο βόρεια ακόμη. Αυτό φαίνεται από αρκετά στοιχεία το πιθανώτερο- το είδος του κειμένου αυτού δεν μου επιτρέπει να αναφερθώ διεξοδικά στο θέμα. Ωστόσο, αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι ο Ορφέας παίζει τη λύρα του σε όλους τους αιώνες, μέχρι σήμερα. Οι Λατίνοι συγγραφείς έγραψαν για την κάθοδό του στον Άδη για να επαναφέρει στη ζωή την αγαπημένη του Ευριδίκη, καθώς και για το θάνατό του από μαινάδες. Η κάθοδος στον Άδη όχι τόσο, αλλά ο έρως Ορφέα-Ευριδίκης έγινε πρότυπο και στάθηκε κυρίαρχος συμβολισμός στη ζωγραφική, ακόμη και στη γλυπτική. Στη λογοτεχνία δεν έπαψε ποτέ να τραγουδιέται, ακόμη και στους μεσαιωνικούς χρόνους. Ο Ορφέας έγινε κυρίαρχο ζώδιο στη σφαίρα της Αναγεννησιακής τέχνης και σκέψης. Και από τότε,παραμένει θέμα στις τέχνες: εικαστικά, όπερα, συμφωνικά έργα, μπαλέτο, θέατρο, κινηματογράφος.
Και θ’ απομένει πάντοτε για μας, βαθύς ο συμβολισμός: τον Ορφέα τον θανάτωσαν, τον διαμέλισαν, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να καταστρέψουν το ποιητικό του πρόσωπο, ούτε να του σπάσουν τη λύρα. Αυτός είναι ο ποιητής εντός μας, αυτή είναι η μουσική η κρυμένη καρδιά μας.