
Από: Μεταμορφώσεις, Εισαγωγὴ – μετάφραση –σημειώσεις Τάσος Νικολόπουλος εκδ. Στιγμή, Αθήνα 2004.
ΚΑI ΑΠΟ ΚΕΙ μὲ φορεσιὰ κροκάτη τὸν ἄπειρο διασχίζει
αἰθέρα καὶ στῶν Κικόνων ὁ Ὑμέναιος τὰ μέρη
φτάνει, ἀλλὰ τοῦ κάκου ὁ Ὀρφέας τὸν καλεῖ καὶ κράζει.
Ἤτανε βέβαια παρών, μὰ μήτε τὰ λόγια τὰ σωστά,
μήτε χαρούμενη τὴν ὄψη, μήτε σημάδι εὐτυχίας τοῦ δείχνει.
Καὶ τὸ δαδὶ ποὺ κράταγε μὲ δακρυγόνα τσιτσίριζε καπνιά,
ὥσπου ἔσβησε, καὶ ὅσο καὶ νὰ τὸ κουνᾶ, ἐκεῖνο δὲν φωτίζει.
Τὸ τέλος κι ἀπ’ τὸν οἰωνὸ πιὸ θλιβερό. Ἡ νιόπαντρη στὰ χόρτα
μέσα ἐνῶ γυρίζει, μὲ τὶς νεράιδες ἀντάμα γιὰ παρέα,
πέθανε, ὅταν τὸ δόντι ἑνὸς φιδιοῦ στὴ φτέρνα της γατζώθη.
Σὰν χόρτασε στὸν πάνω κόσμο ὁ βάρδος τῆς Ροδόπης
νὰ θρηνεῖ, καὶ τὶς σκιὲς ἀκόμη θέλησε νὰ δοκιμάσει,
στὴν Στύγα ἀπὸ τοῦ Ταίναρου τολμᾶ νὰ κατεβεῖ τὴν πύλη
κι ἀναμεσ’ ἀπὸ τ’ ἄυλα πλήθη καὶ τὰ φαντάσματα τῶν πεθαμένων
τὴν Περσεφόνη βρίσκει καὶ τῶν ἀπαίσιων σκιῶν τὸν βασιλέα
καὶ κύρη. Τότε τὴ λύρα κρούει στοῦ τραγουδιοῦ του τὸν σκοπὸ
καὶ λέει: «Θεοὶ τοῦ κόσμου ποὺ μὲς στὴ γῆ εἶναι κλεισμένος,
κι ὅποιος θνητὸς γεννήθηκε, ἐδῶ θὲ νὰ κατέβει,
ἄν μοῦ ἐπιτρέπεται τὰ δαιδαλώδη ψέματα ν’ ἀφήσω
καὶ τὴν ἀλήθεια νὰ σᾶς πῶ. Ὄχι, τὰ σκοτεινὰ νὰ δῶ
τὰ Τάρταρα δὲν ἦρθα, οὔτε τοῦ μεδουσαίου τέρατος
τοὺς τρεῖς λαιμούς, φίδια γεμάτους, γιὰ νὰ δέσω.
Γιὰ χάρη τῆς γυναίκας μου ἦρθα, ποὺ φίδι πάτησε
ποὺ τὴν φαρμάκωσε καὶ τ’ ἄνθος τῆς ζωῆς τῆς πῆρε.
Θὰ ‘θελα νὰ μποροῦσα νὰ ὑπομείνω καὶ προσπάθησα.
Νίκησ’ ὁ Ἔρωτας. Εἶναι μεγάλος ὁ θεὸς αὐτὸς στὸν πάνω κόσμο,
μπορεῖ κι ἐδῶ, δὲν ξέρω. Μὰ ναί, κι ἐδῶ, μαντεύω, εἶναι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια αὐτό, γιὰ τὴν παλιὰ τὴν ἁρπαγή, ποὺ λένε,
καὶ σᾶς ἔσμιξε ὁ Ἔρως. Στὰ μέρη αὐτά, φόβο γεμάτα,
στὸ Χάος τὸ πελώριο ἐτοῦτο καὶ στὴν ἀπέραντη σιωπή τοῦ βασιλείου
σᾶς ἐξορκίζω, τῆς Εὐρυδίκης μου τὴν ἄδικη τὴ μοίρα ξανακλῶστε!
Σέ σᾶς τὰ πάντα εἶναι ταμένα, κι ἂν ἀργήσουμε καὶ λίγο,
ἄλλος πιὸ ἀργά, ἄλλος γοργά, ὅλοι ἐδῶ θὰ κατεβοῦμε.
Γιὰ ἐδῶ τραβᾶμε οἱ πάντες, ἐδῶ ἡ τελευταία κατοικιά μας, κι ἐσεῖς
τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων οἱ αἰώνιοι βασιλιάδες.
Κι ἐκείνη, ὅταν ὥριμη τὴ δίκαιη μερίδα τῆς ζωῆς τελειώσει,
δική σας θὰ γενεῖ. Γιὰ δῶρο, δανεική σᾶς τὴν ζητάω.
Μὰ ἂν οἱ μοῖρες ἀρνηθοῦν τὴ χάρη στὴ γυναίκα μου νὰ κάνουν,
νὰ ξέρετε πὼς οὔτ’ ἐγὼ θὰ πάω πίσω. Μὲ θάνατο διπλὸ χαρεῖτε!».
Ἔτσι τοὺς εἶπε, τὶς κόρδες κρούοντας, νὰ πᾶνε μὲ τὰ λόγια,
καὶ κλαῖγαν οἱ ψυχὲς οἱ δίχως αἷμα. Οὔτε ὁ Τάνταλος γυρεύει
τὸ νερὸ ποὺ τοῦ ξεφεύγει, καὶ τοῦ Ἰξίωνα ὁ τροχὸς ἐστάθη,
οὔτε τὰ ὄρνια σκίσαν τὸ συκώτι καὶ τὰ λαγήνια λησμονῆσαν
οἱ Βηλίδες• κι ὁ Σίσυφος ἐκάθησε στὸν βράχο!
Τότε ἀπ’ τὸ τραγούδι νικημένες (ἔτσι λένε) οἱ Εὐμενίδες
πρώτη φορὰ μὲ δάκρυα τὶς παρειές τους βρέξαν, οὔτε ἡ ρήγισσα
ἄντεξε οὔτε τοῦ κάτω κόσμου ὁ ρήγας ν’ ἀρνηθεῖ στὰ παρακάλια.
Τὴν Εὐρυδίκη φώναξαν, πού ‘ταν μὲ τοὺς νεκρούς τους νέους
ἀντάμα, κι ἔφτασε μὲ βῆμα ἀργὸ ἀπ’ τῆς πληγῆς τὸ τραῦμα.
Τὴν πῆρε ὁ Ροδοπίτης ὁ Ὀρφέας μὲ τὸν ὅρο
νὰ μὴ γυρίσει πίσω του τὰ μάτια, ὡσότου τὰ Ἀόρνια
νὰ διαβεῖ φαράγγια• ἀλλιῶς θὰ τὸ ‘χανε τὸ δῶρο ποὺ τοῦ δῶσαν.
Τὸ μονοπάτι μέσα στὴ μουγκὴ σιγὴ τραβάει τὸ πλαγιαστό,
τὸ ἀπότομο καὶ σκοτεινό, στὸ πούσι τὸ πυκνὸ κρυμμένο.
Δὲν ἦταν πιὰ μακριὰ ἀπ’ τὸ σύνορο τοῦ πάνω κόσμου.
Ἐκεῖ ἀπὸ φόβο μὴν τοῦ λείψει ἡ ἀντοχὴ ἢ ἀπὸ λαχτάρα νὰ τὴν δεῖ
στρέφει τὰ μάτια ἐρωτικά. Κι ἐκείνη ἐχάθη στὴ στιγμή.
Τὰ χέρια ἁπλώνει νὰ πιαστεῖ, νὰ πιάσει προσπαθεῖ,
μὰ μόνο (ὁ δύστυχος) σκιὲς ποὺ χάνονται ἀκουμπᾶ.
Καὶ δεύτερη φορὰ πεθαίνοντας ἐκείνη κανένα ἀπὸ τὸν σύζυγο
παράπονο δὲν ἔχει (τί νὰ πεῖ; γιατί μ’ ἀγάπησες πολύ;).
Ὕστατο χαῖρε, ποὺ μόλις πιὰ στ’ αὐτιά του φτάνει,
εἶπε καὶ γύρισε στὸ ἴδιο ἐκεῖνο μέρος πίσω.