Jean-Marie Domenac: Ο Μαρξ του Αλτουσέρ

Οι τρείς μεγάλοι Γάλλοι περσοναλιστές: Jean Lacroix, Emmanouel Mounier, Jean-Marie Domenach

ΕΠΟΠΤΕΙΑ τεύχος 105, Οκτώβριος 1985.  Από το Le Sauvage et l’ ordinateur, Édition du Seuil.  Μετάφραση Γερ. Κορακιανίτης

O ΑΛΤΟΥΣΕΡ έχει την φήμη ότι είναι ένας δύσκολος συγγραφέας. Αυτή τη φορά ήθελε να είναι σαφής παραμένοντας λακωνικός. Στον βρεταννό κομμουνιστή Τζων Λιούις, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι παρερμήνευσε τον μαρξισμό, απάντησε σε ήρεμο και ήπιο τόνο, με παιδαγωγική απλότητα.(1) Επειδή η ανάπτυξη των θέσεών του γίνεται με πολύ απλό τρόπο, αυτές προβάλλουν ακόμα καλύτερα και παίρνουν προκλητική μορφή. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι εξαλείφει από την ιστορία όχι μόνο το «υποκείμενο», αλλά και αυτό καθεαυτό το ζήτημα του υποκειμένου, επικαλούμενος τον μαρξισμό ή μάλλον ένα ορισμένο είδος μαρξισμού που κατ’ αρχήν έχει κοπεί και ραφτεί στα μέτρα του συγγραφέα: «Η ιστορία είναι ένα απέραντο ‘φυσικό-ανθρώπινο’ σύστημα σε κίνηση, ο κινητήρας του οποίου είναι η πάλη των τάξεων. Η ιστορία είναι ένα γίγνεσθαι, και ένα γίγνεσθαι δίχως υποκείμενο. Το ερώτημά του να γνωρίζουμε πώς ‘ο άνθρωπος φτιάχνει την ιστορία’ εξαφανίζεται τελείως. Η μαρξιστική θεωρία το πνίγει οριστικά στον τόπο της γέννησής του: στην αστική ιδεολογία».

Οι τρείς μεγάλοι Γάλλοι περσοναλιστές: Jean Lacroix, Emmanouel Mounier, Jean-Marie Domenach

Υπάρχει ένας προμαρξιστής Μαρξ;

Αυτό που εκ πρώτης όψεως προκαλεί κατάπληξη είναι ότι αυτή η επιχείρηση θεμελιώνεται πάνω σε μια επιδερμική και βιαστική κριτική, γνωστή ως «επιστημολογική τομή». Δεν υπάρχει αντίφαση στο να θέλεις να εξορίσεις το υποκείμενο από την ιστορία προς όφελος γενικών διαδικασιών και να εδραιώνεις όλη αυτή την επιχείρηση σε μια εξαιρετικά προσωπική λειτουργία που συνίσταται στην ερμηνεία του Μαρξ μέσα από ένα ιδιαίτερο πρίσμα; Δεν υπάρχει επίσης αντίφαση στο να ανασυνθέτεις τον αυθεντικό Μαρξ, ο οποίος ανακάλυψε τον εαυτό του σε μια ορισμένη εποχή, και να κάνεις έτσι κλειδί ενός συστήματος ένα είδος μεταστροφής της συνείδησης, εχθρικού στην «προσωπικότητα»; Ο ίδιος ο Αλτουσέρ στον πρόλογο μιας πρόσφατης έκδοσης του Κεφαλαίου(2) δίνει τα αποδεικτικά στοιχεία του υποκειμενισμού που είναι έμφυτος σε μια τέτοια λειτουργία, της σχετικότητάς της και του μη επιστημονικού χαρακτήρα της. Γνωρίζουμε ότι με την «επιστημολογική τομή», προσδιορίζει εκείνη τη στιγμή, που σύμφωνα με αυτόν, ο Μαρξ απαλλάχτηκε από την εγελιανή επίδραση, η οποία τον είχε οδηγήσει στο να φτιάξει από το προλεταριάτο το παγκόσμιο υποκείμενο που θα μπορούσε να σύρει την ανθρωπότητα έξω από την αλλοτρίωσή της, για να επιδοθεί στη σοβαρή μελέτη των μηχανισμών του καπιταλισμού, παραδίδοντάς μας έτσι το κλειδί της επιστημονικής ανάλυσης των ανθρώπινων επικοινωνιών. Συνεπώς, αυτό το ρήγμα που ο Αλτουσέρ το εντοπίζει στα 1845, να που το μεταθέτει μετά την σύνταξη του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, η οποία έγινε το 1867.

Βλέπουμε ότι ο μαρξιστής Μαρξ περιορίζεται σε αυτά τα δώδεκα τελευταία χρόνια, ενώ η ολότητα σχεδόν του έργου του αποδίδεται στον προμαρξιστή Μαρξ… Όμως, η σημασία της ερμηνείας διογκώνεται αφού ορίζεται από αυτόν που παίρνει το προνόμιο να οριοθετήσει την καλή τάση του Μαρξ, «αυτή που τον ώθησε αμετάκλητα στο να εγκαταλείψει ριζικά (…) κάθε σκιά εγελιανής επίδρασης».

Η στρουκτουραλιστική ερμηνεία του Μαρξ

Στην πραγματικότητα, αυτό που μετράει εδώ, δεν είναι πια ο Μαρξ, είναι η ιδέα που κατασκεύασε ο Αλτουσέρ για τον Μαρξ, μέσα από έναν αυταπόδεικτο στρουκτουραλισμό. Αυτό που υπερισχύει, είναι μια αποκωδικοποίηση, απόλυτα διαποτισμένη από το πνεύμα των καιρών, και καθόλου οι μάζες στις οποίες αυτή θα εγείρει ένα πλήθος ερωτημάτων ή η ενσάρκωση του μαρξισμού στις μάζες, των οποίων η μαρξιστική φιλοσοφία, δεν είναι παρά η έκφρασή τους — όπως επαναλαμβάνει συνεχώς ο Αλτουσέρ. Στην πραγματικότητα, η ερμηνεία του κόσμου που μας προτάσσεται, εδραιώνεται στην ερμηνεία ενός συγγραφέα από έναν άλλο. Αυτό δεν είναι μόνο του κακό∙ δημιουργεί όμως σοβαρά ερωτηματικά για την αξίωση της αλτουσεριανής σκέψης να κριτικάρει όλες τις ιδεολογίες χωρίς να διερωτάται για τη δική της ιδεολογική θέση: ανορθώνει έναν αντι-ιστορικό στρουκτουραλισμό, που έχει και αυτός καταγγελθεί από εξαιρετικούς μαρξιστές, όπως είναι ο Λυσιέν Γκολντμάν και ο Ανρύ Λεφέβρ, ως ιδεολογία, ως μια αστική ιδεολογία.

Η στρουκτουραλιστική ερμηνεία του Μαρξ διαδέχτηκε την ανθρωπιστική και χριστιανική ερμηνεία, που είχε υπερισχύσει μετά την απελευθέρωση απ’ το ναζισμό, και της οποίας βρίσκουμε ένα παράδειγμα στό πρόσωπο του Γκαρωντύ. Όμως, αυτή η τελευταία, τουλάχιστον, δεν διατείνεται ότι έχει την τελευταία λέξη∙ παραμένει ανοικτή. Η αυθαίρετη στρουκτουραλιστική επιλογή, όπως γνωρίζουμε, αποτυγχάνει μπροστά σε κάθε τι που είναι γένεση, εξέλιξη, μετάβαση, αρέσκεται δε απλώς στις «τομές». Αναμφισβήτητα, ο Μαρξ θέλησε έπειτα από μια περίοδο μάλλον πολεμική και φιλοσοφική, να δημιουργήσει έργο επιστημονικό, επει-δή αυτό είναι υποδειγματικό. Πρέπει λοιπόν, από το γεγονός αυτό να συμπεράνουμε ότι ο «αυθεντικός» Μαρξ είναι ο Μαρξ των τελευταίων χρόνων της ζωής του; Πρέπει να εξαλείψουμε, όπως τα ίχνη από τα κατακάθια, κάθε τι που στον σοφό Μαρξ είναι δυνατό να θεωρηθεί ως το καθοδηγητικό νήμα μέσα σε μια συνέχεια η οποία θα μπορούσε να δώσει το έναυσμα για μια ανασκευή ή μια σύνθεση; Ο Ραϋμόν Αρόν είχε επισημάνει ότι η οικονομική ανάλυση του Κεφαλαίου γεννήθηκε με την βοήθεια μιας «φιλοσοφικής συστηματοποίησης» που επέτρεψε στον Μαρξ να «επανεύρει μια μορφή ανάλογη (όχι ταυτόσημη ούτε όμοια) της αλλοτρίωσης και της πραγματοποίησης). Υπάρχει μια διέπουσα στην σκέψη του Μαρξ, την οποία το επιστημονικό, ευσυνείδητο έργο του Μαξιμίλιαν Ρούμπελ(4), τοποθετεί στο βάθος μιας ηθικής συνέπειας: αγώνας ενάντια στην αθλιότητα, αγώνας για την ανθρώπινη χειραφέτηση, για την κυριαρχία των «νέων ανθρώπων», των εργαζόμενων, πάνω στο πεπρωμένο τους. Τα Grundrisse, κεντρικό έργο της ωριμότητάς του (1857-1858), καταδεικνύουν με το παραπάνω την σταθερή διάρκεια αυτής της θεμελιώδους έμπνευσης. Σε ένα σημείωμα, μέχρι τότε ανέκδοτο, του δεύτερου τόμου του Κεφαλαίου(5) (1869, που σημαίνει δύο χρόνια μετά την «τομή»), ο Μαρξ επικαλείται ακόμα τον Χέγκελ που τον αποκαλεί «δάσκαλό του». Σχολιάζοντας την έκδοση του Ρούμπελ, ο Μιγκέλ Αμπενσούρ παρατηρεί σωστά ότι «ο σταλινικός δογματισμός είχε την μανία των τομών, των τομών ανάμεσα στον Μαρξ και στους προκατόχους του, ανάμεσα στον Μαρξ και στους φιλοσόφους, ανάμεσα στον Μαρξ και στους ουτοπιστές, και, τελικά, ανάμεσα στον νεαρό Μαρξ που ήταν ακόμα εγελιανός και στον Μαρξ της ωριμότητας, που, αφού έγινε μαρξιστής, ανακάλυψε τον ιστορικό υλισμό και έθεσε τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού».(6) Συγκεχυμένος διαλογισμός, που τον ξανασυναντάμε σε πιο προχωρημένη μορφή, όταν πρόκειται για τον παράδοξο εξορκισμό του Στάλιν από τον Αλτουσέρ.

Η σκοπιμότητα του αλτουσεριανισμού

Αυτή η στρουκτουραλιστική προσαρμογή του μαρξισμού ανταποκρί-νεται σε τρέχουσες ανάγκες. Μία από αυτές επισημαίνει ο Ραϋμόν Αρόν, σε ένα διαφωτιστικό απόσπασμα(7) που το αντιγράφω εδώ:

«Γιατί οι αλτουσεριανοί προσδίδουν τόση σημασία στην διάκριση ανάμεσα σε ενδοδομική αιτιότητα και τη διαδομική αιτιότητα την οποία οι μαρξιστές έχουν την τάση να υποτιμούν για χάρη του καθαυτού δυναμισμού της καπιταλιστικής οικονομίας; Και εδώ ακόμα, δίχως κόπο αντιλαμβανόμαστε ότι κρύβεται μια διπλή σκοπιμότητα, πολιτική και επιστημονική (ή φιλοσοφική).

Καμιά καπιταλιστική κοινωνία, όπως και κανείς τρόπος παραγωγής, δεν άνοιξαν, μέσα από το παιχνίδι των εγγενών νόμων που επιφέρει την προοδευτική οικονομική μεταμόρφωση του συστήματος, τον δρόμο για την επανάσταση ή τον σοσιαλισμό. Είναι καλύτερα λοιπόν να αποφασίσουμε αυθαίρετα ότι εδώ και έναν αιώνα οι μαρξολόγοι, οι μαρξιστές και οι αντι-μαρξιστές είχαν όλοι εξ ίσου παραγνωρίσει το έσχατο νόημα του ιερού βιβλίου: [του Κεφαλαίου] εξαθλίωση, αλλαγή στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής (κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και ατομική ιδιοκτησία), όλες οι αντιφάσεις και οι νόμοι-ροπές τοποθετούνται στο εσωτερικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προσδιορίζουν τον τρόπο λειτουργίας του, τον τρόπο με τον οποίο αυτο-αναπαράγεται, κι όχι τους διαχρονικούς νόμους της μετάβασης από τον ένα κοινωνικό σχηματισμό στον άλλο.»

Είναι γεγονός, και έχει συχνά υπογραμμιστεί, ότι η κατάληψη της εξουσίας από τους μαρξιστές δεν συντελέστηκε μέσα στις συνθήκες που πρόβλεψε ο Μαρξ: δηλαδή, με την ωρίμανση του καπιταλισμού συνοδευόμενη από επέκταση και εξαθλίωση του προλεταριάτου∙ αλλά, ακολουθώντας το πρότυπο των τραχειών ρήξεων διαδραματίστηκε μέσα στις αγροτικές κοινωνίες ή τις ασθενώς εκβιομηχανισμένες και είχε την αφετηρία της σε γεγονότα άσχετα με την σφαίρα της παραγωγής: πολέμους, εθνικές εξεγέρσεις, στρατιωτική κατάκτηση κ.λ.π., — όπως είδαμε να γίνεται στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Κούβα και στις λαϊκές δημοκρατίες. Αντικαθιστώντας την συγχρονία με την διαχρονία, ο αλτουσεριανός στρουκτουραλισμός απαλλάσσει τον μαρξισμό από το ακατόρθωτο καθήκον να δικαιολογήσει αυτή την αντίφαση που ο ίδιος εισήγαγε στην ιστορία. Την ίδια όμως στιγμή στερεί τον εαυτό του από την καλύτερη ερμηνεία που θα μπορούσε να έδινε στον σταλινισμό, του οποίου τις ρίζες οι οξυδερκείς μαρξιστές ήδη το βλέπουν στο πρόσωπο του Λένιν: η Ε.Σ.Σ.Δ., κάνοντας την επανάστασή της σε συνθήκες που δεν ήταν σύμφωνες με τον μαρξισμό, ήταν υποχρεωμένη να ανασυστήσει τις συνθήκες της ορθοδοξίας, δημιουργώντας με την μεσολάβηση του κόμματος —που έπαιξε τον ρόλο της κινητήριας δύναμης και έπειτα του ανώτατου αφέντη—, την επαναστατική δύναμη, φορέα του παγκόσμιου μέλλοντος.

Η αλτουσεριανή ερμηνεία διαλύει το προλεταριάτο

Η δημιουργία, σε όλους σχεδόν τους τομείς, μιας μαζικής οργάνωσης, μιας προλεταριακής κουλτούρας, μιας προλεταριακής επιστήμης: αυτή υπήρξε η φιλοδοξία του Στάλιν. Και αυτή αντλεί αναγκαστικά από τις ανθρωπιστικές αξίες του πρώιμου Μαρξ, δίνει έμφαση αναγκαστικά στη διαλεκτική της ιστορίας μέσα από ένα πρίσμα βουλησιαρχικό και κρατικιστικό. Ο Αλτουσέρ έχει δίκιο όταν επισημαίνει ότι ο σταλινισμός παλινορθώνει έναν «ανθρωπισμό» διαζευγμένο από την οικονομία. Η ιδέα όμως που κατασκευάζει για τον Μαρξ τον εμποδίζει να καταλάβει ότι η λατρεία της προσωπικότητας, αυτή η έννοια η πραγματικά «ανεύρετη» μέσα στο μαρξισμό, αναπτύχθηκε αναμφισβήτητα σε αυτό το πρώιμο και αιρετικό πέρασμα στον σοσιαλισμό. Ανάλογες σκέψεις θα μας βοηθούσαν δίχως αμφιβολία να καταλάβουμε τις ουσιαστικές πλευρές της λαϊκής Κίνας: τη λατρεία του Μάο, την πολιτιστική επανάσταση…

Αυτή τη φροντίδα να απαλλαγεί ο μαρξισμός από τις διαψεύσεις της πραγματικότητας, την βλέπουμε να υφίσταται εξ ίσου όσον αφορά την παρούσα συγκυρία. Ένας μαρξισμός χωρίς υποκείμενο δεν θα υπέφερε από την αστικοποίηση ούτε και από τον αντιδραστικό προσανατολισμό ενός μεγάλου αριθμού προλετάριων στις ανεπτυγμένες χώρες (και ιδιαίτερα στις αγγλοσαξωνικές και τις γερμανόφωνες). Εκεί που κάνουν την εμφάνισή τους ολικές «διαδικασίες», η κοινωνιολογία παίζει μικρό ρόλο: είναι το ίδιο το σύστημα που παράγει την καταστροφή του. Βέβαια, ο Αλτουσέρ επικαλείται τον ρόλο της κινητήριας δύναμης που θα παίξει ένα «προλεταριάτο» ικανό να ενώσει τις μάζες και να τις κινητοποιήσει «ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις, που κατέχουν την εξουσία του Κράτους». Όμως, απ’ την μια μεριά ούτε αυτή η ικανότητα ούτε η απόκτησή της συγκεκριμενοποιούν-ται, απ’ την άλλη δε τίποτα δεν παρεμποδίζει την υποκατάσταση του προλεταριάτου από μιαν άλλη εκμεταλλευόμενη κοινωνική ομάδα. Ο αλτουσεριανός μαρξισμός δεν μπορεί πια να δώσει στο προλεταριάτο αυτόν τον ρόλο του διαλεκτικού μεσολαβητή και του λυτρωτή που ενσαρκώνει η εγελιανή μορφή του σκλάβου, αρνημένου μέσα στο είναι του, αλλά παράλληλα κατόχου της δύναμης και του μεγαλείου της εργασίας. Ή, ακριβέστερα, εάν ο μαρξισμός κατορθώνει με δυσκολία να κατανοήσει την εξέλιξη των υπερβιομηχανοποιημένων κοινωνιών, το πλαίσιο ανάλυσής του ταιριάζει επακριβώς σε πολλές υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες κοινωνίες — στη Λατινική Αμερική για παράδειγμα. Ο νόμος της εξαθλίωσης για τον οποίο αποφαίνεται ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου και ο οποίος εγκαθιδρύει «μια μοιραία σχέση ανάμεσα στη συσσώρευση του κεφαλαίου και στη συσσώρευση της αθλιότητας», μέχρι στιγμής έχει διαψευστεί στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά έθνη όπου το βιοτικό επίπεδο συνολικά αυξάνει και οι μεσαίες τάξεις επεκτείνονται. Χαρακτηρίζει, όμως, την τωρινή εξέλιξη της Βραζιλίας.

Σε αυτή τη βάση μπορούμε να καταλάβουμε την αλτουσεριανή ερμηνεία σαν μια απόπειρα να διασωθεί ο μαρξισμός από την κοινωνιολογία (που σημαίνει να αποσπαστεί από τις συνθήκες της Ευρώπης όπου γεννήθηκε και έγινε πιστευτό ότι θα επιτύχει), και να θεωρηθεί επαρκής για καταστάσεις πολύ διαφορετικές, όπου διέρχεται μια ενεργό φάση. Ανάμεσα στο αφηρημένο εγχείρημα του Αλτουσέρ και στη μάχη των νοτιοαμερικανών μαρξιστών μπορούμε να εγκαταστήσουμε μια σχέση. Αλλά προς τι να διασώσουμε το δόγμα, εάν πρόκειται από αυτό να κατασκευάσουμε αυτόν τον σχολαστικό λόγο, ο οποίος, αφού τεμάχισε τον Μαρξ σε δύο κομμάτια —αυτόν τον Μαρξ του οποίου τις εκρήξεις οργής και γέλιου δεν θέλουμε πια να ακούμε—, κατέβαλε κάθε προσπάθεια να εξοστρακίσει από τον κόσμο τα ίχνη της ανθρώπινης ελευθερίας την στιγμή που οι μαρξιστές υποφέρουν και πεθαίνουν στο όνομά της;

Τα ερωτήματα που διαλύουν το δόγμα

Από ένα επικίνδυνο και οδυνηρό παράδοξο, ο σύγχρονος νους —αυτός τουλάχιστον που έχει επικρατήσει στην Γαλλία— απομακρύνεται από το συγκεκριμένο τόσο περισσότερο όσο το επικαλείται: τα ηθικά και μεταφυσικά ερωτήματα μπαίνουν μέσα στην καθημερινή ζωή, ερωτήματα που αφορούν την προσωπική και συλλογική μας ταυτότητα, το νόημα της δουλειάς μας, της ζωής μας και του θανάτου μας• τόσες πράξεις, που προ ολίγου τις υπαγόρευε ο καταναγκασμός ή ο κονφορμισμός, γίνονται συνειδητές, προβάλλουν την αξίωση των αποφάσεων και των κανόνων… Η δήθεν αναγκαιότητα της εργασίας έχει τεθεί ξανά υπό αμφισβήτηση. Δείτε τις εκτρώσεις, δείτε την απερ-γία στην Lip. Και οι άνθρωποι υποφέρουν τόσο από την ταπείνωση, την πολιτισμική ασφυξία…. Δείτε την Χιλή, την Ισπανία, την Τσεχοσλοβακία. Συνεπώς, είναι αυτή τη στιγμή του πόνου και της απελευθέρωσης που υποστηρίζει κανείς το θάνατο του υποκειμένου, που οπλίζεται με όλους τους ντετερμινισμούς για να αρνηθεί την ίδια τη δυνατότητα μιας απελευθέρωσης.

Αυτός ο αφηρημένος λόγος τείνει αναγκαστικά στον σχολαστικισμό. Ο τελευταίος αυτός δεν μεριμνά για τα υποκείμενα• είναι οι ιδεατές ουσίες που τα αντικαθιστούν. Όταν όμως ο χορός των εννοιών ανοίγει δίοδο μέσα στον κόσμο των ανθρώπων, όπως αυτό συμβαίνει σε ελάχιστες στιγμές στο μικρό σύγ-γραμμα του Αλτουσέρ, τότε οι έννοιες χάνονται μέσα στην νύχτα, και ο αναγνώστης βρίσκεται εγκαταλελειμμένος, «προσγειωμένος» μπροστά στην ζωή που ξαναρχίζει.

Επιστήμη, Φιλοσοφία και Πολιτική

Παρ’ όλα αυτά, ο Αλτουσέρ αρχίζει με μια επίθεση ενάντια στον πλατωνικό ιδεαλισμό: αυτός ο τελευταίος προμήθευσε «την επίσημη φιλοσοφία του Κράτους που στηρίχτηκε στην δουλεία». Είναι απόλυτα σαφές ότι υπάρχουν σταθεροί δεσμοί ανάμεσα στον ιδεαλισμό του Πλάτωνα και στην δουλεία. Το να καταδικάζεις όμως αυτό τον «υπερβατισμό», και όλους όσους επακολούθησαν, με το αιτιολογικό ότι υπήρξαν όργανα και άλλοθι της κατεστημένης εξουσίας, αυτό ισο-δυναμεί με άρνηση της ιστορίας της φιλοσοφίας —και γενικά της ιστορίας—, προς όφελος ενός κοντόφθαλμου και χοντροκομμένου ντε-τερμινισμού. Γιατί, τελικά ο «καρτεσιανός υπερβατισμός» δεν προετοί-μασε το έδαφος για την γαλλική επανάσταση; Και ο «εγελιανός υπερβατισμός», για τον οποίο ο Αλτουσέρ λέει ότι «υπηρέτησε το αστικό Κράτος», είναι το θεμέλιο που δίχως αυτό δεν θα μπορούσε να είχε υπάρξει ο Μαρξ. Ούτε, συνεπώς, ο Αλτουσέρ.

«Η φιλοσοφία είναι η πάλη των τάξεων μέσα στη θεωρία», αυτή τη φόρμουλα που την επαναλαμβάνει ο Αλτουσέρ, πώς την αντιλαμβάνεται; Το αποτέλεσμα, λέει, είναι ότι «η φιλοσοφία εξαρτάται σε τελευταία ανάλυση από την πολιτική». Σε μια σημείωση, στο κάτω μέρος της σελίδας, διευκρινίζει ότι η φιλοσοφία, όντας εξ ολοκλήρου υποταγμένη στην πολιτική, δεν είναι παρά «ο υπηρέτης της». Όμως, η πρωτοκαθεδρία της πολιτικής πάνω στην φιλοσοφία μας εγκλωβίζει σ’ ένα φαύλο κύκλο, αφού, για τους μαρξιστές, η πολιτική αρχίζει με μια θεωρία που είναι ο μαρξισμός. Τότε, είτε θεσπίσουμε ότι αυτή η θεωρία είναι μια «επιστήμη», είτε της απονείμουμε το προνόμιο του κρατικού δόγματος, κάνουμε χρήση αυτού του προνομίου για να υποστηρίξουμε την επιστήμη που διαψεύστηκε από την πραγματικότητα: αυτό είναι που κάνει τον Στάλιν. Όταν ένα κράτος εμπνέεται από μια φιλοσοφία, η υποταγή της φιλοσοφίας στην πολιτική καταλήγει αναπόφευκτα στον ολοκληρωτισμό του ζντανωφικού Parteinost (κομματικό πνεύμα) και στην καταπίεση των θεωρητικών παρεκκλίσεων, που θεωρούνται ταυτόχρονα εχθρικές απέναντι στο Κράτος και αντίθετες προς το επιστημονικό πνεύμα: και εδώ έχει την αρχή της η φυλακή ή (και) η ψυχιατρική κλινική.

Ο Αλτουσέρ, όμως, δείχνει να αναιρεί την ιεραρχία που πάει να εγκαθιδρύσει όταν, μερικές σελίδες παρακάτω, γράφει ότι «μέσα στην ιστορία της σκέψης του Μάρξ, η φιλοσοφική επανάσταση αναγκαστικά οδήγησε στην ανακάλυψη της επιστήμης». Βεβαίως, διευκρινίζει αμέσως ότι αυτή η φιλοσοφική επανάσταση συνοδεύτηκε από μια «αστραποβόλο εξέλιξη στην πολιτική». Απέμεινε παρ’ όλα αυτά στον Μαρξ, που δεν ήταν προλετάριος, να εφεύρει τον «επιστημονικό» μαρ-ξισμό, όχι βέβαια ξεκινώντας από μια πράξη (praxis) της πάλης των τάξεων, αλλά «ξεκαθαρίζοντας τους λογαριασμούς του με την προηγούμενη φιλοσοφική του συνείδηση» — σωστότερα: με την συνείδησή του. Αυτή η μεταβολή είχε, λοιπόν, σαν αποτέλεσμα μια προσωπική μεταβολή, τόσο στο πνεύμα όσο και στην καρδιά, ένα είδος μεταστροφής και αυτή η τελευταία, συγκρουόμενη με τις συνθήκες του ανερχόμενου καπιταλισμού, ευνόησε την απόκτηση της πολιτικής συνείδησης της πάλης των τάξεων. Είναι αδύνατο —και, κατά την δική μου γνώμη, αντιμαρξιστικό— να διαχωρίσουμε εδώ την πραγματική καταστάση από μια διανοητική δράση που στηρίχτηκε, για να την αμφισβητήσει και να την ξεπεράσει στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Μπορεί κάποιος να θέτει υπό αμφισβήτηση τον ποιοτικό «ανθρωπιστή» σε σχέση με τον Μαρξ, δεν θα μπορούσαμε όμως να φανταστούμε τον Μαρξ έξω από τον δυτικό ανθρωπισμό. Ο υπερβολικός ντετερμινισμός του Αλτουσέρ ανοίγει εδώ τον δρόμο σε μια αφηρημένη και ανυπόστατη άρνηση των ιστορικών προσδιορισμών του πολιτισμού και σ’ ένα είδος απόλυτου ιντετερμινισμού της σκέψης που προεκτείνεται κατά κάποιο τρόπο στη θέση του Ζακ Μονό σχετικά με την προέλευση της ζωής: ο μαρξισμός του Μαρξ, εάν αποκοπεί από τη φιλοσοφική του παράδοση, δεν μπορεί πια παρά να φαίνεται σαν το αποτέλεσμα ενός φανταστικού σωρού ατυχημάτων.

Θα ξεκινήσουμε απ’ τον άνθρωπο ή όχι;

«Ένα πράγμα είναι βέβαιο», γράφει ο Αλτουσέρ, «δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε απ’ τον άνθρωπο, γιατί αυτό θα ήταν σαν να ξεκινούσαμε από μια αστική ιδέα του ‘ανθρώπου’ και η ιδέα του να ξεκινάμε απ’ τον άνθρωπο, ή για να το πούμε αλλιώς η ιδέα μιας απόλυτης αφετηρίας ( = μιας ‘ουσίας’) ανήκει στην αστική φιλοσοφία».

Το πράγμα δεν είναι τόσο βέβαιο, διότι και ο Μαρξ από τον άνθρωπο ξεκίνησε και προς μια ιδέα του ανθρώπου κατευθύνθηκε. Βεβαίως, δεν πρόκειται για την αφηρημένη ουσία του ανθρώπου την οποία δυΐλισαν ορισμένοι φιλελεύθεροι διανοητές, αλλά για ένα «κοινοτικό» άνθρωπο δέσμιο των συνθηκών της ύπαρξής του. Ο Ζαν-Ζακ Λεντς περιέγραψε με αξιοθαύμαστο τρόπο, στηριζόμενος στα Grundrisse, την κλιμάκωση αυτής της γένεσης του ανθρώπου στο έργο του Μαρξ.(8) Προσδιορισμένος αρχικά, οριοθετημένος από την ένταξή του στην φυλή και την εξάρτησή του από τα αντικείμενα, ο άνθρωπος ελευθερώνεται (και την ίδια στιγμή αλυσοδένεται) διά μέσου του καταμερισμού της εργασίας και του εμπορίου. Δημιουργώντας όμως ο καπιταλισμός τις συνθήκες μιας απεριόριστης ανταλλαγής και παραγωγής, προετοιμάζει το στάδιο της συμφιλίωσης και της απελευθέρωσης μέσα στον κομμουνισμό. Ας ακούσουμε τον Μαρξ: «Η ελεύθερη ατομικότητα θεμελιώνεται στην παγκόσμια ανάπτυξη των ανθρώπων και στην κυριότητα της κοινωνικής, συλλογικής παραγωγικότητάς τους η οποία γίνεται κοινωνική δύναμη. Αυτή είναι η τρίτη φάση. Η δεύτερη φάση δημιουργεί τις πραγματικές συνθήκες για την τρίτη.»(9) Είναι λοιπόν μέσα σε μια κοινοτική και ουτοπική προοπτική και καθόλου δομική και συγχρονική που ο Μαρξ συνέλαβε την συγκεκριμένη ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Προοπτική που, είναι αλήθεια, βρίσκεται στον αντίποδα του αστικού ατομικισμού, συνηγορώντας όμως παράλληλα υπέρ της ανάδειξης της προσωπικότη-τας, υπέρ ενός περσοναλισμού. Αυτό δε, είναι πολύ εύκολο να το δείξουμε.

Η επιστήμη (θα ήταν καλύτερα να λέγαμε η γνώση) γίνεται για τον Μαρξ το εργαλείο του μετασχηματισμού των συνθηκών της ύπαρξης, όπως το υπογραμμίζει ο Αλτουσέρ• πρόκειται όμως για «μια επιστήμη από τους ανθρώπους και για τους ανθρώπους».(10) Η ύπαρξη μιας ιδέας για τον άνθρωπο δεν παύει να συνενώνει τις διάφορες φάσεις της έρευνας του Μαρξ και να επιτρέπει έναν ατομικό προσδιορισμό και το όραμα του συμφιλιωμένου υποκειμένου. Βεβαίως, «η ανθρωπότητα δεν φτιάχνεται από τα άτομα» (Μαρξ)˙ είναι οι κοινωνικές ομάδες που δομούν την ιστορία. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ιστορία, επειδή ο άνθρωπος προσδιορίζεται ολοκληρωτικά από το είδος, επειδή υπάρχει διαφοροποίηση και απόσταση. Εάν η απόκτηση της συνείδησης είναι συλλογική, αυτή η τελευταία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τα μιμητικά ανακλαστικά που κάνουν το κοπάδι˙ να τραπεί σε φυγή. Ο αφέντης του ανθρώπου δεν είναι ένα ζώο, αλλά ένας άλλος άνθρωπος. Η δουλεία, η εκμετάλλευση εμπεριέχουν, όπως το είχε αντιληφτεί ο Χέγκελ, μια ανθρώπινη ουσία. Όσο για την επανάσταση, είναι κατ’ εξοχήν ανθρώπινη. Η φόρμουλα που χλευάζεται απ’ τον Αλτουσέρ: «Ο άνθρωπος είναι από την ουσία του ένα επαναστατικό ζώο γιατί είναι ένα ελεύθερο ζώο», μπορεί βεβαίως να χρησιμοποιηθεί σαν πρόσχημα στην αστική μυστικοποίηση όπως συμβαίνει με το ντελίριο του Σαρτρ. Δεν παραμένει όμως εξίσου αληθινό ότι, εάν δεν υπήρχε μέσα στον άνθρωπο αυτή η δύναμη, να λέει όχι σε αυτό που τον συντρίβει, τότε τίποτα δεν θα τον διαφοροποιούσε από το κτήνος;

Οι μάζες μέσα στην ιστορία

«Οι μάζες», αυτή η κινητήρια δύναμη της ιστορίας σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, ανυψώνονται στην ίδια τουλάχιστον απροσδιοριστία με αυτήν της έννοιας του «ανθρώπου». Εξ άλλου πρόκειται για έναν όρο που δεν τον συναντάμε καθόλου στον Μαρξ, ούτε πριν ούτε μετά την τομή.(11) Οι αποδείξεις που προσκομίζει ο Αλτουσέρ για την ιστορική δραστικότητα των μαζών είναι επί πλέον σπάνιες και αμφισβητήσιμες. Αναφέρει, δίχως να εξηγεί τους λόγους, ότι δεν ήταν οι σκλάβοι, οι οποίοι σχημάτιζαν τις «μάζες» της εποχής, που «έφτιαξαν» τη ρωμαϊκή ιστορία, αλλά οι περισ-σότερο εκμεταλλευόμενες τάξεις ανάμεσα στους ελεύθερους ανθρώπους. Ποιος όμως κατά βάθος «έφτιαξε» την ρωμαϊκή ιστορία, αν εξαιρέσουμε αρχικά την πολιτισμική αφομοίωση της Ελλάδας;

Εάν η Αυτοκρατορία ξαπλωνόταν, ήταν μόνο για να κατακτήσει περισσότερο εργατικό δυναμικό; Μα τι θα είχε απομείνει από την Αυτοκρατορία εάν της αφαιρούσαμε το Δίκαιο, την διοίκηση; Γιατί πρέπει πάντα να τηρούμε απόλυτη σιγή για τους παράγοντες που δεν υπεισέρχονται στο σύστημα του οικονομικού προσδιορισμού; Όσον αφορα τις κοινωνικές ομάδες, αυτές δεν ήταν οι αγρότες που ζούσαν μακριά απ’ τη Ρώμη, αλλά κατ’ αρχήν μια κατώτερη ομάδα ρωμαίων πολιτών και έπειτα οι μεγάλες οικογένειες, οι απελεύθεροι δούλοι, οι στρατιωτικοί, αυτοί που κινούσαν τα νήματα της πολιτικής διαμάχης. Αυτή η τελευταία βρίσκεται μακριά από τις μάζες. Έπειτα τι σημαίνει, στην περίπτωση της αρχαίας Ρώμης, αυτή η έννοια των «μαζών», όπως και εκείνη της «μικροαστικής τάξης»; Εάν μπορούμε με ευκολία να δούμε τις μάζες να ενεργοποιούνται μέσα σε μια ιστορία σχεδόν μυστικιστική και προσωποποιημένη, όπως αυτή του Μισελέ, αναρωτιόμαστε ποιά σημασία μπορούν να έχουν μέσα σ’ ένα ντετερμινιστικό και κλειστό σύστημα όπου ανώνυμες διαδικασίες τίθενται σε κίνηση όπως οι τροχοί μιας πελώριας μηχανής. Οι μάζες δεν μπορούν μέσα σε αυτό να συναθροίζονται παρά σαν στοιχεία διακοσμητικά. «Το να ευθυγραμμίζεσαι με τις μάζες, είναι άλλο πράγμα απ’ το να τις συμβουλεύεις», έγραψε πρόσφατα ένας αλτουσεριανός. Αμφιβάλλουμε. Αυτός που κατέχει «την επιστήμη της επανάστασης» δεν έχει ανάγκη να συμβουλεύσει τις μάζες: γνωρίζει αυτό που είναι καλό για αυτές.

Πάλη των τάξεων: η Θεία χάρις

Μέσα στο ντελουζιανό εργοστάσιο υπήρχαν μόνο μηχανές και όχι υποκείμενα. Στο αλτουσεριανό εργοστάσιο, δεν υπάρχουν επίσης υποκείμενα, αλλά μια μοναδική μηχανή και ένα μοναχικό πρόσωπο, η μάζα, που τροφοδοτείται από την ενέργεια της πάλης των τάξεων. Ασυνήθιστο πράγμα, μια σκέψη που ξέρει να παίζει με όλα τα δεδομένα των επιστημών του ανθρώπου και να διαρθρώνει διαφορετικά εννοιολογικά επίπεδα σε επιτήδειους συνδυασμούς, να καταλήξει να υποβαθμίσει την πολλαπλότητα των συνθηκών σ’ ένα και μόνον παράγοντα: την πάλη των τάξεων, της οποίας οι αναρίθμητες μορφές οδηγούν σε μια μοναδική διαδικασία, την οικονομία. «Η εκμετάλλευση συντελείται μέσα στην παραγωγή». Απλοϊκή φόρμουλα, τη στιγμή που μια απλή παρατήρηση δείχνει τις αναρίθμητες όψεις που παίρνει η εκμετάλλευση μέσα στην καθημερινή ζωή, το πλήθος των αλλοτριώσεων (δεν μου αρέσει αυτή η λέξη όσο και του Αλτουσέρ, την γράφω όμως για να γίνω κατανοητός). Κάθε τι που δεν ανήκει στην οικονομική υποδομή αποπέμπεται σε δεύτερη ιδεολογική θέση: η προσκόλληση των ανθρώπων στη γη τους, στη γλώσσα τους, στους θεούς τους, στις επιθυμίες τους και στη βία τους, όπως και στις πολλαπλές κουλτούρες που τους εκφράζουν. Συχνά έβαλα τους μαρξιστές συνομιλητές μου στη δοκιμασία να μου παραθέσουν ένα μοναδικό γεγονός παγκόσμιας σημασίας που να συνέβη μετά το 1936 και η προσδιοριστική αρχή του οποίου να υπήρξε η πάλη των τάξεων. Η απάντηση που έπαιρνα, ήταν μία και μοναδική: το τέλος της αποικιοκρατίας… Τους αφήνω να το πιστεύουν αυτό. Ίσως άλλοι μου αραδιάσουν ένα σωρό παραδείγματα, τους ευχαριστώ προκαταβολικά. Για τον Αλτουσέρ, έτσι κι αλλοιώς δεν τίθεται θέμα να μελετήσει τα γεγονότα στην ιστορική τους πραγματικότητα. Η πάλη των τάξεων παίζει, στη φιλοσοφία του, το ρόλο που μέσα στη θεολογία έπαιξε η θεία χάρις: να εξηγεί πως η βούληση μπορεί να εξασκείται ακόμα και στα έγκατα της αναγκαιότητας.

Οι μάζες˙ ένα άλλοθι;

Δεν μπορείς να αρνείσαι την ιστορία και συγχρόνως να την ερμηνεύεις. Ιδού ένα σύστημα ιδεών που πρώτα αποκόβεται από το παρελθόν και έπειτα εξομοιώνει την ιστορία της φιλοσοφίας με έναν απατηλό υπερβατικό λόγο, ενώ παράλληλα διατείνεται ότι μπορεί να εφαρμοστεί τόσο στην αρχαιότητα όσο και στην σύγχρονη εποχή, ακόμη κι όταν φέρει τα σημάδια της εποχής στην οποία ο δημιουργός του το συνέλαβε, του ευρωπαϊκού δηλ. καπιταλισμού του XIX αιώνα. Και επειδή αυτό το σύστημα δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τις εξελίξεις, ούτε τις αντιφάσεις των προγενέστερων και επερχόμενων εποχών, είναι αναπόφευκτο να κα-ταφεύγει σε μια υπεριστορική έννοια ικανή ωστόσο να κάνει την ιστορία να προχωράει: τις μάζες, αυτή την πλειοψηφία της ανθρωπότητας που έχει συντριβεί από τους ισχυρούς, που υφίσταται και δεν φτιάχνει την ιστορία, προετοιμάζει όμως τις συνθήκες, τις οποίες άλλοι εκμεταλλεύονται για να την φτιάχνουν. Οι ίδιες αυτές μάζες, που ίσως (ο Μάρξ αναζήτησε τον τρόπο) κάποια μέρα αρχίσουν να γράφουν οι ίδιες την ιστορία. Όσο όμως περιμένουμε να συμβεί αυτό μέσα στα βάθη αυτού του δίχως υποκείμενο κενού, πρέπει κάποιοι να ερμηνεύουν τα σημάδια και να δείχνουν τα μονοπάτια, να μιλάνε στο όνομα των μαζών, όπως οι προφήτες μιλούσαν άλλοτε στο όνομα του Θεού. Το «νόημα της ιστορίας» ενσαρκωμένο σε ένα κόμμα και σε έναν άνθρωπο είναι το μοιραίο ταίρι ενός συστήματος, στο οποίο το γεγονός έχασε κάθε σημασία. Γιατί, από την μια η θεωρία επιβεβαιώνει ότι όλα είναι διάφανα: υπάρχει μια «επιστήμη της ιστορίας», μια «επιστήμη της πολιτικής»(12)… και παρ’ όλα αυτά το αποτέλεσμα είναι σκοτεινό και τα μέσα που υιοθετούνται για να διορθώσουν την πραγματικότητα παίρνουν κακή τροπή. Πρέπει λοιπόν αντί παντός τιμήματος το σκοτεινό να εξαναγκαστεί να γίνει διάφανο, και το αρνητικό να εξαναγκαστεί να διεισδύσει στο θετικό: και με αυτό είναι επιφορτισμένος ο σταλινισμός οπως άλλοτε η Ιερά Εξέταση.

Ο Στάλιν σοσιαλδημοκράτης

Αυτό το θέμα του σταλινισμού ο Αλτουσέρ το φύλαξε για να προσεγγίσει με ειλικρίνεια και δεν μασάει τα λόγια του όταν βεβαιώνει ότι «η κριτική των λαθών» του Στάλιν (ορισμένα από τα οποία —και τι αριθμός!— αποδείχτηκαν εγκληματικά) «έγινε με ένα τρόπο ξένο προς τον μαρξισμό». Το XX Συνέδριο του Κ.Κ. της Ε.Σ.Σ.Δ., λέει, κατήγγειλε τα γεγονότα δίχως να τα συσχετίσει ούτε με την υπερδομή (Κράτος, Κόμμα) ούτε με την υποδομή (παραγωγικές και ταξικές σχέσεις). Αλλά ανάγοντάς τα σε μια «προσωπικότητα» πυροδότησε αυτό το κύμα των «ιδεαλιστών-δεξιών» ερμηνειών που καταλήγουν στον «ολοκληρωμένο άνθρωπο» ενός Γκαρωντύ. Αυτή η εσφαλμένη κριτική ενίσχυσε, λοιπόν, το κακό από το οποίο πήγασε ο σταλινισμός. Σε αυτό το σημείο η ανάλυση (Σ.τ.Μ. του Αλτουσέρ) σε αφήνει εμβρόντητο: υπεκφεύγει το θέμα που έθεσε πριν από λίγο, αυτό της πραγματικότητας των παραγωγικών και ταξικών σχέσεων στην Ε.Σ.Σ.Δ. για να ακολουθήσει ένα παρακλάδι του μέσα στην ιδεολογία. Ο Στάλιν υπήρξε ο επίγονος ενός αστικού ιδεαλισμού που τον χαρακτήριζε η διάσταση ανάμεσα στον οικονομισμό και στον ανθρωπισμό και η οποία μολύνει την σοσιαλδημοκρατία…

Θα πρέπει συνεπώς να ξεχάσουμε την αλύπητη μάχη —θεωρητική και πρακτική— που ο Στάλιν και οι οπαδοί του(13) εξαπέλυσαν ενάντια στην σοσιαλδημοκρατία και να θεωρήσουμε την «σταλινική παρέκλιση» σαν «μια μορφή αντεκδίκησης της 2ης Διεθνούς πολύ μετά το θάνατο της τελευταίας». Τριάντα χρόνια ιστορίας —και τι ιστορίας! — αντικαταστάθηκαν από μια εννοιολογική αλυσίδα, η οποία σχεδόν παραμελεί τους πραγματικούς προσδιοριστικούς παράγοντες —κι αυτό αποτελεί μια επιπρόσθετη απόδειξη ότι ο υπερ-ντετερμινισμός καταλήγει στον ιδεαλισμό. Στο παρελθόν οι θεολόγοι καταδίωκαν με αυτό τον τρόπο κάθε αίρεση, μέσα δηλαδή από μια τέτοια αλυσίδα επαγωγών που σήμερα μας φαίνονται εξωπραγματικές. Οι θεολόγοι όμως είχαν μια δικαιολογία: πίστευαν στην πρωτοκαθεδρία της ιδέας. Ο Αλτουσέρ δεν πιστεύει. Έτσι, αφού δηλώνει ότι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι οι μάζες, καταλογίζει στις ιδέες την ευθύνη της διαφθοράς του κόμματος και των μαζών χρησιμοποιώντας σαν διάμεσο έναν άνθρωπο που περιέπεσε σε λάθος σκέψεις… Ο σταλινισμός όμως σε υποχρεώνει να διαλέξεις: Ή είσαι μαρξιστής, όπως ο Αλτουσέρ, και πρέπει σύμφωνα με την οπτική γωνία που σου υποβάλλει ο μαρξισμός να θέσεις υπό αμφισβήτηση την οικονομική και κοινωνική υποδομή, πράγμα που ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι στην Ε.Σ.Σ.Δ. υπάρχουν ακόμα τάξεις και πάλη των τάξεων, γεγονός που θα υποχρέωνε τα κομμουνιστικά κόμματα να επαναθεωρήσουν το δόγμα τους… Ή δεν είσαι μαρξιστής οπότε παίρνεις υπ’ όψη την ρωσσική παράδοση, την θέση ισχύος, τα πολλαπλά γεγονότα που επηρέασαν την Ε.Σ.Σ.Δ., τον κρατικό ιμπεριαλισμό και μια ολόκληρη πολιτική λογική, ακριβώς αυτήν που οι μαρξιστές αρνούνται να εξετάσουν αυτή καθαυτή. Στο βάθος ο Αλτουσέρ παραμένει πιστός στην θεμελιώδη πρόθεσή του, να διασώσει το δόγμα. Παρεκτρέποντας την κριτική της παρεκτροπής συγκαλύπτει το κεντρικό πρόβλημα που τέθηκε στον μαρξισμό από την πρόσφατη ιστορία των Κρατών που τον επικαλούνται: αυτό της μονιμότητας και της αυτονομίας της πολιτικής. «Είναι επειδή δεν στοχάστηκε πάνω στις καθαυτό συγκρούσεις που έχουν σαν άξονα την άσκηση της εξουσίας —την ραδιουργία και την κατάκτηση, την ανατροπή και την διατήρηση της εξουσίας— που ο μαρξισμός βρέθηκε, θεωρητικά και πρακτικά, τελείως απογυμνωμένος μπροστά σε ένα φαινόμενο οπως ο σταλινισμός» έγραψε ο Πωλ Ρικέρ.

Αντιδραστικός και προοδευτικός λόγος

Μπροστά σ’ αυτά τα σοβαρά ερωτήματα, καλό θα ήταν να μην παραθεωρήσουμε την πράξη (praxis), την οποία επικαλούνται με τόση ευχαρίστηση αλλού ([Σ.τ.Μ.] οι μαρξιστές) προς όφελος συγκεχυμένων και διφορούμενων ιδεολογικών εννοιών. Η αστική ιδεολογία, γράφει ο Αλτουσέρ, είναι «θεμελιακά οικονομιστική» — εμείς όμως θα προτιμούσαμε να λέγαμε ότι αντιπροσωπευτική της τρέχουσας αστικής ιδεολογίας είναι από την πλευρά των κομμουνιστών η πρόσκληση του Ίλλιτς στο πλούσιο τραπέζι και αυτό παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος ήταν ριζικά εχθρικός απέναντι στον οικονομισμό. Η αστική ιδεολογία, λέει ακόμα ο Αλτουσέρ, «είναι ανθρωπιστική». Αλλά ο Λούκατς, πριν από λίγο καιρό, είχε γράψει ένα παχύ τόμο για να αποδείξει ότι οι φασισμοί, αυτά τα προϊόντα του αστικού εκφυλισμού, καταστρέφουν τα θεμέλια του ορθολογικού ανθρωπισμού και ο Ζωρζ Σεγκύ δεν χάνει ευκαιρία να μην υπερασπιστεί τις αξίες του πολιτισμού.(14)

Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας ανθρωπιστικός λόγος σάπιος και αντιδραστικός και ένας άλλος που είναι προοδευτικός και απελευ-θερωτικός. Ο Αλτουσέρ εξ άλλου προσκρούει σε αυτή την δυσκολία εφ’ όσον μιλάει για τον «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» του Ντούμτσεκ και υπογραμμίζει τίμια ότι δεν ήταν το επίπονο δημιούργη-μα κάποιων διανοούμενων, αλλά μάλλον «ένα λαϊκό κίνημα». Αλλά αμέσως μετά δίνει την εξής ερμηνεία: «Αυτό που ο τσέχικος λαός ήθελε, ήταν σοσιαλισμός με εθνική ανεξαρτησία και όχι ο ανθρωπισμός. Ήθελε έναν σοσιαλισμό που το πρόσωπό του (και όχι το κυρίως σώμα του) δεν θα παραμορφωνόταν από ταπεινωτικές πρακτικές». Ακόμα και εδώ ο Αλτουσέρ υπεκφεύγει την ζωντανή πραγματικότητα, την πραγματική καταπίεση, γραφειοκρατική και διανοητική, τον ολοκληρωτισμό κάτω από τον οποίο υποφέρουν οι Τσεχοσλοβάκοι, για να περιορίσει την εξέγερσή τους σε ένα είδος εθνικού ξεσηκωμού. Βέβαια, το εθνικό κίνημα είναι σημαντικό, αλλά κατ’ αρχήν μας παραπέμπει σε μια πραγματικότητα που αποσιωπάται στο έργο του Αλτουσέρ, αυτήν του ρωσικού έθνους και του σοβιετικού ιμπεριαλι-σμού• και έπειτα ο Αλτουσέρ δεν διερωτάται αν ο εθνικισμός ήταν ένας καθαυτό σκοπός ή ένας πόλος, το μέσο για την προώθηση απλών διεκδικήσεων: του δικαιώματος της σκέψης, του λόγου, της ελεύθερης κυκλοφορίας…

Προς ένα καταναγκαστικό ανθρωπισμό;

Πολλές φορές, εδώ και είκοσι χρόνια, ο δρόμος μου έχει συναντηθεί με του Αλτουσέρ και πάντα με κάποιο όφελος: Αυτό όμως το τελευταίο έργο του με γεμίζει ανησυχία. Δεν είναι ότι επιθυμώ να συνηγορήσω υπέρ του «ανθρωπισμού». Αυτή η υπόθεση έχει αρχίσει να γερνάει και ο άνθρωπος στην πορεία του αποδεικνύεται ότι είναι μόνος. Αυτό που με κάνει να δείχνω ανήσυχος είναι ότι αυτή η τεράστια, αυτή η αυστηρή φιλοσοφική εργασία μοιάζει να καταλήγει σε ένα στένωμα, ενώ η απόκτηση της συνείδησης, για να τήν πλατύνουμε, καλεί σε μια προσπάθεια σύνθεσης. Είπαμε ότι ο Αλτουσέρ εξαλείφει κάθε τι που πλημμυρίζει το πεδίο της παραγωγικής δραστηριότητας του ανθρώπινου είδους. Δεν απορρίπτονται μόνο οι αξίες, αλλά και αρνείται να θέσει το ζήτημα της φύσης, το ζήτημα αυτής της απειλούμενης γης, στην οποία ο άνθρωπος εργάζεται και κατοικεί, —όπως το είχε νοιώσει ο Μαρξ με μια διαίσθηση από την οποία ο Αλτουσέρ μας αποκόβει ενώ θα έπρεπε να μας τροφοδοτεί μ’ αυτήν.

Συνεπώς, τι είναι αυτή η ιστορία δίχως υποκείμενο, δίχως τόπο και δίχως σκοπό, που μας προτείνει ο Αλτουσέρ, στερημένης όχι μόνο από τον Θεό, αλλά και από την επιθυμία; Τι άλλο είναι αυτή η ιστορία όπου η διάνοια είναι ένα εξάρτημα των μηχανισμών απευθείας συνδεδεμένο με αυτούς, εκτός από μια μονότονη και παγερή υποδιαίρεση — ένας καταναγκαστικός ανθρωπισμός (γιατί μια αθεϊστική φιλοσοφία δεν μπορεί να παράγει τίποτε άλλο εκτός από έναν ανθρωπισμό;) αλλά ένας ανθρωπισμός δίχως άνθρωπο, καταδικασμένος σε τυραννικές κανονικοποιήσεις ή σε αχαλίνωτες αναδράσεις; Δεν βλέπω τίποτα σε αυτή την ιστορία που να μπορεί να μας υποκινήσει να αλλάξουμε τη ζωή και την κοινωνία. Είναι πολύ πικρό να γίνεται κάτι, εδώ κι εκεί, δίχως να ολοκληρώνεται. Τουλάχιστον, όμως, υπάρχει κάτι που απομένει να γίνει. Και αυτό αξίζει περισσότερο από έναν συστηματοποιημένο κόσμο, όπου τίποτα δεν συμβαίνει.

Ένας νέος δογματισμός

Σε μια πρώτη φάση το πνεύμα πρέπει ν’ απαλλάσσεται από το περιττό και να απλοποιεί το πολύπλοκο. Εάν όμως, σε μια δεύτερη φάση, δεν αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις που του φέρνει τόσο η πραγματικότητα όσο και αυτοί που είναι αντίθετοι μαζί του, τότε θα εγκρίνει ένα σύμπαν με πολύ αραιό και φτωχό περιεχόμενο. Αυτό που είναι περίεργο, είναι ότι ο Αλτουσέρ φαντάζεται ότι ένα τέτοιο σύμπαν μπορεί να εμπνεύσει μιαν επαναστατική δράση. Βέβαια, το δόγμα μπορεί να την συντηρεί μέσα στο κενό, τι γίνεται όμως με την πράξη; Ο Αλτουσέρ έχει δίκαιο όταν υπενθυμίζει στους μαρξιστές, ότι ο Μαρξ ήταν αυτός που πρώτος κήρυξε τον πόλεμο στον ηθικοπλαστικό λυρισμό των περισσότερων επαναστατών της εποχής του και ασχολήθηκε με την συγκρότηση μιας «επιστήμης» της επαναστατικής δράσης. Όμως με αυτό το ίδιο πνεύμα, αυτό που θα συνέφερε έναν μαρξιστή να κάνει σήμερα, είναι να διευρύνει αυτή την επιστήμη, ξεκινώντας από τα μαθήματα που μας έδωσε μια ιστορία εκατό χρόνων στη διάρκεια των οποίων ο ίδιος ο μαρξισμός έγινε μία από τις κινητήριες δυνάμεις(15) και επιπλέον ξεκινώντας από τις κατακτήσεις των νέων επιστημών του ανθρώπου. Όμως αυτό είναι το σύμπαν που κατασκεύασε ο Αλτουσέρ, γιατί αυτό που μας παρουσιάζει δεν είναι μια επιστήμη της ιστορίας, αλλά η επιστήμη μιας επιστήμης που συστάθηκε εδώ και έναν αιώνα, που σημαίνει ένας καινούργιος τρόπος παγιοποίησης και δογματοποίησης του μαρξισμού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. L. Althusser, Répouse à John Lewis, Maspero.

2. L. Althusser, «Avertissement aux lecteurs du Livre I du Capital, εις Karl Marx, Le Capital, Livre 1, Garnier -Flammarion, 1969.

3. R. Aron, D’ un Sainte Famille à l’autre, Gallimard.

4. O Μ. Rubel επιμελήθηκε μια έκδοση των έργων του Μαρξ για την Pleiade. Στον β’ τόμο, στον πρόλογό του, ο Rubel παρουσιάζει τη γένεση του μαρξιστικού οικονομικού έργου.

5. Κ. Marx, Oeuvres, τόμ. II, La Pleiade.

6. Μ. Abensour, «Poul lireMarx», Revue francaise des sciences politiques, Αυγ. 1970, τόμ. XX.

7. Oπ. παρ.

8. J.-J. Lentz, «Le langage des conditious» εις De l’ Amerique et de la Russie, συλλ. «Esprit», Sevill.

9. K. Marx, Grundrisse.

10. J.-J. Lentz, οπ. παρ.

11. Το έργο στο οποίο ο Μαρξ χρησιμοποιεί συχνά την λέξη μάζα (στον ενικό) είναι η Αγία Οικογένεια (συγκεκριμένα στο κεφάλαιο VI). Όμως υιοθετεί αυτή την έννοια μόνο και μόνο για να περιπαίξει την αντίθεση που καθιερώνουν οι νεο-εγελιανοί ανάμεσα στο πνεύμα και στην μάζα.

12. «Η πολιτική είναι μια επιστήμη», γράφουν ψυχρά οι συντάκες των Frontières, οργάνου του CERES.

13. Ανάμεσα στα άλλα: «Η σοσιαλδημοκρατία είναι αντικειμενικά ή μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού» Στάλιν, Πράβντα, 20 Σεπτεμβρίου 1924. Ξέρουμε όλοι σε τι κατάσταση οδήγησε αυτή η θεωρία τον γερμανικό αντιφασισμό. Βλ. την εξαιρετική συλλογή σε σύνταξη Κ. Παπαϊωάννου Marx et les Marxistes, Flammarion.

14. Στην διάρκεια μιας εσπερίδας που οργανώθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1973 από την Nouvelle Critique ο κ. Roland Leroy, μέλος της γραμματείας του Γαλλικού Κ.Κ. (P.C.F.), έπλεξε ζωηρά το εγκώμιο των κλασικών θεμάτων του ανθρωπισμού, τα οποία, σύμφωνα με την γνώμη του, έγιναν αντικείμενο επίθεσης από την πλευρά της αστικής ιδεολογίας. «Το μεγάλο κεφάλαιο αποποιήθηκε ολοκληρωτικά τον ορθολογισμό και τον οπτιμισμό. Οι ιδεολογίες του και οι πολιτικοί του άνδρες, ακόμη και οι πιο υπεύθυνοι, καλλιέργησαν την δυσφήμηση της επιστήμης, της εκπαίδευσης, της κουλτούρας, του Λόγου (raison), των διανοουμένων, όλης της επιστημονικής αντίληψης». Ο R.Leroy έκανε μια πρόσθετη παρατήρηση η οποία, μέσα στο παραδοσιακό ύψος του ιδεολογικού σταλινισμού, ανακάτωνε τον αλτουσερισμό (που δεν ήταν έκδηλος αλλά εύκολα αναγνωρίσιμος) με έναν «εκλεκτικισμό» που είναι ακριβώς το αντίθετό του: «Με έκπληξη εξ άλλου ανακαλύπτει κανείς ότι συχνά, σήμερα, ζητάνε από το κόμμα να επιστρέψει σε αντιλήψεις σαν αυτή του εκλεκτικισμού ή της υποταγής της κουλτούρας στην πολιτική, αντιλήψεις που έχει κανείς μετρήσει αρκετά την βλαβερότητά τους, ώστε να έχει την οποιανδήποτε επιθυμία να ενδώσει σε αυτές».

15. Ο Michel Déguy επεσήμανε αυτό το σημείο στο απόσπασμα: «Σαν η ίδια η θεωρία από την οποία βγήκε η Επανάσταση να εξαφανίστηκε στο πέρασμά της μέσα στο παγκόσμιο γεγονός που αυτή εφάρμοσε». «Althusser, Lenine et la Philosophie».

Read Previous

Roger Scruton: Ο Μπέκετ, διδάσκαλος της συμπόνιας

Read Next

Christian Audejean: Πικάσσο, Απουσία και παρουσία