Jean-François Revel: Η ‘θεία χάρις’ του Κράτους

Από: “Η ‘θεία χάρις’ του Κράτους”, μετφ. Αιμ. Βαλασιάδης, Ευρωεκδοτική, Αθήνα, 1982.

Τα γεγονότα είναι αντιδραστικά

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι το να είναι «αριστερή» μια κυβέρνηση, σημαίνει ότι αποβλέπει στην προώθηση της ευτυχίας των ανθρώπων. Ξεκινώντας από μια τέτοια υπόθεση, ένας απλοϊκός παρατηρητής που βλέπει την υδρόγειο θα έτεινε να δώσει το χαρακτηρισμό «αριστερές» στις χώρες που ο κόσμος ζει καλύτερα από υλικής πλευράς και από ορισμένες άλλες απόψεις που κάνουν τη ζωή υποφερτή, θα τοποθετούσε όλο και περισσότερο στα δεξιά τα καθεστώτα όσο θα κατέβαινε στην κλίμακα διαβάθμισης της ευτυχίας των λαών. Ποιά θα ήταν όμως η έκπληξη γι’ αυτό τον αφελή παρατηρητή, αν ένας καθηγητής των πολιτικών επιστημών φανερωνόταν μπροστά του για να του μάθει πως πρέπει να αντιστρέψει αυτή την κατάταξη.

Οι περισσότερες κοινωνίες όπου διαπιστώνεται η πιο μεγάλη ευημερία και οι λιγότερο δυσμενείς συνθήκες για την ολοκλήρωση του άτομου, θα του έλεγε, είναι εκείνες που καθημερινά ονομάζουμε «δεξιές» ή «συντηρητικές» ενώ, αντίθετα, εμφανίζονται στον κατάλογο των «προοδευτικών» ή «σοσιαλιστικών» χωρών σχεδόν όλες εκείνες όπου ο λαός είναι ταυτόχρονα φτωχός μέχρι αθλιότητας και καταπιεσμένος μέχρις εξοντώσεως. Χωρίς να επικαλεστεί κανείς τις πιο τραγικές περιπτώσεις αυτού του αντίστροφου «προοδευτισμού», θα μπορούσε ν’ αναφερθεί για παράδειγμα σε πολλές χώρες, πολιτισμένες, που η βιοτική άνεση και ευημερία έχουν φθαρεί κατά τη διάρκεια της ασκήσεως μιας «σοσιαλιστικής» εξουσίας, χωρίς όμως γι’ αυτό να έχει ανακληθεί ο χαρακτηρισμός αυτός από την εξουσία. Δεν θα είχε αφαιρεθεί όμως για κανένα λόγο από μια εξουσία της «δεξιάς» ο δικός της χαρακτηρισμός, ακόμη κι αν είχε αποδειχτεί ότι συνέπεσε με μια όχι και τόσο κακή περίοδο για την ευτυχία των ανθρώπων.

Αυτός, λοιπόν, που θα ήθελε ν’ αποφύγει να τον χαρακτηρίσουν σαν «αντιδραστικό», δεν θα πρέπει να περιορίζεται στο να εύχεται την ευτυχία των ανθρώπων και την εφαρμογή -ακόμη κι αν αυτή μπορεί να αναθεωρηθεί- μεθόδων κοινωνικής οργάνωσης που έχουν από πείρα αποδειχτεί οι λιγότερο καταστρεπτικές. Η άδολη, η έντιμη και χωρίς διορθώσεις χρήση ενός τέτοιου κριτηρίου θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν δείγμα κακοπιστίας για μια πλειοψηφία καθεστώτων και κυβερνήσεων, που διεκδικούν τον τίτλο των «σοσιαλιστικών» και στις όποιες κανείς δεν αμφισβητεί αυτή τη διάκριση, για να δικαιολογήσουν τον τίτλο τους πρέπει να πληρούν τους ακόλουθους όρους: να υποβιβάζουν το βιοτικό επίπεδο, να μεγαλώνουν τις ανισότητες, να περιορίζουν τις ελευθερίες.

Αν δεχτεί κανείς να δει, στη συνύπαρξη των τριών αυτών όρων, ή έστω των δύο από αυτούς, τη βέβαιη ένδειξη πώς βρίσκεται μπροστά σ’ ένα καθεστώς της δεξιάς, θα πρέπει αναπόφευκτα να τοποθετήσει στα δεξιά τα καθεστώτα της αριστεράς, δηλαδή να τα συκοφαντήσει κι έτσι να γίνει αντιδραστικός. Βέβαια, υπάρχει, ευτυχώς, κι ένας εξ ίου υπολογίσιμος αριθμός καθεστώτων ή κυβερνήσεων της δεξιάς που πληρούν με τη σειρά τους τους τρεις όρους που απαριθμήσαμε. Γι’ αυτές δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα: δίνουν νόμιμα στόχο στη ν παγκόσμια αγανάκτηση, δηλαδή αυτό που θα περίμενε από αυτές η Ιστορία. Αλλά καθώς συναντά κανείς άλλες κυβερνήσεις της δεξιάς που δεν πληρούν αυτούς τους όρους κι ένα άθροισμα σοσιαλιστικών καθεστώτων που τους προσφέρουν σε αφθονία, δεν θα μπορούσε, χωρίς πνευματική ανεντιμότητα, να χρησιμοποιήσει αυτά τα κριτήρια για να ξεχωρίσει τη δεξιά από την αριστερά.

Πώς λοιπόν να το πετύχει κανείς; Με το να ξεφορτωθεί μια για πάντα την προκατάληψη σύμφωνα με την οποία η τοποθέτηση μιας κυβέρνησης στη δεξιά ή το σοσιαλισμό θα μπορούσε να κριθεί σύμφωνα με τα καλά ή τα κακά αποτελέσματα των ενεργειών που κάνει για το μεγαλύτερο αριθμό των πολιτών. Υπάρχουν κυβερνήσεις της αριστεράς που έχουν κακά αποτελέσματα και κυβερνήσεις της δεξιάς που έχουν καλά, ακόμη ένα πλήγμα. Αυτό επιτρέπει τη διατύπωση του πρώτου αξιώματος της σύγχρονης πολιτικής: είναι αντιδραστικό να κρίνεται μια κυβέρνηση από τ’ αποτελέσματα της.


Το δεύτερο αξίωμα είναι το ακόλουθο: ο σοσιαλισμός είναι πάντα στην αριστερά και ο καπιταλισμός πάντα στη δεξιά. Αυτό το θεμελιακό αξίωμα δεν έχει καμιά σχέση με τη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής. Υπάρχουν σοσιαλιστικά συστήματα στα όποια, από λάθος τους, οι άνθρωποι ζουν άσχημα και καπιταλιστικά συστήματα όπου ζει κανείς λιγότερο άσχημα. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Τα πρώτα είναι καλά συστήματα που έχουν μπει σε κακό δρόμο, τα δεύτερα είναι κακά συστήματα, η φαινομενική ευφορία των οποίων είναι ψεύτικη και κρύβει μόλις μετά βίας μια αθεράπευτη αρρώστια.

Απομένει να γίνει δεκτό ότι τα κακά, από τα όποια πάσχει ο σοσιαλισμός, θα μπορούσαν να φανούν ακόμη πιο αθεράπευτα. «Μέχρι τώρα δίδασκα στους μαθητές μου τη λέξη ανεργία, από αύριο το πρωί θα τους μάθω να κλίνουν το ρήμα ζω», δήλωσε ένας νεαρός δάσκαλος που ρωτήθηκε τυχαία από ένα συνεργείο της τηλεόρασης στην πλατεία της Βαστίλης, τη νύχτα της εκλογής του Φρανσουά Μιττεράν στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Η πίστη στην ακαριαία εξάτμιση της ανεργίας το πρωί που ακολούθησε την εκλογή ενός σοσιαλιστή Προέδρου, ακτινοβολεί σ’ αυτό το δάσκαλο μια οικονομική καλλιέργεια προσαρμοσμένη στην περίοδο της αντιπολίτευσης και που επιβίωσε ίσως λίγο χρόνο παραπάνω απ’ ό,τι χρειάζεται. Πολύ λίγο όμως ενδιαφέρει, γιατί από δω κι εμπρός, για να χρησιμοποιήσουμε την κομψή έκφραση της ημέρας, αυτό που έχει σημασία είναι το ότι η μάχη κερδίζεται «με την εκστρατεία των εξηγήσεων». «Η λέξη είναι ένας πανίσχυρος δεσπότης» έλεγε ο Γοργίας με περισσή διαύγεια.

Επειδή η νέα κυβέρνηση δεν μπόρεσε να εξαφανίσει από τη μια μέρα στην άλλη την ανεργία και τον πληθωρισμό, κι ακόμα λιγότερο εφόσον βιάστηκε να λάβει μέτρα που τα επιδείνωσαν, της μένει να εξηγήσει στους πολίτες γιατί, παρά τις υποσχέσεις της, δεν πραγματοποιήθηκε το θαύμα με την εξαφάνιση της παλιάς πλειοψηφίας. Για να τους το εξηγήσει, κατονομάζει τους τρεις υπεύθυνους: τον εσωτερικό εχθρό, τον εξωτερικό εχθρό και τον προγενέστερο εχθρό. Ο πρώτος είναι οι «κερδοσκόποι» που συνωμοτούν για να οργανώσουν τη «φυγή των κεφαλαίων». Ο δεύτερος εχθρός είναι οι Αμερικανοί με τα επιτόκια τους. Θα έπρεπε άραγε να θυμίσουμε ότι τον Απρίλη του 1980 τα αμερικανικά επιτόκια είχαν φτάσει στο 21% και ότι το δολάριο είχε σταθεροποιηθεί στα 4,10 φράγκα; Εξαιτίας αυτού οι Γάλλοι παραπονιόνταν – εξάλλου πάντα παραπονούνται για την πορεία του δολαρίου όποια κι αν είναι. Γι’ αυτό καλό είναι να μην αποχωριστούμε από αυτό το όπλο που είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και έχει περίφημη κόψη. Αλλά ο σπουδαιότερος εχθρός στη μεταβατική περίοδο είναι ο προγενέστερος εχθρός. Με σκοπό να εξηγήσει τη βραδύτητα της ανόρθωσης, δηλαδή την επιτάχυνση της πτώσης, το σοσιαλιστικό κόμμα έχει αποφασίσει να περιγράψει πολύ σκυθρωπή την κατάσταση που άφησαν οι προκάτοχοι, περιφρονώντας και τα πιο θεμελιωμένα στοιχεία και τις πιο κοινές αποδείξεις. Η άβυσσος, στην οποία βρίσκεται η χώρα, σύμφωνα με τους νέους κυβερνήτες, είναι τόσο βαθιά, που επιβάλλει υπομονή, αλλά και κυρίως, επαγρύπνηση κατά των υπονομευτών.

Από δω ξεκινάει το τρίτο και τελευταίο θεμελιακό αξίωμα της σοσιαλιστικής σκέψης: όταν ο καπιταλισμός ναυαγεί, είναι φανερά λάθος του καπιταλισμού• όταν ο σοσιαλισμός ναυαγεί, πάλι είναι λάθος του καπιταλισμού.

Τα λόγια είναι πεισματάρικα

Σύμφωνα με τα όσα προηγούνται, είναι επόμενο πως καμιά κριτική του σοσιαλισμού δεν θα μπορούσε να είναι καλόπιστη. Η κριτική δεν μπορεί να είναι αφιλοκερδής ακόμη κι αν έχει σαν κίνητρο, φαινομενικά, την ανάμνηση των προηγούμενων αποτυχιών, από φόβο μήπως στο μέλλον οι ίδιες αιτίες προκαλέσουν τις ίδιες καταστροφές. Το να αναγνωριστεί μια κριτική σαν «αριστερή» με τη δικαιολογία ότι υπαγορεύεται από μια ειλικρινή ανησυχία σχετικά με το μέλλον, θα ήταν μια αρχή συμβιβασμού. Από τη στιγμή που ένας σοσιαλιστής θεωρεί ότι η αντίρρηση ενός τρίτου μπορεί και να μην είναι εμπνευσμένη από τον «εκφεουδαλισμό» του και μόνο στις πολυεθνικές, και ότι είναι συζητήσιμη, είναι νικημένος. Τι λέω! Έγινε υπηρέτης των «κυριάρχων» αυτός ο ίδιος.

Αφήνουμε στο περιθώριο την αστεία υπόθεση πως μια «δεξιά κριτική» θα μπορούσε να περιλαμβάνει έστω και ένα ίχνος αλήθειας. Ένας κριτικός της δεξιάς είναι όργανο του Μεγάλου Κεφαλαίου και προστατεύει τα εγωιστικά του συμφέροντα με δουλοπρέπεια και φτάνει την υποκρισία του στο σημείο να στηριχτεί σε μερικά πραγματικά γεγονότα, πράγμα επικίνδυνο για το σοσιαλισμό. Αναμιγνύει, με προδοτικό τρόπο, στη μάχη που δίνει για την υπεράσπιση των προνομιούχων, μερικές ακλόνητες διαπιστώσεις που είναι μάλιστα κατανοητές απ’ όλους και που, εξαιτίας ακριβώς της κοινοτυπίας τους, αποκτούν δύναμη. Κάθε σωστός σοσιαλιστής, όχι μόνο δεν θα κλονιστεί απ’ αυτά αλλά αντίθετα θ’ αποκομίσει ένα πολύτιμο δίδαγμα από τη μελέτη των δεξιών κριτικών, το ότι δηλαδή κάθε υποτιθέμενος αριστερός κριτικός που επικαλείται γεγονότα για να δείξει έστω και μια παροδική χειροτέρευση της καθημερινής ζωής των ταπεινών, είναι στην ουσία δεξιός κριτικός. Ποιος δεν θα έβρισκε ύποπτη πραγματικά αυτή τη συγγένεια που υπάρχει στις αντιρρήσεις της δεξιάς και σ’ αυτές της δήθεν αριστεράς, που επικαλούνται γεγονότα και έχουν το άγχος των αποτελεσμάτων; Όποιες κι αν είναι, απ’ όπου κι αν προέρχονται, οι κριτικές κατά του σοσιαλισμού είναι λοιπόν κριτικές της δεξιάς, και γι’ αυτό το λόγο δεν είναι άξιες να ληφθούν υπόψη.

Μήπως όμως αυτή η λύση είναι κάπως απότομη και υπερβολικά απόλυτη κατάφαση, μια άρνηση επιχειρηματολογίας; Προτρέπω αυτούς που πιθανόν αρχίζουν ν’ αμφιβάλλουν, να σκεφτούν για λίγο τη λαμπρή επιτυχία που είχαν, χάρη στη μέθοδο που αναφέραμε, οι μεγάλοι ηγέτες των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Πραγματικά, οι επιφανείς αυτοί άνδρες, που τους σέβονται και τους θαυμάζουν παντού, αυτοί οι χαρισματικοί ηγέτες του προοδευτικού Τρίτου Κόσμου (εννοείται πως οι αντίστοιχοι μη προοδευτικοί ηγέτες του Τρίτου Κόσμου θα έχουν να δώσουν λόγο στην παγκόσμια συνείδηση) των οποίων το ηθικό κύρος ακτινοβολεί σε όλο τον πλανήτη, αυτοί οι σοσιαλιστές ημίθεοι, είναι αρχηγοί κρατών που έχουν βυθίσει τις χώρες τους σε χρεοκοπία. Οι υπήκοοι τους, εκτός από τους ανθρώπους τους που βρίσκονται στις κρατικές υπηρεσίες και που επιβλέπουν τον πληθυσμό που φυτοζωεί, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: σ’ αυτούς που βρίσκονται περιορισμένοι σε στρατόπεδα (ουσιαστικά στο χώρο της εργασίας τους), σ’ αυτούς που στέλνουν να σκοτωθούν σε αποικιακούς πολέμους και, τέλος, σ’ αυτούς που θέλουν να δραπετεύσουν και που κινδυνεύουν από ένα σχεδόν σίγουρο πνιγμό.

Έχουμε ρωτήσει ποτέ τους αρχηγούς του Τρίτου Κόσμου, αυτούς τους «φάρους της σκέψης» (η φράση είναι του Β. Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και αφορούσε το Μάο Τσε Τουνγκ), ναι, έχουμε ποτέ τολμήσει να τους ρωτήσουμε πώς ζουν οι άνθρωποι στις χώρες που κυβερνούν; Θα ήταν απρέπεια. Άλλωστε, ακόμη κι αν είχαμε αποδείξει εκατό φορές πώς δεν κυβερνούν παρά χοιραδικές, ανεγκέφαλες και πεινασμένες ορδές, πάνω από τις οποίες πλανιέται η προστατευτική σκιά ενός αυστηρού συντάγματος, αυτό δεν θα μείωνε σε τίποτα το παγκόσμιο κύρος τους. Αντίθετα, τους κολακεύουν, τους σέβονται, τους εκτιμούν, τους υποδέχονται παντού, τους μεταφράζουν σε όλες τις γλώσσες, οι ίδιοι τρομοκρατούν και σαγηνεύουν ταυτόχρονα τα Ενωμένα Έθνη, καθοδηγούν την Οργάνωση των χωρών που λέγονται μη ευθυγραμμισμένες ή αυτή των Αφρικανικών Κρατών, και δίνουν μαθήματα ηθικής στους δήμιους του ανθρώπινου γένους όπως είναι η Ελβετική Ομοσπονδία ή η Νέα Ζηλανδία. Είναι γεγονός, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, πως κατάφεραν ν’ αποσυνδέσουν εντελώς τις έννοιες του μεγαλείου του ηγέτη του Κράτους και της δράσης του μέσα στην ίδια του τη χώρα.

Πρέπει, λοιπόν, να μάθουμε να τρέφουμε αγνά και αφιλοκερδή αισθήματα απέναντι στο σοσιαλισμό. Αν κανένας Πολωνός δεν είχε την αξιοθρήνητη παραξενιά του να φανταστεί πως υπάρχει έλλειψη τροφίμων στη χώρα του, πράγμα που δείχνει μια καπιταλιστική ευαισθησία -εφόσον πρόκειται για κριτική της οικονομίας με βάση την αποδοτικότητα της-, δεν θα είχαμε ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για κρίση του σοσιαλισμού στην Πολωνία.

Κάθε δόγμα στηρίζεται στον αυστηρό διαχωρισμό των προθέσεων και των πράξεων, αυτός είναι άλλωστε ο μόνος τρόπος για να διαρκέσει. Αυτό είναι το μυστικό της μακροζωίας του χριστιανισμού. «Αν δεν γινόταν αυτό, γράφει ο Bayle που γνώριζε το θέμα σε βάθος, αν δεν γινόταν αυτό, πώς θα ήταν δυνατό οι Χριστιανοί, που γνωρίζουν καλά, χάρη σε μια αποκάλυψη που στηρίζεται σε θαύματα, ότι πρέπει ν’ απαρνηθούν την ακολασία ώστε να κερδίσουν την αιώνια ευτυχία (και για να μην είναι αιώνια δυστυχισμένοι), που έχουν τόσο εξαιρετικούς ιεροκήρυκες μισθωτούς και που τους παραινούν έντονα και πιεστικά, που έχουν παντού τόσο σοφούς καθοδηγητές της συνείδησης και τόσα βιβλία πίστης• πώς λέω θα ήταν δυνατό να συνεχίσουν να ζουν οι Χριστιανοί μέσα στην ακολασία, όπως το κάνουν;» Με τον ίδιο τρόπο δεν θα νομίζαμε πως ακούμε να μιλούν γύρω μας σχετικά με το σοσιαλισμό; Μήπως δεν τον υπηρετούν με τον ίδιο τρόπο «περίφημοι κήρυκες» μισθωτοί, ή μήπως δεν διαθέτει «καθοδηγητές της συνείδησης σοφούς και με ζήλο», ή μήπως, και πάνω απ’ όλα, του λείπουν τα «βιβλία πίστης»; Ο Bayle σημειώνει κατόπιν το έξης σχετικά με την κάθε είδους πίστη, αφού η αγάπη ενός άνθρωπου για τη θρησκεία του είναι ένα πάθος ανάμεσα σ’ άλλα, ο καθένας μπορεί να παραβιάσει τους κανόνες της αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί ν’ ανεχθεί την αμφιβολία των τρίτων: «μ’ αυτό τον τρόπο, πιστεύουμε πως η θρησκεία στην οποία έχουμε ανατραφεί είναι η καλύτερη και συγχρόνως κάνουμε στην πράξη ό,τι είναι κολάσιμο και απαγορευμένο, αυτά τα πράγματα συμβιβάζονται τόσο στην υψηλή κοινωνία όσο και στα λαϊκά στρώματα.»

Μια άλλη παρήγορη σκέψη για τον κάθε σοσιαλιστή είναι, επίσης, το ότι το γλίστρημα μιας αναπτυγμένης χώρας στην οικονομική ανεπάρκεια μπορεί να γίνει το ίδιο αθόρυβα όσο και η προηγούμενη άνοδος της προς την ευμάρεια. Άλλωστε υπάρχει η εκδοχή να μείνουν πολύ λίγα ακριβή ίχνη της στη μνήμη των ανθρώπων ώστε να επιτρέπουν τη σύγκριση της προηγούμενης με την τωρινή κατάσταση. Αν το 1950 δείχναμε σε έναν εικοσιπεντάχρονο Γάλλο, μέτριας οικονομικής κατάστασης και χωρίς ελπίδες κάποιας κληρονομιάς, τη στάθμη του βιοτικού του επιπέδου το 1980, θα νόμιζε ότι κάποιο πονηρό πνεύμα του έπαιζε ένα άσχημο παιχνίδι. Σήμερα όμως θα του ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσει πώς το 1950 το σημερινό του βιοτικό επίπεδο θα του είχε φανεί σαν ένα όνειρο. Με τον ίδιο τρόπο, το 2010, ο Γάλλος που έγινε εικοσιπέντε χρόνων το 1980, θα έχει ξεχάσει το μέτρο με το όποιο μετρούσε την άνεση της καθημερινής του ζωής.

Εκτός από αυτό, που είναι θέμα συνήθειας του ανθρώπου, θα πρέπει να συγκρατήσουμε το κεφαλαιώδες αξίωμα που ήταν το συμπέρασμα του προηγούμενου κεφαλαίου: ό,τι έχει συμβεί, συμβαίνει και θα συμβεί στο σοσιαλισμό, πρέπει πάντα ν’ αποδίδεται στον καπιταλισμό. Το 2010, αυτού του είδους τα επιχειρήματα, που αναφέρονται στην ολέθρια περίοδο πριν από τις 10 Μαΐου 1981, μέρα της εκλογής του Μιττεράν στην Προεδρία της Δημοκρατίας, θα είναι δύσκολο να εξαντληθούν. Για να συνεχιστεί η εξόρυξη μεταλλεύματος απ’ αυτά τα πλούσια χρόνια, θα πρέπει να επινοηθούν λέξεις, όλο και περισσότερες, όχι μόνο να επινοηθούν αλλά και να επαναλαμβάνονται. Μπορούμε να μετρήσουμε την εξουσία των λέξεων πάνω στη σκέψη του συνόλου, αν θυμηθούμε πώς κανένα από τα σοσιαλιστικά καθεστώτα, στα τέλη αυτού του αιώνα που γνώρισε τόσα και τόσα καταστροφικά, δεν συνδέεται στην κοινή γνώμη με την ιδέα μιας ολοκληρωτικής αποτυχίας! Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα, είπε ο Lesage σε μια περίφημη φράση. Λάθος. Τα γεγονότα δεν είναι τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα γεγονός που να μη μπορεί να αντιστραφεί, να εξουδετερωθεί ή να δώσει τη θέση του σε ένα πλαστό συνάθροισμα, γραπτά ή προφορικά, και του οποίου η πλαστοποιημένη απόδοση, όταν διαδοθεί, να μη μπορεί να αντισταθεί σε κάποια διόρθωση, ή σε ντοκουμέντα που αποδεικνύουν τη μηδαμινότητά του. Όχι, τα γεγονότα δεν είναι πεισματάρικα, οι λέξεις μόνο είναι.

Μια από τις πρώτες παρατηρήσεις του Θουκυδίδη, στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, είναι το ότι οι άνθρωποι δεν έχουν την περιέργεια της εξακρίβωσης ενός γεγονότος σε ό,τι άφορα την πολιτική και την ιστορία, καθώς και το ότι διαιωνίζουν αβάσιμες πεποιθήσεις, παρόλο που εκμηδενίζονται αυτές, αλλά μάταια, από μια έστω και στοιχειώδη πληροφόρηση. «Οι άνθρωποι -γράφει- δέχονται και μεταδίδουν στους άλλους χωρίς να το εξετάσουν, ακόμα και αν πρόκειται για την ίδια τους τη χώρα, τις συνήθειες που έχουν σχέση με τα γεγονότα του παρελθόντος». Ο Θουκυδίδης αναφέρει το παράδειγμα της δόξας του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, που από αγάπη στη δημοκρατία σκότωσαν τον «τύραννο» Ίππαρχο, ενώ ο αληθινός τύραννος ήταν ο Ιππίας: πράγμα που είναι το ίδιο παράλογο σα να είχαμε κάνει αντιφασιστικό ήρωα έναν Ιταλό που θα είχε σκοτώσει τη μαγείρισσα του Μουσολίνι. Τί θα είχε σκεφθεί ο Θουκυδίδης αν ήξερε πως ο μύθος του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα «μαρτύρων της ελευθερίας» παραμένει ανέπαφος στα σχολικά βιβλία δυόμιση χιλιάδες χρόνια έπειτα από το υποτιμητικό του σχόλιο; «Έχουμε -συμπεραίνει- λαθεμένες ιδέες για πολλά πράγματα, ακόμα και για γεγονότα τωρινά, που δεν μπορούμε να πούμε πώς ο χρόνος τα έχει σβήσει από τη μνήμη».

Ευτυχώς!, θα μπορούσα να πω. Γιατί χωρίς τις αυταπάτες των άλλων, πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε πολιτική και, κυρίως, να κυβερνούμε, ή ν’ αλλάζουμε την κοινωνία και τον τρόπο ζωής; Η αλλαγή δεν μπορεί να πείσει, παρά μόνο αν οι άνθρωποι διατηρούν μια θολή εικόνα για ό,τι προηγήθηκε. Όσο πιο θολή είναι αυτή η εικόνα, τόσο πιο εύκολα την αναπληρώνουμε με μια άλλη που την θεωρούμε κατάλληλη για την αλήθεια της στιγμής.

Read Previous

Max Weber: H σχέση ανάμεσα στην Πολιτική και την Ηθική

Read Next

Søren Kierkegaard: Από τα ημερολόγια