Εποπτεία, τεύχος 103, Ιούλιος – Αύγουστος 1985. Μετάφραση: Γ.Λ. Αστού.
“Ο Δον Κιχώτης” “, μου είπε ο Μενάρ, “ήταν πάνω από όλα ένα διασκεδαστικό βιβλίο τώρα εχει καταντήσει μια ευκαιρία για πατριωτικές προτάσεις, για γραμματική θρασύτητα, για χυδαίες πολυτελείς εκδόσεις. Η δόξα είναι μια μορφή ακατανοησίας ίσως η χειρίστη».
Όταν ο Χόρχε Λούϊς Μπόρχες έγραψε αυτό το κείμενο, στις αρχές της δεκαετίας του ’40, ήταν ήδη γνωστός στην Αργεντινή ως ένας ποιητής που αγαπούσε τις περίεργες μεταφορές και συγγραφέας κάποιων παράξενων διηγημάτων που έμοιαζαν με δοκίμια αλλά ήσαν, παρά τον φαινομενικό ακαδημαϊσμό τους, ασκήσεις φαντασίας. Δεν εθεωρείτο πιθανός υποψήφιος για «δόξα». Είναι αλήθεια ότι, ήδη από το 1933, ο Ντριέ Λα Ροσέλ είχε αναφέρει μετά από ένα ταξίδι στο Μπουένος Άϊρες ότι «Borges vant le voyage». Όμως, παρά αυτόν και άλλους χρησμούς, ο Μπόρχες παρέμενε το ιδιωτικό πάθος λίγων, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους τον γνώριζαν προσωπικά. Και ακόμη, ως επί το πλείστον, δεν τον έπαιρναν πολύ στα σοβαρά. Αν και ήταν φανερά, επιδεικτικά έξυπνος και ευαίσθητος, έδινε την εντύπωση στους περισσότερους από τους αναγνώστες του ενός κατεργάρη φιλόλογου η κύρια φιλοδοξία του οποίου ήταν να επινοεί πολύπλοκα αστεία για να φέρνει σε αμηχανία την πομπώδη ακαδημαϊκή κοινωνία της Αργεντινής. Φαινόταν πολύ παράξενος για να θεωρηθεί ένας «σημαντικός» συγγραφέας. Η ιδέα ότι αυτός, από όλα τα ταλαντούχα άτομα που έγραφαν τότε στην Αργεντινή, θα αποκτούσε παγκόσμια φήμη, θα φαινόταν τότε τόσο παράλογη όσο οποιαδήποτε από τις μεταφυσικές του προτάσεις.
Δεν ήταν παρά μόνο στα 1961, όταν ο Μπόρχες είχε κιόλας γράψει τα περισσότερα από τα βιβλία του για τα οποία είναι τώρα πασίγνωστος (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας, 1935• Ιστορία της Αιωνιότητας, 1936• Μύθοι, 1944• Το Άλεφ και άλλες ιστορίες, 1949∙ Αλλες Έρευνες, 1952• και Ο ποιητής, 1960) που η φήμη του ξεχείλισε από το Μπουένος Άϊρες και διείσδισε σε κάθε πόλη του Δυτικού κόσμου. Εκείνη τη χρονιά ο Μπόρχες, που ήταν ήδη εξηντάρης, μοιράστηκε το Βραβείο Φορμεντόρ με τον Σάμιουελ Μπέκετ και, με εκπληκτική ταχύτητα, έγινε το επίκεντρο μιας μόδας της οποίας οί ειδήμονες ήσαν ιδιαίτερα πολυάριθμοι στα ίδια τα ακαδημαϊκά ιδρύματα που είχε περιγελάσει τόσο διακριτικά. Τα έργα που έγραψε αφ’ ότου ανακαλύφθηκε» είναι, κατά γενική ομολογία, [ΣτΜ: διόλου «γενική» κατώτερα από εκείνα που έγραψε όταν ακόμη ανήκε στο Μπουένος Άϊρες. Όμως, αν και οι δυνάμεις του μειώθηκαν προοδευτικά, η φήμη του δεν έχει ακόμη πάψει να μεγαλώνει. Οι μπορχεσιανές σπουδές, κάποτε αποκλειστικότητα μιας χούφτας πιστών σε στενή επικοινωνία με τον δάσκαλο, έχουν επεκταθεί σε μια ευμεγέθη βιομηχανία. Και δεν άργησε ν’ αρχίσουν να εμφανίζονται οι αναπόφευκτοι μιμητές που κατατρίβονταν με αινιγματικούς μύθους για λαβύρινθους, καθρέπτες, τίγρεις, περιλήψεις ανύπαρκτων πραγματειών και όλα τα άλλα χαρακτηριστικά του μπορχεσιανού σύμπαντος.
Ο ίδιος ο Μπόρχες πανικόβλητος απ’ αυτήν την ορδή εισβολέων που λεηλατούσαν τον ιδιωτικό κόσμο του, τον εγκατέλειψε και βρήκε καταφύγιο στο παρελθόν της Αργεντινής ή στην Αγγλοσαξωνική ποίηση και στις ισλανδικές sagas όπου λίγοι από τους θαυμαστές του ήταν τόσο αναιδείς ώστε να τον ακολουθήσουν. «Βαρέθηκα τόσο πολύ με τους λαβύρινθους και τους καθρέπτες και τις τίγρεις και όλα αυτά, ιδίως όταν τα χρησιμοποιούν άλλοι», εξήγησε στον αργεντινό συγγραφέα Σέζαρ Φερνάντες Μορένο. «Αυτό είναι το καλό να έχεις μιμητές. Σε θεραπεύουν: τόσο πολλοί άνθρωποι κάνουν ό,τι έκανα εγώ που δεν είναι πλέον απαραίτητο να το κάνω ο ίδιος.»
Ο ενθουσιασμός της διεθνούς μπορχεσιανής αδελφότητας μπορεί να είναι κουραστικός για τον Μπόρχες, αλλά οι εκδηλώσεις της δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτές των συμπατριωτών του που μόλις συνειδητοποίησαν ότι είχαν έναν διεθνώς αναγνωρισμένο λογοτέχνη ανάμεσά τους. Στην Αργεντινή ο Μπόρχες έχει γίνει, όπως ο μεγάλος Bοutade του Θερβάντες στην Ισπανία, μια δικαιολογία για αναρίθμητες πατριωτικές προπόσεις. Τον περασμένο χρόνο υπέστη ακόμη και την προσβολή να χαρακτηρισθεί (από έναν στρατηγό) ως «εθνικό μνημείο» — ένας περίεργος φόρος τιμής για έναν εχθρό των αδριάντων που θεωρεί το έθνος-κράτος ως ένα αναχρονισμό και όλη η ζωή του ήταν ένας ανταρτοπόλεμος κατά των εθνικιστών. Παρ’ όλα αυτά, υψώνεται σαν ένα πολεμικό τρόπαιο από τους Αργεντινούς που σπάνια διαβάζουν βιβλία αλλά που έχουν οργισθεί με την άρνηση της Σουηδικής Ακαδημίας να δώσει το Βραβείο Νόμπελ στον άνθρωπό τους. «Χυδαίες πολυτελείς εκδόσεις» των έργων του έχουν επίσης κυκλοφορήσει, λες για να συμπληρώσουν την ταπείνωση. «Η δόξα», πράγματι τον έχει υπο-δουλώσει. Η προσωπική ζωή του σήμερα είναι μια θριαμβευτική προέλαση από πόλη σε πόλη σαν ένας πρεσβευτής του αργεντινού πολιτισμού στον οποίον απονέμονται μια σειρά λογοτεχνικών βραβείων (μερικά απ’ αυτά αξιοζήλευτα μεγάλα) και τιμητικοί τίτλοι, γίνονται αφιερώματα και δεξιώσεις στις οποίες είναι υποχρεωμένος να ακούει καλοπροαίρετα, αλλά, όπως η παρατήρηση του στρατηγού, συχνά πομπώδη εγκώμια.
Αυτά τα παραδοσιακά σύμβολα της εκτίμησης του κόσμου για έναν αναγνωρισμένο δημιουργό που έχει γεράσει πολύ, θα έλεγε κανείς, ότι θα ήσαν μάλλον πολλά για έναν άνθρωπο που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε ηθελημένη αφάνεια. Όμως, η εποχή μας έχει σκαρφιστεί πρόσθετες ταπεινώσεις για τους ανθρώπους σπουδαίων επιτεύξεων και στην Αργεντινή, εν πάση περιπτώσει, ο Μπόρχες έχει γίνει μια διασημότητα των μέσων ενημέρωσης που, στην λαϊκή φαντασία, συγχνωτίζεται με στάρλετς, τραγουδιστές, ποδοσφαιριστές και πολιτικούς. Το γαλήνιο πρόσω-πό του, που πότε-πότε το φωτίζει ένα κουρασμένο χαμόγελο, κοιτάζει από τις οθόνες τηλεόρασης και τις γυαλιστερές σελίδες των περιοδικών με ανησυχητική συχνότητα. Συνεντεύξεις του, περιγραφές του και άρθρα γραμμένα για αυτόν —συχνά συντομευμένα και μερικές φορές περιέργως όμοια με τις απομιμήσεις που ο ίδιος κάποτε έγραψε— γεμίζουν στήλες καθημερινών, εβδομαδιαίων και μηνιαίων εκδόσεων από τις πιο σοβαρές ως τις πιο φτηνές λαϊκές. Μερικές από τις συνεντεύξεις είναι τόσο εκτενείς ώστε εκδίδονται σαν ειδικά παραρτήματα. Σ’ αυτές καταγράφονται οι γνώμες του Μπόρχες για κάθε τι που μπορεί να έχει ενδιαφέρον για τους Αργεντινούς: η αμερικανική εξωτερική πολιτική, η μεταχείριση των διαφωνούντων από το στρατιωτικό καθεστώς, η κατάσταση του αργεντινού πέσο.
Η δημιουργία, από την συλλογική φαντασία του κόσμου, ενός σεβάσμιου σοφού θα μπορούσε εύκολα να γίνει μια ιστορία από τον Μπόρχες: «Ούτε εγώ είμαι. Κι εγώ ονειρεύτηκα τον κόσμο όπως κι εσύ ονειρεύτηκες το έργο σου, Σαίξπηρ μου: μια από τις μορφές του ονείρου μου ήσουν εσύ, που, όπως εγώ, είσαι πολλοί και κανείς.»
Ο συγγραφέας, πιστεύει ο Μπόρχες, δημιουργείται από τον αναγνώστη, από τα εφόδια που συμβαίνει να διαθέτει ο αναγνώστης και πάντοτε ισχυρίζεται ότι το διάβασμα είναι εξίσου δημιουργικό όσο και το γράψιμο. Πολλοί από τους ανθρώπους που τον βλέπουν με δέος, δεν έχουν διαβάσει παρά μόνο λίγες λέξεις από αυτά που έχει γράψει: η πίστη τους ότι είναι σπουδαίος οφείλει τα πάντα στον θαυμασμό των άλλων. Όμως στο μπορχεσιανό σύμπαν η παρεξήγηση είναι μια άποψη της συνείδησης και μια βασική πρόταση σχεδόν κάθε στοχασμού. Η πραγματικότητα είναι μια πράξη πίστης. Τι καλύτερη απόδειξη από την μεταμόρφωση ενός απόκρυφου εμπειροτέχνη σε έναν από τους πιο διάσημους συγγραφείς στη γη, σε ένα μέλος αυτής της μικρής και ανεξιχνίαστα επιλεγμένης συντροφιάς ανθρώπων οι οποίοι, όπως ο Έρνεστ Χεμινγουέϋ και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, συμβαίνει να σημαίνουν κάτι (αν και δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς τι ακριβώς) σε εκατομμύρια ανθρώπους που συνήθως αντιμετωπίζουν την λογοτεχνία με ακλόνητη περιφρόνηση…
Από τότε που έφθασε σε υψηλό επίπεδο «διασημότητας» ο Μπόρχες δεν έπαψε να διατείνεται ότι τον προβληματίζει όλη αυτή η προσοχή που του δίνουν. Εν μέρει, αυτό είναι χωρίς αμφιβολία, μια εσκεμμένη στάση: η υπερβολική ταπεινοφροσύνη για την αξία του έργου του παίζει ένα σημαντικό ρόλο στο «image» του. Χάρη σ’ αυτήν μπορεί να απολαμβάνει (και πράγματι απολαμβάνει) τις τιμές προς τη διασημότητά του από ανθρώπους που συχνά δεν γνωρίζουν τίποτε από όσα έχει γράψει, ενώ κρυφογελά μ’αυτήν την εξωφρενική κατάσταση. Κατά κάποιο τρόπο κρατά κλειστά τα χαρτιά του, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για λήθη ή για τη φήμη, παριστάνοντας τον αδιάφορο και για τα δύο. Είναι μια ελκυστική προσέγγιση, που έχει —δεν χρειάζεται να το πούμε— συνεισφέρει στη φήμη του. Όμως δεν είναι απλά μια κοινωνική στάση κατάλληλη για την αντιμετώπιση της δόξας: Ο σκεπτικισμός για την αξία όσων έχει γράψει βρίσκεται στην καρδιά της λογοτεχνικής μεθόδου του.
Ο Μπόρχες αντιμετωπίζει το έργο του σαν να ήταν ένα μεγάλο μυθιστόρημα (όχι όμως πολύ μεγάλο: τα Άπαντά του που εκδόθηκαν από τις Εκδόσεις Εμεσέ στα 1974, περιλαμβάνουν λίγο περισσότερες από χίλιες σελίδες). Ο κεντρικός χαρακτήρας του —ο μοναδικός χαρακτήρας του— είναι ο Χόρχε Λούϊς Μπόρχες, ένα πλάσμα που μόνο ένας αφελής θα το μπερδέψει με τον σεμνό, καταδεκτικό κύριο που τον συναντάμε να περπατά σε έναν δρόμο του Μπουένος Άϊρες, να δίνει μια διάλεξη σε κυρίες με γούνες, να λαμβάνει ένα αξιόλογο λογοτεχνικό βραβείο ή να δίνει μια συνέντευξη. Σε έναν επίλογο αυτής της έκδοσης, ο Μπόρχες φορά την μάσκα ενός Χιλιανού ιστορικού της λογοτεχνίας που γράφει έναν αιώνα αργότερα: «Η φήμη που έχαιρε ο Μπόρχες κατά την διάρκεια της ζωής του, τεκμηριωμένη από ένα σωρό μονογραφίες και πολεμικές, μόνον να μας καταπλήξει μπορεί σήμερα. Είναι επιβεβαιωμένο ότι κανείς δεν εξεπλάγη περισσότερο από τον ίδιο τον Μπόρχες και πάντοτε φοβόταν ότι θα ανακηρύσσετο ένας τσαρλατάνος ή ένας ατζαμής ή ένα ασυνήθιστο μίγμα αυτών των δύο.»
Ο Μπόρχες βεβαίως δεν είναι τσαρλατάνος. Πώς θα ήταν δυνατόν να είναι; Δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι το έργο του έχει κάποια ιδιαίτερη αξία: αν άλλοι θέλουν να πιστεύουν ότι είναι συντριπτικής σπουδαιότητας, είναι δική τους δουλειά. Αν ο Τζώρτζ Στάϊνερ, για παράδειγμα, αποκαλεί «τον Πιερ Μενάρ, Συγγραφέα του Κιχώτη», «έναν από τα πραγματικά θαύματα της ανθρώπινης επινόησης», έναν «λιτό μύθο» στον οποίο «οι πολλές πλευρές της συνεσταλμένης μεγαλοφυΐας του Μπόρχες αποκρυσταλλώνονται σχεδόν ολοκληρωτικά», ποιος είναι ο Μπόρχες για να φέρει αντίρρηση; Και αν ο Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ παραπονείται «Στην αρχή η Βέρα κι εγώ ενθουσιαστήκαμε διαβάζοντάς τον. Νιώσαμε σαν να στεκόμασταν σ’ ένα κατώφλι, αλλά μετά μάθαμε ότι δεν υπήρχε σπίτι», αυτό είναι εξίσου ικανοποιητικό. Ισχυρίστηκε ποτέ ο Μπόρχες ότι υπήρχε ένα σπίτι πίσω από την λεπτοδουλεμένη πόρτα;
Ό Μπόρχες δεν είναι ούτε ατζαμής. Πάντοτε υπήρξε ένας πολύ προσεκτικός τεχνίτης, δουλεύοντας συνεχώς τις ιστορίες, τα ποιήματα και τα δοκίμιά του και στέλνοντάς τα στο τυπογραφείο με φανερή απροθυμία: κάποτε υπαινίχθηκε αν δεν τον πίεζαν πολύ οι εκδότες δεν θα τελείωνε ποτέ τίποτε. Και όταν γράφει ζυγίζει τις λέξεις που χρησιμοποιεί, δουλεύοντάς τες με τις ώρες πριν αποφασίσει αν θα τις χρησιμοποιήσει ή θα τις απορρίψει. Τον απασχολεί πάντα η μορφή. Διότι παρά την τελετουργική του απλότητα, είναι ένας πολύ σοβαρός και μετρημένος συγγραφέας.
Η τεχνική του επιδεξιότητα, εξυπνάδα του, η επινοητικότητά του δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Το έργο του —αρνείται χαρακτηριστικά να το αποκαλέσει Oeuvre— είναι όλο καλοφτιαγμένο. Μεγάλο μέρος του είναι εξαιρετικό. Και είναι μοναδικό: κανείς άλλος συγγραφέας δεν έχει παράγει ποτέ κάτι σαν αυτό στον σημερινό πολιτισμό. Όμως παρουσιάζει ένα πρόβλημα. Παρ’ όλη την εφευρετικότητά του μήπως το έργο του είναι πάρα πολύ εξωπραγματικό, πάρα πολύ ιδιότροπο, πάρα πολύ στενό για να σηκώσει το τεράστιο οικοδόμημα της φήμης του; Τελικά, ο Μπόρχες είναι τίποτε περισσότερο από ένας εφευρέτης καινοτομιών; Οι χώροι που έχει σχεδιάσει είναι αναμφισβήτητα γοητευτικοί, αλλά αξίζει να παίρνουμε στα σοβαρά τα περιεχόμενά τους; Πιθανώς αξίζει, αν και όχι τόσο σοβαρά όσο θα το έπαιρναν μερικοί μπορχεσιανοί• όμως μπροστά στις συζητήσεις που διεξάγονται για την υπεράσπισή του είναι χρήσιμο να λάβουμε υπ’ όψιν τους περίεργους περιορισμούς του Μπόρχες. Βεβαίως, πολύ λίγοι συγγραφείς τέτοιου πνευματικού αναστήματος απέκλεισαν τα κύρια προβλήματα της εποχής τους από το έργο τους με τέτοια συνέπεια.
Η περιφρόνησή του για τα καθιερωμένα είδη λογοτεχνίας είναι αρκετά χτυπητή: Ο Μπόρχες δεν έχει γράψει μυθιστορήματα, δράματα, «μεγάλα» ποιήματα, μεγάλες βιογραφικές ή κριτικές εργασίες, φιλοσοφικές διατριβές. Έχει επίσης, και αυτό είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο, υπεροπτικά αγνοήσει όλα τα θέματα που, παρμένα μαζί, είναι το καθ’ εαυτό υλικό της σύγχρονης λογοτεχνίας. Δεν μας έχει πει σχεδόν τίποτα για σεξουαλικές σχέσεις, κοινωνικά ήθη και πολιτικές ιδεολογίες, ή την φύση της «πραγματικής ζωής». Δεν εχει δείξει ενδιαφέρον για τη φύση: τα σκηνικά της είναι άχαρα και ανάερα όσο ένας πίνακας του ντε Κίρικο. Έχει επίσης αρνηθεί να αναγνωρίσει την προσωπικότητα του ατόμου: ούτε ένας από τους «χαρακτήρες» του, εκτός από τον Μπόρχες, δεν καταφέρνει να κατακτήσει μια υπόσταση και δεν έχει κάνει καμιά προσπάθεια να ικανοποιήσει αυτή την συχνή απαίτηση των δημιουργικών καλλιτεχνών. Ο Μπόρχες, με άλλα λόγια, φαίνεται να ανήκει σε μια ως τώρα άγνωστη λογοτεχνική παράδοση που είναι αρκετά διαφορετική από αυτήν που μας είναι οικεία και μέσα στην οποία οι περισσότεροι από μας ζούμε τις πνευματικές ζωές μας.
Αυτό θα γινόταν εύκολα κατανοητό αν ο Μπόρχες ήταν ένας «πρωτόγονος», οδηγημένος στην πρωτοτυπία από την άγνοιά του. Όμως ο Μπόρχες μόνο «πρωτόγονος» δεν είναι μ’ αυτήν την έννοια: είναι τόσο ενήμερος, και τόσο γνώστης, μιας δωδεκάδας λογοτεχνικών παραδόσεων όσο κανείς άλλος της γενιάς του. Παρ’ όλα αυτά, έχει αποφασίσει να παραβλέψει τις περισσότερες από αυτές τις παραδόσεις που γνώρισε κατά την παιδική του ηλικία στην Ευρώπη ή την Αμερική. Αν και είναι εξοικειωμένος με τον Τζόϋς και τον Προύστ, τον Κάφκα και την Βιρτζίνια Γουλφ (την οποία μετέφρασε), ανέκαθεν επηρρεαζόταν από συγγραφείς των οποίων τα βιβλία βρίσκονταν στα ράφια της αξιόλογης ιδιωτικής βιβλιοθήκης του πατέρα του: Μπράουν, ντε Κουΐνσυ, Κόλριτζ, Σπένσερ, Σω, Γουέλς, Κίπλινγκ, Στήβενσον, Τσέστερτον και τους λόγιους που έγραψαν άρθρα για την Βρεττανική Εγκυκλοπαίδεια, την πηγή μεγάλου μέρους της περίφημης πολυμάθειάς του. Και σ’ αυτούς επιστρέφει πολύ συχνά.
Ο πατέρας του, Χόρχε Μπόρχες, ήταν καθηγητής αγγλικής και η αγγλική ήταν η πρώτη γλώσσα που έμαθε να διαβάζει ο νεαρός Χόρχε Λούϊς. Ο Χόρχε Μπόρχες ήταν σαφώς ένας ασυνήθιστος πατερ φαμίλιας για την εποχή του: αφηνε τον γιό του να διαβάζει, ό,τι του άρεσε, ανενόχλητος από την σκέψη ότι μπορεί να ήσαν «πολύ παλιά» γι’ αυτόν. Έτσι, εκτός από το ότι καταπιανόταν με βαρείς τόμους που θα υπέβαλαν σε δοκιμασία τους περισσότερους απόφοιτους πανεπιστημίου, επιτράπηκε επίσης στον νεαρό Μπόρχες να διαβάσει την «πορνογραφική» μετάφραση των «Αραβικών Νυχτών» του Σερ Ρίτσαρντ Μπάρτον, πράγμα που έκανε με τεράστια ευχαρίστηση, πηδώντας τα ανιαρά και ακατανόητα ερωτικά κομμάτια για να φθάσει στα μαγικά επεισόδια που τον γοήτευαν. Αν εξαιρέσει κανείς αυτές τις περιπέτειες το σπίτι ήταν ασφαλές και άνετο, ενοχλητικό μόνο από τους πολλούς καθρέπτες του. Ο Μπόρχες ή τους κοιτούσε ή κοιταζόταν σ’ αυτούς με τρόμο∙ μήπως σήμαιναν ότι μόνον αυτός υπήρχε; Αυτή ήταν η αρχική πηγή μιας από τις αγαπημένες εικόνες του. Εκεί, επίσης του πρωτοήρθε η ιδέα ότι το σύμπαν μπορεί να είναι μια αχανής βιβλιοθήκη με όλη την γνώση διαθέσιμη σε εκείνον που απλώς ήξερε πού να ψάξει. Και ήταν ακόμη μικρό παιδί όταν η τίγρις, χυμώντας καταπάνω του από κάποιον τόμο για ταξίδια στην Ινδία, έγινε το αγαπημένο του σύμβολο καταστροφής.
Ο λαβύρινθος, ίσως η πιο γνωστή από όλες τις μπορχεσιανές μεταφορές, εμφανίσθηκε πολύ αργότερα. Ίσως, όμως να την κυοφορούσε από κείνη την εποχή: σίγουρα, το Μπουένος Άϊρες, τεράστιο, πρόσφατα κατασκευασμένο και παράξενα επαναληπτικό με πολλούς δρόμους σχεδόν αντίγραφα άλλων, μοιάζει περισσότερο με λαβύρινθο από όσο οι περισσότερες άλλες μεγαλουπόλεις. Απ’ την άλλη μεριά, παιδί ακόμα, άκουγε ιστορίες για τους παλληκαράδες μαχαιροβγάλτες, πιστούς στον δικό τους κώδικα που καραδοκούσαν κάπου κοντά. Το παιδί των βιβλίων —και ο απόκοσμος άνδρας— σπάνια ήλθαν σε επαφή μαζί τους• έτσι στη φαντασία του έγιναν επικοί ήρωες, πρωτόγονοι και άγριοι όπως οι ήρωες των sagas.
Αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία για τον Μπόρχες, ήταν ότι το σπίτι των γονιών του ανάπτυξε το ενδιαφέρον του για την μεταφυσική σκέψη σαν ένα παιχνίδι, συγχρόνως σοβαρό και μη. Αυτό το ενδιαφέρον ενθαρρυνόταν από έναν σύγχρονο επισκέπτη, τον Μασεδόνιο Φερνάντες, έναν σπουδαίο συζητητή του οποίου τα έξυπνα παράδοξα και οι παράξενες φανταστικές του ιστορίες είχαν αξιόλογη επίδραση στην αργεντινή λογοτεχνία —μολονότι ο ίδιος δεν έγραψε τίποτε.
Δεν είναι ασυνήθιστο για ένα συγγραφέα να γράφεται πως το έργο του πήρε μια εμβρυακή μορφή κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του. Όμως λίγοι συγγραφείς μπορεί να έχουν προσθέσει τόσο λίγα, μεταγενέστερα, όσο ο Μπόρχες. Λίγα σχετικά συνεισέφεραν οι μετέπειτα εμπειρίες του, όπως η εφηβεία του που την πέρασε στην Ευρώπη (κυρίως στην Ελβετία όπου η οικογένεια Μπόρχες παγιδεύτηκε από τον Μεγάλο Πόλεμο και την Ισπανία, όπου ο νεαρός Μπόρχες, βρήκε πολλούς λογοτεχνικούς συντρόφους).
Ένώ βρισκόταν στη Γενεύη, πρόσθεσε δύο ακόμη συγγραφείς, τον Χουίτμαν και τον Σοπενάουερ, στους σοφούς δασκάλους του. Οι πολλοί άλλοι που διάβασε δεν του έκαναν καμιά ισχυρή εντύπωση. Για τον Μπόρχες, για πολλούς τον πλέον «μοντέρνο» από τους συγγραφείς, η λογοτεχνία του 20ού αιώνα δεν είναι πολύ σπουδαία. Το πνευματικό του υπόβαθρο είναι ο 19ος αιώνας. Αυτό βοηθά να εξηγήσουμε την περίεργη ατμόσφαιρα τόσο μεγάλου μέρους του έργου του. Τον 19ο αιώνα, η επιστημοσύνη ήταν λιγότερο εξειδικευμένη και περισσότερο θεωρητική απ’ ότι είναι σήμερα. Ήταν πιο κοντά στην λογοτεχνία. Και όταν αφορούσε τους πολιτισμούς της Ασίας είχε κάτι από την ατμόσφαιρα ενός εξερευνητικού ταξιδιού μέσα σε καινούργιους τόπους.
Ο πατέρας του Μπόρχες είχε τυφλωθεί αρκετόν καιρό πριν πεθάνει στα 1938, και σε αρκετά νεανικά του ποιήματα ο Μπόρχες φαίνεται να προαισθάνεται ότι και αυτός θα τυφλωνόταν κάποια μέρα. Τα Χριστούγεννα του χρόνου που πέθανε ο πατέρας του, ο Μπόρχες χτύπησε το κεφάλι του σ’ ένα παράθυρο ενώ ανέβαινε μια σκοτεινή σκάλα. Δημιουργήθηκαν επιπλοκές και παραλίγο να πεθάνει. Όμως, αν και η υγεία του αποκαταστάθηκε και παραμένει ένας εντυπωσιακά υγιής άνθρωπος, η όρασή του άρχισε να λιγοστεύει, ως που πριν από τα εξήντα του δεν μπορούσε να διαβάσει καθόλου, ακόμη και με την βοήθεια μεγεθυντικού φακού. Για πολλές δεκαετίες, λοιπόν, πρέπει να βασίζεται σε μια σειρά φίλων και γνωστών πρόθυμων να του διαβάσουν και να γράψουν γι’ αυτόν. Αυτό, φυσικά, επηρρέασε το έργο του και έχει γράψει σχεδόν τόσο πολλά σε συνεργασία με άλλους, κυρίως με τον παντοτινό φίλο του Αντόλφο Μπιόϊ Κασάρες, όσα έχει γράψει μόνος του. Όμως, από όσο μπορεί να κριθεί, το αποτέλεσμα ήταν μάλλον λιγότερο από ό,τι θα περιμέναμε. Η τύφλωσή του, η «διαυγής ομίχλη» στην οποία κατα-δικάστηκε να ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τον βύθισε ακόμη πιο μέσα στον εαυτό του, μακριά από τον περιβάλλοντα κό-σμο, αλλά δεν οδήγησε σε κάποια ριζική αλλαγή κατεύθυνσης. Οι ιστορίες που είχε γράψει πριν τα 1938 ήσαν εξαϋλωμένες: αυτές που έγραψε αργότερα είναι αιθέριες. Το ήδη κλειστοφοβικό σύμπαν του έγινε ακόμη περισσότερο κλειστό. Οι τοίχοι που τον περιτριγύριζαν έγιναν ψηλότεροι. Όμως είχε αρχίσει ήδη να τους χτίζει.
Η φήμη του Μπόρχες έχει λίγη σχέση με την ποίησή του, όσο εκπληκτικά κι αν είναι μερικά απ’ τα ποιήματά του. Και δεν οφείλει πολλά στις ιστορίες του για τους πολεμικούς προγόνους του, τους γκάουτσος, και τους μαχαιροβγάλτες από τα κακόφημα προάστεια του Μπουένος Άϊρες. Όπως τα περισσότερα από τα δοκίμιά του, βιογραφικά ή ερμηνευτικά, για άλλους συγγραφείς, διαβάζονται πο-λύ επειδή είναι του Μπόρχες και όχι επειδή έχουν ακατανίκητο ενδιαφέρον. Η φήμη του στηρίζεται κυρίως στις «φαντασίες» του —μικρές ιστορίες, μερικές λίγο μεγαλύτερες από μια παράγραφο, που συχνά μεταμφιέζονται σε δοκίμια και αφορούν ιδέες παρά ανθρώπους— και στα πρωτότυπα δοκίμιά του που πραγματεύονται τόσο γνωστά θέματα όπως το παράδοξο του Ζήνωνος («Ο Αχιλλέας και η Χελώνα»).
Οι υπαινιγμοί για το άπειρο (αν κάθε δυνατός συνδυασμός γραμμά-των καταγράφονταν και αποθηκεύονταν σε μιαν άπειρη βιβλιοθήκη, δεν θα υπήρχε εκεί μέσα όλη η γνώση, παρελθούσα, παρούσα και μέλλουσα;) και η αιώνια επιστροφή∙ η φύση του χρόνου• του θανάτου• της πραγματικότητας. Μερικά από αυτά τα δοκίμια, εξ άλλου, αποτελούνται από περικοπές άλλων συγγραφέων στα οποία ο Μπόρχες έχει προσθέσει μερικά βιαστικά σχόλια.
Τα αγαπημένα του θέματα, λοιπόν, είναι εκείνα που έχουν βασανί-σει πολλούς βαθυστόχαστους ανθρώπους σε πολλά μέρη για χιλιά-δες χρόνια. Είναι οι κοινοί τόποι της θεωρητικής φιλοσοφίας. Όμως, από τότε που εξασθένησε ο θρησκευτικός ζήλος των λογίων μας, οι περισσότεροι Δυτικοί εγκατέλειψαν τα ερωτήματα που έθεταν —ερωτήματα που ποτέ δεν απαντήθηκαν— ως αναπάντητα, και για τούτο ανάξια να τεθούν ως ερώτηση. Σε μερικές Ανατολικές κοινωνίες, τα ερωτήματα αυτά, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται αρκετά σοβαρά και αξιοσέβαστοι άνθρωποι μπορεί να αφιερώσουν τη ζωή τους μελετώντας τα χωρίς τον φόβο ότι θα θεωρηθούν υπερβολικά αλλόκοτοι: μια από τις κύριες αντιρρήσεις προς τον «Δυτικό υλισμό» σ’ αυτές τις χώρες είναι η άρνησή μας να επιτρέψουμε στα θεμελιώδη ερωτήματα να μας απασχολούν. Δεν είναι λοιπόν σύμπτωση ότι η άνοδος του Μπόρχες στην παρούσα θέση του στον πνευματικό κόσμο συνέβη σε μια εποχή όταν πολλοί Δυτικοί, απογοητευμένοι από τον πολιτισμό τους, άρχισαν να μεταχειρίζονται «την σοφία της Ανατολής» με περισσότερο σεβασμό από όσο συνέβαινε πρίν χρόνια.
Φυσικά ο Μπόρχες δεν είναι ο πρώτος δυτικός συγγραφέας που σταμάτησε να παίρνει τα πάντα σαν δεδομένα. Ο Επίσκοπος Μπέρκλεϋ ήταν το ίδιο σολιψιστής όσο και ο Μπόρχες, και ο Μπόρχες αναγνωρίζει το χρέος του σ’ αυτόν. Μεταξύ των ρομαντικών, μια άρνηση να δεχτούν αναντίρρητα την βολική διάκριση που γινόταν τακτικά μεταξύ παραίσθησης και πρα-γματικότητας, ήταν κάτι σαν διαρκής παρακαταθήκη. Οι Δυτικές κοινωνίες είχαν ανέκαθεν τις περιθωριακές τους κοινότητες από αποκρυφιστές, θεοσοφιστές και άλλους μελετητές του απόκρυφου στις οποίες οι περισσότεροι ισχυρισμοί του Μπόρχες θα είχαν φανεί προφανείς, αν και τα μέλη τους θα θορυβούνταν από τον τρόπο παρουσιάσεως των επιχειρημάτων. Όμως ο Μπόρχες διαφωνεί με τους φιλολογικούς του προδρόμους, όπως ακριβώς διαφωνεί με τους ευαίσθητους κυρίους που νομίζουν ότι έχουν σχεδόν κατανοήσει τις εσωτερικές λειτουργίες του σύμπαντος επειδή μελέτησαν προσεκτικά τις διαστάσεις της Μεγάλης Πυραμίδας. Ο Μπόρχες ανέκαθεν πατούσε γερά στο στέρεο έδαφος της κοινής λογικής, ακόμη και όταν το πνεύμα του εισέβαλε σε μυστικές σφαίρες. Κατάφερε αυτόν τον άθλο, χάρις στην περίφημη ειρωνεία του, υπαινισσόμενος συνεχώς ότι δεν πιστεύει πραγματικά στα δικά του ετερόδοξα συμπεράσματα: είναι οι φαντασιώσεις του συγγραφέα Μπόρχες, ο οποίος, στο κάτω κάτω, δεν είναι παρά μια επινόηση του Μπόρχες.
Ενδεικτικά, αυτό που είναι ίσως η θρυλικότερη παράγραφος σε ολόκληρο το έργο του, είναι μια εύγλωττη, αν και περίεργη, επιβεβαί-ωση αυτού που κατανάλωσε τόση μεγάλη προσπάθεια να διαψεύσει: «And yet, and yet… Η άρνηση της χρονικής αλληλουχίας, η άρνηση του ‘εγώ’, η άρνηση του αστρονομικού σύμπαντος, δεν είναι παρά φανερές απελπισίες και κρυφές παρηγοριές. Η μοίρα μας (αντίθετα με την κόλαση του Σβέντεμποργκ και την κόλαση της Θιβετιανής μυθολογίας) δεν είναι τρομαχτική με το να είναι εξωπραγματική• είναι τρομαχτική γιατί είναι αμετάκλητη και θωρακισμένη. Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που με παρασέρνει, μα εγώ είμαι το ποτάμι. Είναι ένας τίγρης που με κατασπαράζει, μα εγώ είμαι ο τίγρης. Είναι μια φωτιά που με κατατρώει, μα εγώ είμαι η φωτιά. Ο κόσμος, δυστυχώς, είναι αληθινός —και εγώ, δυστυχώς, είμαι ο Μπόρχες.»
Για τον αφοσιωμένο μπορχεσιανό, που έχει πεισθεί ότι ο δάσκαλος είχε καταφέρει να «ανασκευάσει τον χρόνο», αυτή η υποταγή που απαλύνεται μόνον από το «φανερές», ήταν σίγουρα οδυνηρή. Όμως ο συγγραφέας, έχει, για δεκαετίες, δουλέψει σκληρά να βάλει φραγμό στο χρόνο και έτσι να κερδίσει την αθανασία, και δεν ήταν πολύ δύσκολο για εκείνον τον μπορχεσιανό να πεισθεί ότι αυτή η ανάρμοστη έφοδος πίσω στην ορθοδοξία ήταν απλώς μια έξυπνη παγίδα για να παραπλανήσει τους διώκτες του: ο πραγματικός Μπόρχες, όσο μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει, μπορούσε να πραγματοποιήσει την δραπέτευσή του:
Ο καθένας έχει τον δικό του Μπόρχες, παίρνοντας απ’ αυτόν ό,τι θέλει για τους δικούς του σκοπούς και απορρίπτοντας τα υπόλοιπα. Για τους περισσότερους Αργεντινούς είναι ένα τοτέμ και ένας ψυχαγωγός. Για άλλους είναι ο αφηγητής παράξοδα αφηρημένων ιστοριών τοποθετημένων σε σχεδόν μυθικές περιόδους του εθνικού παρελθόντος τους, ένας υμνητής πολεμικών κατορθωμάτων από τους συμπατριώτες του στην διάρκεια των Πολέμων της Ανεξαρτησίας, ένας ποιητής των δρόμων τους, ένας υπερασπιστής της μητρικής γλώσσας τους.
Για Λατινοαμερικανούς συγγραφείς όπως ο Οκτάβιο Πάζ και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, ο Μπόρχες είναι η ιδιοφυία που πέταξε την περίκομψη ισπανική ρητορική από την γραπτή γλώσσα παρέχοντας ένα όργανο τόσο λεπτό όσο η γαλλική γλώσσα και σχεδόν τόσο ευέλικτο όσο η αγγλική. Αφ’ ότου ο Μπόρχες τους έδειξε ότι το παράδοξο είναι σεβαστό, λίγοι σοβαροί λατινοαμερικανοί συγγραφείς αδιαφόρησαν: τα τελευταία είκοσι χρόνια, το παράδοξο είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των περισσοτέρων λατινοαμερικανικών έργων. Κάπου κάπου, οπαδοί ελαφρώς περισσότερο προσγειωμένων ιδεολογιών —όπως ο μαρξισμός— διαμαρτύρονται, σχολιάζοντας τον Μπόρχες σαν έναν κοσμοπολίτη εστέτ, αδιάφορο για τα πραγματικά βάσανα των μη προνομιούχων∙ όμως, καθώς ανάμεσα στους συγγραφείς του παραδόξου περιλαμβάνονται αριστεροί επαναστάτες όπως ο Γκαρσία Μαρκές και ο Χούλιο Κορτάσαρ οι διαμαρτυρίες τους είναι μάταιες. Από την άλλη, ο Φρανσουά Μωριάκ συνεχάρη τον Μπόρχες για την νατουραλιστική του κατεύθυνση και εξέφρασε την ελπίδα ότι το ίδιο θα επαναλαμβανόταν από κάποιο συγγραφέα και στη Γαλλία.
Για τους Αμερικανούς, ο Μπόρχες είναι ο δημιουργός κειμένων που μπορούν να αναλυθούν με πάρα πολλούς καρποφόρους τρόπους. Για τους νέους που δεν φοβούνται την λογοτεχνία, είναι ένας δάσκαλος και οδηγός που παίρνει στα σοβαρά, με τον τρόπο του, τα φιλοσοφικά προβλήματα που τα θεωρούν πιο επιτακτικά από ό,τι οι συμβιβασμένοι και ατάραχοι πρεσβύτεροί τους. Ικανοποιεί επίσης, με έναν πολύ ανώτερο τρόπο την όρεξή τους για «εναλλακτικές πραγματικότητες» και ανορθόδοξες ερμηνείες της κατάστασης του ανθρώπου, μια όρεξη που περισσότερο συνήθως ικανοποιείται, από τον Χ. Ράϊντερ Χάγκαρντ, τον Κάρλος Καστανιέδα και τους παραγωγούς του «Κυνηγού της χαμένης κιβωτού». Ίσως ήδη έχει γραφεί μια διατριβή για τις αντιστοιχίες στο έργο του Μπόρχες και των δημιουργών κόμικς: εάν δεν έχει ήδη, θα μπορούσε σίγουρα να γραφεί.
Για μένα —και ομολογώ ότι πιθανώς έχω περισσότερα κοινά μ’ αυτήν την τελευταία κατηγορία θαυμαστών του Μπόρχες από όσο έχω το θάρρος να παραδεχτώ— ο Μπόρχες είναι ένας συγγραφέας που κατορθώνει να γεφυρώσει τη Δυτική και την Ανατολική σκέψη. Αντίθετα με άλλους συγγραφείς που έχουν τοποθετήσει τη δράση των έργων τους στην Ανατολή και επιχείρησαν να περιγράψουν προσωπικότητες της Ανατολής, χρησιμοποιώντας όμως δυτικό τρόπο σκέψης, ο Μπόρχες ανεξάρτητα από το χώρο που τοποθετεί τις ιστορίες του ή τα ονόματα που δίνει στα παράδοξα πλάσματά του, προϋποθέτει αρχές που θα ήσαν αρκετά κοινότοπες αν βρίσκονταν σε ένα παλιό κινέζικο ή γιαπωνέζικο παραμύθι αλλά είναι εκπληκτικά πρωτότυπες για έναν συγγραφέα τόσο βαθύ γνώστη της Δυτικής σκέψης.
Έτσι η λογοτεχνία του Μπόρχες, όπως και μερικά από τα δοκίμιά του, έχει μια καταπληκτική ομοιότητα με τα γραπτά των Ταοϊστών καλόγερων και των δασκάλων του Ζεν. Προϋποθέτει, για παράδειγμα, ότι η πραγματικότητα της καθημερινής ζωής δεν είναι καθόλου πραγματικότητα, και πως στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να προσφέρει κάποια νήματα που οδηγούν σ’ αυτό που βρίσκεται κάτω ή πέρα απ’ αυτήν. Για τον Μπόρχες όπως και για εκείνους, το νοητό σύμπαν είναι ένα απελπιστικά σύνθετο αίνιγμα και πιθανώς κατασκευάστηκε με αυτόν τον τρόπο για να κάνει τον άνθρωπο να αναρωτιέται συνεχώς και να ενθαρρύνει κάποιους να κάνουν μάταιες προσπάθειες για να το κατανοήσουν. Όπως εκείνοι, ο Μπόρχες μεταχειρίζεται τον γραμμικό χρόνο ως μια αυταπάτη, μια ευκολία που είναι μάλλον ένας φραγμός στο κατανοείν παρά μια γέφυρα: το θέμα του χρόνου, του ακατάπαυστου χρέους να προοπαθούμε να χαλιναγωγήσουμε, είναι ένα υπόγειο ποτάμι που διατρέχει όλο το έργο του, και που αναδύεται στην επιφάνεια στα περισσότερα κομμάτια του. Όπως οι Ταοϊστές, ο Μπόρχες έχει συνείδηση αυτού του εφήμερου και ονειρικού κόσμου και έχει αρκετές φορές επαναλάβει τον Τσουάν Τζου: «Ονειρεύτηκα πως ήμουν μια πεταλούδα που πετούσα από λουλούδι, σε λουλούδι. Τότε ξύπνησα. Είμαι τώρα ένας άνθρωπος που ονειρεύτηκε ότι ήταν πεταλούδα, ή μια πεταλούδα που τώρα ονειρεύεται πως είναι άνθρωπος;».
Αυτή η τρομακτική δυνατότητα έγινε σαφής σε μια από τις πιο γνωστές ιστορίες του, «Τα κυκλικά ερείπια», στην οποία ένας Ινδός μυστικιστής που είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει έναν άλλον άνθρωπο με το να «τον ονειρεύεται με σχολαστική πληρότητα» ανακάλυψε «με ταπείνωση, με τρόμο», ότι και ο ίδιος δεν ήταν παρά το όνειρο ενός άλλου. Ακόμη και την ατομική προσωπικότητα, μια ιδέα τόσο οικεία στους περισσότερούς μας και τόσο θεμελιακή για τον πολιτισμό μας, ο Μπόρχες την μεταχειρίζεται με μια περιφρόνηση αντάξια ενός Ταοϊστή καλόγερου, και την αντικαθιστά με μια χωρίς σύστημα ταξινόμηση αντιλήψεων που διαρκώς αλλάζουν και είναι αδύνατο να συλληφθούν. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο Μπόρχες αρνείται να αναλάβει την ευθύνη δηλώσεων που έκανε πολλά χρόνια πριν: εκείνος ο Μπόρχες ήταν ένα άλλο άτομο.
Ο Μπόρχες, φυσικά, δεν αποκρυστάλλωσε την άποψή του μετά από μια μακριά παραμονή στην Ανατολή ή μετά από κάποια συστηματική μελέτη ανατολικών έργων. Ποτε δεν έμεινε κοντά σε έναν ανατολίτη σοφό. Η άποψή του διαμορφώθηκε από επιδράσεις κατ’ εξοχήν δυτικών συγγραφέων όπως ο ντε Κουΐνσυ, ο Κόλριτζ, ο Επίσκοπος Μπέρκλεϋ και ο Σοπενάουερ, αν και ο Άρθουρ Γουέϊλυ ήταν εκείνος που τον έκανε να συνειδητοποιήσει, τη στενή συγγένεια μεταξύ της άποψής του και εκείνης της Άπω Ανατολής. Στα τελευταία αυτά χρόνια, ωστόσο, η ταύτισή του με την Ανατολή γίνεται όλο και πιο σαφής. Τώρα δοκιμάζει την πέννα του στη σύνθεση χαϊκού, δουλεύει ένα βιβλίο μεταφράσεων από τα γιαπωνέζικα (με την βοήθεια μιας ιαπωνομαθούς συνεργάτιδάς του), και πρόσφατα επέστρεψε από μια επίσκεψη πέντε εβδομάδων στην Ιαπωνία. Τον Φεβρουάριο εξ άλλου, ο Μπόρχες ανακοίνωσε στους συμπατριώτες του: «Η Ιαπωνία νομίζω πως είναι ένας ανώτερος πολιτισμός. Έχω την ελπίδα ότι η Ανατολή θα μας σώσει, διότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή. Δεν μιλώ μόνο για μας, αλλά επίσης για τις Ηνωμένες Πολιτείες —μια χώρα που μ’ αρέσει πολύ, επίσης —διότι πιστεύω ότι βρίσκονται σε απόλυτη παρακμή.»