
ΕΠΟΠΤΕΙΑ τεύχος 82, Σεπτέμβριος 1983. Μετάφραση: Δημήτρης Λιαντίνης.
Κάλεσμα όχι πια, όχι κάλεσμα νάναι, μεστωμένη φωνή,
της κραυγής σου η φύση˙ ολοκάθαρα φώναζες σαν το πουλί,
όταν η εποχή το σηκώνει και προβαίνει ανεβαίνοντας και σχεδόν λησμονεί ότι είναι ένα πλάσμα περίτρομο, κι όχι μόνο καρδιά,
5 που μέσα στην αιθρία το ρίχνει, στους βαθειούς ουρανούς.
Σαν το πουλί κι εσύ θα καλούσες επίμονα—, ώστε αφανέρωτη ακόμη στην ανέγνοια της θα σ’ ένοιωθε η σύντροφος, που μέσα της αργά ξυπνά η ανταπόκριση κι η ακοή της της φέρνει μια θέρμη
στο δικό σου ασυγκάλυπτο πόθο η δική της πυρωμένη λαχτάρα.
10 Ω και η άνοιξη θάνοιωθε—, γιατί θα κόμιζε κάθε τόπος εδώ
τον ευαγγέλιον ήχο. Εκείνο στην αρχή το δειλό, της αναζήτησης λάλημα, που με πλήθουσα σιωπή το κυκλώνει μακρυάθε
μια ολοκάθαρη, γιομάτη κατάφαση μέρα.
Ύστερα σκαλί-σκαλί της φωνής το ανέβασμα, για του μέλλοντος
15 τον ονειρεμένο ναό. Ύστερα το τερέτισμα, συντριβάνι,
που στο βίαιο πιδάκισμα προλαβαίνει την πτώση
με παιγνιδιάρα υπόσχεση. Και μπροστά του το θέρος.
Όχι μόνο όλα του θέρους τα σύναυγα, όχι μόνο καθώς τούτα προχωρώντας στη μέρα φλογολάμπουν στο ξεκίνημα,
20 όχι μόνο οι μέρες κυκλωμένες αβρά με λουλούδια και μετά
Μέσ’ στων δέντρων τα σχήματα ισχυρές και δαμάζουσες
Όχι μόνο η κατάνυξη γι’ αυτές τις αποτελεσμένες δυνάμεις,
όχι μόνο οι δρόμοι, όχι μόνοι οι λειμώνες της δείλης
όχι μόνο της μπόρας ακόλουθο το φως π’ανασαίνει,
25 όχι μόνο ο σιμώνοντας ύπνος και κάποια της εσπέρας διαίσθηση… αλλά οι νύχτες, αλλά οι νύχτες του θέρους μετέωρες
και τ’ αστέρια, τ’ αστέρια της γης.
Ω κάποτε πεθαμένος να είσαι και να νοιώθεις απέραντα
όλα τ’ αστέρια: πώς λοιπόν, πώς, πώς να ξεχάσεις τ’ αστέρια!
30 Κύττα, αν τώρα την αγαπημένη καλούσα, δε θαρχόταν μονάχη. Ορμαθιές κορασιές θα προβάλλαν από τάφους αδύναμους
και θα στέκαν εμπρός του… Γιατί πώς ν’ αποκλείσω σε μία
τη φωνή, που εφώναξα; Εκείνες που βουλιάξαν στο θάνατο αποζητάνε ακόμη της γης. Παιδιά, έστω κι ένα πράγμα εδώ,
35 που βαθειά σας συγκλόνισε, αξίζει για πλήθος.
Μη θαρρείτε πως μοίρα σημαίνει περισσότερα, από ότι η πυκνή
παιδική ηλικία. Καθώς ξεπεράσατε κάποτε αυτόν, π’ αγαπήσατε, λαχανιάζοντας, ενώ πανευδαίμονα τρέχατε για τ’ ανοιχτά και το τίποτα. Είναι έξοχο να υπάρχεις εδώ. Και το ξέρετε τούτο κορίτσια,
40 ακόμα κι εσείς, που διψώντας αγάπη βουλιάξατε στα βρωμερά
κάθε λογής λαγούμια, αρρωστόκορμες, των σκουπιδιών ‘τοιμασμένες. Γιατί σε κάθε μία ανήκει μια ώρα, μπορεί ούτε μια ώρα,
ένα σημείο που μόλις ανάμεσα σε δυό στιγμές το μετράς,
που υψώθηκε σε γνήσια ύπαρξη.
45 Όλα, οι φλέβες ολόγιομες με γνήσια ύπαρξη.
Μόνο που εύκολα πολύ λησμονάμε, ό,τι γελώντας ο γείτονας
δεν μας επαίνεσε, ούτε μας φθόνησε. Και τούτο να φέρουμε
στο φως πεθυμάμε. Αλλά η φανερή ευτυχία στέργει τότε μόνο
από μας να γνωστεί, όταν μέσα μας μυστική μεταμόρφωση βρίσκει.
50 Πουθενά, αγαπημένη, δε θα υπάρξη ο κόσμος παρά εντός μας.
Και τραβά η ζωή μας μπροστά με αλλαγή μυστική. Και συνέχεια μικρότερο το έξω αφανίζεται. Όπου υπήρχε ένα σπίτι με διάρκεια κάποτε
της φαντασίας εικόνα λοξή ξεπροβάλλει στην επινόηση ανήκοντας όλη
σα να μένει ακόμη στον εγκέφαλο ολόκληρο.
55 Του καιρού μας το πνεύμα συσσωρεύει αποθήκες ευρύχωρες δύναμης χωρίς πρόσωπο, σαν ορμή και σαν ένταση, που τα πάντα παράγουν.
Αυτό δε γνωρίζει τώρα ναούς. Τούτη της καρδιάς τη σπατάλη μυστικώτερη μέσα μας κρύβουμε. Ναι, όπου ακόμη επιζεί
κάποιο πράγμα προσκυνημένο, λατρεμένο, που μπροστά του γονάτισαν
60 έτσι καθώς είναι διασώζεται μέσα σε τόπο αόρατο.
Και πολλοί πια δεν το διακρίνουν, χωρίς την ωφέλεια όμως,
ότι τρανότερα μέσα τους χτίζεται με κολώνες κι αγάλματα. Απόκληρους τέτοιους έχει κάθε υπόκωφη του κόσμου μετάβαση που μήτε το περασμένο, μήτε το ερχόμενο είναι δικό τους.
65 Γιατί μακρυά για τους ανθρώπους είναι και το πολύ σιμοτινό.
Τούτο μη μας θολώνει το κλίμα, αλλά να τονώνει τη διάσωση μέσα μας
της γνωρισμένης μορφής, που υπάρχει ακόμη. Τούτο στάθηκε κάποτε ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στη μοίρα τη φθείρουσα στάθηκε ανάμεσα στο για πού το τυφλό και ανέγνωρο στάθηκε, σαν ουσία
70 κι έκαμε να σκύψουν επάνω τους των στέρεων ουρανών τα αστέρια, άγγελε, σε σένα ακόμη το δείχνω, να! εμπρός στη ματιά σου
υψώνεται τώρα σωσμένο, επί τέλους ορθόστητο.
Κολώνες, πυλώνες, η Σφίγγα, το επίπονο της μητρόπολης στήριγμα φαιόχρωμο σε εφήμερη πόλη ή και απόξενη.
75 Τούτο δεν ήταν θαύμα; ω θαύμασε, άγγελε, γιατί εμείς τούτο είμαστε εμείς, ω Τρανέ, ιστόρα το ότι τέτοια εμείς τα μπορέσαμε,
για τα εγκώμια δεν αρκεί η δική μου εμπνοή. Ακόμη κι έτσι
δεν οκνέψαμε μέσα στη διάστασή μας, αυτή την ορίζουσα,
την δική μας διάσταση. (Πόσο τεράστια μεγάλη πρέπει νάναι
80 αφού δεν τη γιόμισαν οι χιλιετίες με τη δική σας αίσθηση.)
Όμως ένας πύργος ήταν ψηλός, έτσι δεν είναι; Ήταν, άγγελε,
ήταν ακόμη κι αγνάντια σου ψηλός; Ήταν ψηλή η μητρόπολη Σαρτρ
κι η μουσική ακόμη πιο πολύ υψωνόταν και μας πέρασε.
Αλλά μια ερωτευμένη, ω, στο παραθύρι της νύχτας παντέρημη…
85 δεν θα έφτανε ίσια με τα δικά σου γόνατα—; Κι αν ακόμα σε καλούσα, άγγελε μη το πιστεύεις πως σε καλώ. Δεν έρχεσαι.
Γιατί είναι η δική μου επίκληση πάντα από διώξιμο γιομάτη.
Δεν μπορείς να οδέψεις ενάντια σε τέτοιο πανίσχυρο ρεύμα.
Είν’ η φωνή μου σαν ένας τεντωμένος βραχίονας. Κι ανοιχτή
90 κατά πάνω για να αρπάξει η παλάμη της παραμένει μπροστά σου, ανοιχτή σαν απόκρουση και σαν απειλή,
Ασύλληπτε, πλέρια ανοιχτή.