ΕΠΟΠΤΕΙΑ τεύχος 81, Ιούλιος – Αύγουστος 1983. Μετάφραση: Νατάσα Τσουκαλά
Από την Εισήγηση στο Συμπόσιο με τίτλο «Entretiens sur le temps». To Συμπόσιο έλαβε χώρα στο Centre Curturel International Cerisy la Salle από τις 14 ως τις 23 Ιουλίου 1964 υπό την διεύθυνση της Jeanne Hersch και του René Poirier.
Χωρίς να προκαθορίζω καθόλου τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας [του συμποσίου] και τα πορίσματα όπου θα μπορούσε κανείς να καταλήξει, θα ήθελα να προσπαθήσω να ορίσω αυτό που θ’ αποκαλέσω συνηθισμένη ή ακόμα και καθημερινή χρησιμοποιούμενη παράσταση του χρόνου. Αυτή η παράσταση πάνω στην οποία ζούμε όλοι μας μέσα στην καθημερινή μας ύπαρξη, περιλαμβάνεται σ’ εκφράσεις που δεν προκάλεσαν καθόλου την προσοχή των επαγγελματιών φιλοσόφων, έως τουλάχιστον την εμφάνιση της φαινομενολογίας.
Παραδείγματος χάριν, τι ακριβώς εννοώ όταν λέω ότι χάνω τον χρόνο μου ή ότι θα ήθελα να κερδίσω χρόνο; Οι λέξεις «ο χρόνος μου» παρουσιάζουν εξάλλου μια διφορούμενη όψη που δεν πρέπει να παραβλέψουμε. Ας είμαστε λοιπόν όσο το δυνατόν περισσότερο ακριβείς.
«Έχω διαθέσιμο όλο μου τον χρόνο» μου λέει ή μου γράφει κάποιος που έχει ανάγκη να δουλέψει για να ζήσει. «Μπορείτε να με προσλάβετε;» με ρωτά. Αυτό θέλει να πει σαφώς: μέχρι τώρα, ο χρόνος μου ήταν κατηλειμμένος — ίσως «γιατί έπρεπε ν’ αφοσιωθώ σ’ ένα πρόσωπο της οικογένειάς μου, αλλ’ αυτό το πρόσωπο δεν υπάρχει πιά». Αυτός ο χρόνος, που ήταν κατηλειμμένος, έγινε τώρα διαθέσιμος˙ θ’ αναρωτηθούμε για την έννοια αυτού του κτητικού, ο χρόνος μου.
Ας διαπιστώσουμε πρώτα απ’ όλα ότι πρόκειται για ένα χρόνο διανεμημένο και αποσπασματικό. «Ο χρόνος μου», εδώ σημαίνει οι ημέρες μου. Θα μιλήσω πρόθυμα για ένα φράξιμο του χρόνου: οι ημέρες προσλαμβάνονται σαν στέρνες, επικοινωνούντα δοχεία που είναι προσωρινά στεγνά. Το όλο θέμα έγκειται λοιπόν στο να γεμίσουν το πρόσωπο που απευθύνεται σε μένα πιστεύει ότι μπορώ να του παράξω αυτή την υπηρεσία.
Αλλά αυτή η αρκετά εύγλωττη εικόνα των δεξαμενών στάσιμου ύδατος, ή αν θέλετε, μιας σειράς ελών, δεν μας διαφωτίζει ακόμα για τη σημασία του κτητικού «μου».
Ας περιστραφούμε λίγο γύρω απ’ αυτό τον τύπο εμπειρίας. «Έχω λίγο διαθέσιμο χρόνο». Τι σημαίνει εδώ το ρήμα «έχω»; Μου έρχεται στο μυαλό μια διδακτική παρομοίωση. Θα βρω τον συμβολαιογράφο μου ή τον χρηματιστή μου και του εξηγώ ότι έχω σπίτι μου ένα ορισμένο ποσό χρημάτων που θα ήθελα να τοποθετήσω ή να επενδύσω κάπου, γιατί το χρήμα χάνει όλο και πιο πολύ την αξία του, και η επιθυμητέα ενέργεια θα έχει σαν σκοπό την αντιστάθμιση της απώλειας αυτού του είδους.
Όταν ζητώ ν’ απασχοληθώ, σημαίνει επίσης για μένα το να εναντιωθώ σε μια ορισμένη φυγή, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί σαν μια φθορά. Στην προκειμένη περίπτωση, το έχειν παρουσιάζεται επομένως σαν μια κυριαρχία, χωρίς αμφιβολία, που μοιάζει όμως σαν να κατατρέχεται από ένα φόβο. Αυτός ο φόβος επομένως δεν γίνεται αντιληπτός, παρά μόνο γιατί το άτομο συνειδητοποιεί, περισσότερο ή λιγότερο καθαρά, ότι στην πραγματικότητα ο χρόνος που έχει δεν παύει να του ξεφεύγει, και δεν μπορεί κανείς να μη θυμηθεί σ’ αυτή την περίπτωση μιαν άλλη εικόνα, πολύ πιο απλή, την εικόνα ενός δοχείου που στάζει: για να το κρατήσουμε γεμάτο, δεν έχουμε παρά να κλείσουμε τη ρωγμή απ’ όπου φεύγει το υγρό.
Αλλά για μια κριτική σκέψη όλα αυτά αποτελούν προφανώς σύγχυση, γιατί ο χρόνος δεν μπορεί να συγκρατηθεί˙ απλώς, καθώς φαίνεται, προχωρώ, μέσα από ένα συνεχή αγώνα, που διεξάγεται εναντίον αυτού που θ’ αποκαλέσουμε κατά μεγάλη προσέγγιση ανυπότακτη δύναμη ή ανυπότακτο στοιχείο (που δεν το έχω δηλαδή στη διάθεσή μου και που θα ήταν περισσότερο σωστό να πω ότι «με έχει στη διάθεσή του»), σ’ ένα είδος αχρονικοποίησης που μου δίνει την ψευδαίσθηση ότι ελέγχω αυτή τη δύναμη ή αυτό το στοιχείο˙ είναι το φράξιμο που ανέφερα προηγουμένως.
Ας εξετάσουμε κάτω απ’ αυτό το πρίσμα το παράδειγμα, που κατά τη γνώμη μου είναι πολύ σημαντικό, του συνταξιούχου που η οικογένειά του προσπαθεί να του επιπλώσει την υπαρξή του. Αυτή η λέξη «επιπλώνω» αποδίδει πολύ σωστά την κατάσταση. Μας φέρνει στο μυαλό την καταθλιπτική μελαγχολία που μας προκαλεί ένα δωμάτιο χωρίς έπιπλα: σαν να έχει φύγει από μέσα του η ζωή. Η γυναίκα του συνταξιούχου προσπαθεί να του βρει διάφορες απασχολήσεις: να παίζει μπριτζ τρεις φορές την εβδομάδα, να επισκέπτεται τακτικά έναν ανάπηρο, κλπ, κι αμέσως, είναι σαν ο χρόνος να ξαναανθρωπίζεται, να ξαναγίνεται κατοικήσιμος.
Ας συνεχίσουμε να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στην περίπτωση του συνταξιούχου που μου φαίνεται πολύ διαφωτιστική. Τον ρωτάμε για την ύπαρξή του. «Οι ημέρες μου φαίνονται ατέλειωτες, λέει, βαριέμαι». Και μερικές φορές προσθέτει αυτές τις λέξεις που είναι ακόμα πιο σημαντικές: «Φθείρομαι».
Οι ημέρες είναι ατέλειωτες, ο χρόνος δεν σταματά να κυλά, παραμένει στάσιμος. Ο άνθρωπός μας κοιτά το εκκρεμές κάθε πέντε λεπτά για να έχει την αντικειμενική βεβαιότητα ότι ο χρόνος κύλησε, πόσο αργά όμως! Το παραμικρό γεγονός αποκτά αξία, σαν ένας λόφος στη μέση μιας πεδιάδας. Αν αυτό το γεγονός πρόκειται να συμβεί, είναι τουλάχιστον κάτι που μπορεί κανείς να περιμένει, κάτι απ’ όπου μπορεί κανείς να γαντζωθεί ενώ συνήθως δεν μπορεί κανείς να πιαστεί από πουθενά. Είναι τρομερό να συμβαίνουν τα πάντα σαν να τα περιμέναμε, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα πια που να περιμένουμε, πράγμα που συμβαίνει εκεί όπου η ζωή είναι καθαρή επανάληψη.
Είναι αλήθεια ότι κάτι τουλάχιστον θα συμβεί με τη βία: ο θάνατος. Εκεί όμως όπου δεν υπάρχει το θρησκευτικό συναίσθημα, ο θάνατος είναι ακριβώς το τίποτα, το τίποτα πια. Ανάμεσα σ’ εμένα και το τίποτα πια, δεν υπάρχει τίποτα, κι αυτό το τίποτα πια έρχεται τόσο αργά, δεν παύει να έρχεται. Όλ’ αυτά είναι σαφή. Τι σημαίνει όμως: φθείρομαι; «Έχω πάρα πολύ χρόνο για να σκεφτώ», θ’ απαντούσε ίσως ο συνταξιούχος μας, πράγμα που σημαίνει: βρίσκομαι σ’ ένα συνεχές tête-à-tête με τον εαυτό μου˙ αυτό το tête-à-tête, που δεν διακόπτεται από τίποτα, είναι φθοροποιό.
Για να το αντιληφθούμε καλύτερα, ας αναλογιστούμε μια τελείως διαφορετική περίπτωση• την περίπτωση του ανθρώπου που μας διαβεβαιώνει ότι δέν βαριέται ποτέ, ότι ξανασκέφτεται όλα όσα έζησε κατά την μακροχρόνια ζωή του, όλους όσους είχε συναντήσει. Πώς να ερμηνεύσουμε την αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο στάσεις; Θα περιοριστούμε να πούμε ότι τα δύο άτομα έχουν διαφορετικούς χαρακτήρες ή ιδιοσυγκρασίες; Φοβάμαι όμως ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μια καθαρά φραστική διέξοδος. Κάτω από το πρίσμα του φαινομενολόγου, έχει σημασία η περιγραφή και η κατανόηση αυτών των δύο στάσεων. Αυτός που απορροφάται από το παρελθόν του και που τον ευχαριστεί αυτή του η απορρόφηση, είναι κατά βάθος μια εμβρυακή μορφή ενός συγγραφέα ιστορικών έργων. Διηγείται στον ίδιο του τον εαυτό την ιστορία του. Από τότε, συμμετέχει σε κάποιο βαθμό στα πλεονεκτήματα αυτού που έχω αποκαλέσει αλλού ενεργό συνείδηση, σ’ αντίθεση προς την ανενεργό συνείδηση.. Η ενεργός συνείδηση διατηρεί με τον εαυτό της μια ζωντανή σχέση• υπάρχει εδώ ενότητα στη δυαδικότητα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και μ’ αυτόν που φθείρεται, γιατί η φθορά αυτή είναι χωρίς αμφιβολία αδιαχώριστη απ’ την κούραση που συνοδεύει την επανάληψη: είναι πάντα οι ίδιες εικόνες που προβάλλονται, οι ίδιες σκέψεις, οι ίδιες μάταιες ερωτήσεις: «Γιατί κάτω από κείνες τις περιστάσεις, έδρασα έτσι; Αν μόνο είχα ακολουθήσει κάποια άλλη πλευρά!» κλπ.
Αναμφίβολα όμως, μπορούμε να δείξουμε πιο καθαρά σε τι η διάκριση ανάμεσα σ’ ενεργό και σ’ ανενεργό συνείδηση ενδιαφέρει άμεσα την αυθόρμητη παράσταση που διαμορφώνει ο καθένας μας για τον χρόνο. Θα μπορούσα να πω ότι η ικανοποίηση που συνοδεύει συνήθως την άσκηση της ενεργού συνειδήσεως συνδέεται με το συναίσθημα ότι βρίσκεται κανείς σ’ αρμονία με το χρόνο. Ίσως μάλιστα οι λέξεις «ενεργός συνείδηση» να μην είναι τελείως επαρκείς. Είναι φανερό ότι πρόκειται πραγματικά για μια εργασία, και για μια εργασία όπου το σώμα συμμετέχει. Θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα ότι μέσα στην εργασία ο καθένας μας νιώθει λιγότερο ή περισσότερο σαφώς ότι εξημερώνει τον χρόνο. Ενώ για την ανενεργό συνείδηση συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, και κυρίως εκεί όπου αφήνεται, είτε στη νοσταλγική λύπη, είτε στην αναπόληση αυτού που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να γίνει και δεν έγινε. Η νοσταλγική λύπη ή η αναπόληση μιας πιθανότητας που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα συγκεκριμενοποιείται σ’ ένα συναίσθημα που μπορεί να μην είναι τελείως σαφές αλλά που αποτελεί εντούτοις βίω-μα: το συναίσθημα ότι παρασύρεται κανείς οριστικά, σαν λεία του αναπότρεπτου ή του ανεπανόρθωτου. Αυτός ο χρόνος στον οποίο έχω αφεθεί έτσι, είναι επομένως αυτός που δεν βρίσκεται στη διάθεσή μου• και μάλιστα, εγώ είμαι αυτός που βρίσκεται στη διάθεσή του, του άγριου, του μη εξημερωμένου χρόνου. Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα ότι είναι ένας χρόνος-βάραθρο, με την προϋπόθεση όμως ότι εννοούμε ένα ενεργητικό και σχεδόν ζωντανό βάραθρο. Αυτός ο χρόνος δέν είναι βέβαια ο χρόνος μου• αντίθετα, είναι αδύνατον να τεθεί κάτω από οποιαδήποτε κατοχή ή εξουσίαση.
Εντούτοις, αν εξετάσω την ανθρώπινη εμπειρία σύμφωνα μ’ άλλες διαστάσεις, διαπιστώνω ότι αναφερόμαστε συχνά στον χρόνο σαν να μην είναι καθόλου μια καθαρή παρέκκλιση, μια απλή φυγή από ένα χείμαρρο που παρασύρει τα πάντα, αλλά αντίθετα σαν να συνοδεύεται από μια λειτουργία ρύθμισης και σχεδόν επιδιόρθωσης. Μας συμβαίνει πολύ συχνά να λέμε λ.χ. σε κάποιον που έχει ν’ αντιμετωπίσει ένα πόνο που τον θεωρεί απαρηγόρητο: «Δεν μπορείτε να ξέρετε, ο χρόνος επουλώνει τα τραύματα τόσο όσο δεν φαντάζεστε». Ή, με τελείως διαφορετικό νόημα, στην περίπτωση λ.χ. ενός καινούργιου έργου που έχει αποθεωθεί απ’ τους θαυμαστές του, θα πούμε: «Ο χρόνος θα δείξει αν αξίζει πραγματικά». Έχω ακόμα στ’ αυτιά μου αυτά τα λόγια του Πελέα, που μου έλεγε ο παλιός μου δάσκαλος Lévy-Bruhl. Ας θυμηθούμε ακόμα και τον τελευταίο στίχο του Σιντ: Laisse faire le temps, ta vaillance et ton roi.
Είναι προφανές ότι θα μπορούσε κανείς ν’ αντικαταστήσει τις λέξεις «ο χρόνος» από ένα λεπτομερή κατάλογο παραγόντων που παρεμβάλλονται για να κάνουν δυνατή τη λύση ενός προβλήματος που προφανώς είναι τελείως άλυτο. Δεν νομίζω όμως ότι μπορεί κανείς έτσι να εξαλείψει ή να μειώσει αυτό το είδος της πίστης, που είναι πολύ δύσκολο να καθορισθεί και να δικαιολογηθεί, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος θα κατέληγε από μόνος του (αλλά τι μπορεί να είναι στην πραγματικότητα η ταυτότητα του χρόνου;) σ’ ένα είδος τοποθέτησης που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αμέσως• απ’ αυτό συνάγεται η ιδέα μιας δυναμικής που να ταιριάζει στο χρόνο και βρισκόμαστε όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ την ιδέα ενός περιεκτικού χρόνου. Απ’ την άλλη πλευρά, έχουμε εδώ προφανώς μια απ’ τις πιθανές αφετηρίες μιας έρευνας, που δε θα μπορέσω παρά μόνο να επισημάνω, πάνω στις συνεχώς σύνθετες και διχογνωμούσες σχέσεις μεταξύ χρόνου κι αξίας.
Απ’ αυτή την έρευνα, θα ήθελα να υποδείξω τουλάχιστον τις αρχικές της φάσεις.
Δεν μπορούμε να παραλείψουμε ν’ αναφέρουμε εδώ δύο οριακές περιπτώσεις μεταξύ των οποίων φαίνεται να κλιμακώνονται όλες οι άλλες. Ας εξετάσουμε πρώτα τον σύγχρονο επιχειρηματία, και μάλιστα τον Αμερικανό businessman για τον οποίο ο χρόνος είναι χρήμα (time is money) και ας προσπαθήσουμε να καθορίσουμε την ακριβή έννοια αυτής της φόρμουλας. Ξαναβρίσκουμε βέβαια τον διανεμημένο και διευθετημένο χρόνο, στον οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως μιλώντας για ένα φράξιμο. Η κάθε ημέρα είναι ξέχειλη από ραντεβού, τηλεφωνικές συζητήσεις, γράμματα προς υπαγόρευση, αναφορές που πρέπει να συνταχθούν ή να διαβαστούν κ.λ.π. Και καθώς είναι ξέχειλη, αφομοιώνεται από ένα περιεκτικό χώρο, από μια βαλίτσα όπου δεν μπορούμε πια να βάλουμε τίποτα άλλο. Ας υποθέσουμε ότι ένα πρόσωπο που έπρεπε να επισκεφθεί τον επιχειρηματία μας στις 5 ματαιώνει το ραντεβού του τηλεφωνικά. Κι ο επιχειρηματίας μας εξαρθρώνεται, βρίσκεται μπροστά σε μια κενή ώρα, που δεν είναι εύκολο ν’ αξιοποιηθεί «στο πόδι», και που κινδυνεύει να γίνει μια χαμένη ώρα. Μπορούμε όμως να πούμε ότι η αφομοίωση του χρόνου από ένα περιεκτικό χώρο είναι τελείως δικαιολογήσιμη; Είναι ολοφάνερο ότι δεν ερμηνεύει καθόλου σωστά το βίωμα στο οποίο προσκολλιόμαστε. Αυτός ο χρόνος που πρέπει να γεμίσει, και που, κατά κάποιο τρόπο, δεν πρέπει να σπαταληθεί καθόλου, είναι ο ίδιος μου ο εαυτός, είναι η ζωή μου. Αν ξαναγυρίσουμε στο πρίσμα του επιχειρηματία, θα μπορούσε να μας πει: «Αν καταργείσετε τις υποθέσεις μου, τι απομένει από μένα; Πώς θέλετε να κάνω διάκριση μεταξύ του χρόνου μου και των υποθέσεών μου;» Ας φανταστούμε ότι, για έναν οποιονδήποτε λόγο, είναι υποχρεωμένος ν’ απομακρυνθεί άπ’ τις υποθέσεις του˙μεταβάλλεται αμέσως σ’ ανάπηρο. Μπορεί να ισχυρίζεται πραγματικά ότι προσπαθεί να δημιουργήσει στον εαυτό του καινούργια ενδιαφέροντα, το πιο πιθανό όμως είναι ότι δε θα τα καταφέρει! Η ζωή του έχει ερημώσει.
Ας πάμε τώρα στο άλλο άκρο: ας σκεφτούμε λ.χ. τον Ανατολίτη που κάθεται τεμπέλικα, όλη την ημέρα, στον ήλιο. Πώς θ’ απέδιδε μια οποιαδήποτε αξία στον χρόνο; Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να καθορίσουμε τη σχέση του με τον χρόνο. Θα έπρεπε να μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε τι μπορεί να είναι μια αχρονικοποιημένη ύπαρξη, αντίθετα απ’ την ακραία χρονικοποιημένη ύπαρξη που αναφέραμε προηγουμένως.
Μεταχειρίστηκα τη λέξη «αχρονικοποιημένη»: ας αναλογιστούμε λίγο τη σημασία της. Από όσο μπορούμε να κρίνουμε για την ύπαρξη αυτού του Ανατολίτη, θα πούμε, ότι, γι’ αυτόν, οι ημέρες διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς να διαφέρουν μεταξύ τους. Δεν φτάνει να πούμε ότι είναι μια ζωή όπου δεν συμβαίνει τίποτα, πρέπει κυρίως να επισημάνουμε ότι αυτή η έλλειψη γεγονότων δεν γίνεται επώδυνα αισθητή, ίσως μάλιστα και να μη γίνεται καθόλου αισθητή. Απ’ τη στιγμή που θα γινόταν αισθητή, θ’ άρχιζε, ή μάλλον θ’ αναγγελόταν, η χρονικοποίηση. Κάτω από ποια άποψη μπορεί κανείς να πει ότι μια τέτοια ύπαρξη βρίσκεται μέσα στο χρόνο; Φαινομενολογικά, φαίνεται ότι αυτές οι λέξεις δεν έχουν κανένα νόημα.
Για να συλλάβουμε σωστά την ουσία της χρονικοποίησης, το κα-λύτερο θα ήταν, χωρίς αμφιβολία, ν’ αναλογιστούμε την αναμονή. Γιατί σ’ αυτήν εκδηλώνεται όσο το δυνατόν πιο φανερά η σύνδεση του παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, όπου το μέλλον κατέχει την κύρια θέση. Είναι σαφές ότι όταν περιμένει κανείς, βρίσκεται μέσα στον χρόνο. Θα έπρεπε εξάλλου ν’ αναρωτηθούμε μήπως θα έπρεπε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στο πριν και στο μετά της αναμονής, —διάκριση στην οποία φτάνει η μυστική ή ίσως ακόμα ο άνθρωπος που έχει φτάσει στην κορυφή της σοφίας.
Το πρόβλημα της σχέσης του χρόνου και της αξίας, καθορίζεται λίγο αν αντικαταστήσουμε τη θεώρηση της ανομονής απ’ τη θεώρηση του χρόνου σε γενικά πλαίσια.
Αμέσως, ερχόμαστε σε σύγκρουση με ένα παράδοξο. Η αναμονή φαίνεται αρχικά ότι παρέχει αξίες. Το γεγονός της αναμονής κάποιου μπορεί ν’ αποδώσει στον ερχομό του (κατά κύριο λόγο) μια ανύψωση: ανύψωση που είναι εξάλλου αναμφίβολα λανθασμένη, γιατί, όταν το πρόσωπο που περιμένουμε φτάνει, νιώθουμε ίσως μια κάποια απογοήτευση, που είναι και για μας τους ίδιους ακατανόητη: τελικά, δεν είναι παρά μόνο αυτός, δεν είναι παρά μόνο αυτό.
Αυτό όμως που τα μπερδεύει όλα είναι ότι το «περιμένω» μπορεί να σημαίνει απλώς «προσδοκώ», πράγμα που σημαίνει ήδη κατά κάποιο τρόπο «συνηθίζω». Αλλά, αμέσως, η αξία αμβλύνεται.
Θα έπρεπε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η αναμονή δεν δημιουργεί αξίες παρά μόνο στο μέτρο που είναι ασυνήθιστη, όταν δηλαδή περιλαμβάνει μια κατάσταση έντασης που καταργεί τη συνήθεια.
Θα μπορούσε ακόμα να πει κανείς παραδόξως ότι η αξιοποιητική αναμονή είναι κατά κάποιο τρόπο αναμονή ενός αναπάντεχου, σαν να προεξοφλούσε κάτι το απροσδόκητο. Ας παρατηρήσουμε όμως ότι το απροσδόκητο αυτό καθεαυτό, απ’ το ίδιο το γεγονός ότι είναι απροσδόκητο, μπορεί να επηρεαστεί από μια αρνητική ένδειξη: όλοι ξέρουμε ανθρώπους που απεχθάνονται τις εκπλήξεις, γιατί τους διακόπτουν έναν ορισμένο κύκλο μέσα στον οποίο νιώθουν άνετα. Αυτό που αξιοποιείται είναι ένα είδος άνεσης, που περιλαμβάνει πολλές μικρές συνήθειες τις οποίες δεν θέλουμε ν’ απαρνηθούμε. Αλλά εμφανίζεται τότε μια δυσκολία ή μια αντίθεση, γιατί αυτή η ρυθμισμένη ύπαρξη, επειδή ακριβώς είναι ρυθμισμένη, φαίνεται να τείνει προς την αχρονικοποίηση, απ’ όπου εξαρτάται η αξία. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε κανείς να το καταλάβει παρά μόνο με τον όρο να επικοινωνήσει —αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο— ως συμπάσχων με τη λεπτομέρεια παρόμοιων υπάρξεων. Πράγμα που θα επέτρεπε την αναγνώριση της θέσης που ακόμα κι εδώ επιστρέφει σ’ ένα απροσδόκητο απ’ τη λεπτομέρεια που παραμένει καθαρά ποιοτική. Πρέπει όμως να καταλάβουμε επίσης ότι, χωρίς αμφιβολία, μπορεί και ακόμα ένα πολύ μικρό πράγμα να κάνει αυτή την ύπαρξη να φανεί αφόρητα μονότονη σ’ αυτόν που μέχρι τότε την απολάμβανε. Ίσως ν’ αρκεί γι’ αυτό μια συνάντηση με κάποιον που, βλέποντας αυτή την ύπαρξη απ’ έξω, θα κρίνει ότι στερείται τελείως αξίας ή ακόμα και σημασίας.
Προφανώς, αυτό που παρεμβάλλεται εδώ είναι αυτό που αποκα-λούμε, με μια λέξη που είναι εξάλλου όσο το δυνατόν λιγότερο ικανοποιητική, ενδιαφέρον ή έλλειψη ενδιαφέροντος. Πώς μπορεί κανείς να μη λάβει υπόψη του αυτόν τον προσθέτη της φθοράς που επέδρασε στην ίδια την εξέλιξη της έννοιας που αποδίδεται στη λέξη ενδιαφέρον ή στο επίθετο ενδιαφέρων (μια υπόθεση ενδιαφέρουσα είναι δηλαδή μια υπόθεση που αποφέρει); Η λέξη ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει εδώ την προσοχή μας μόνο στο μέτρο που την αντιλαμβανόμαστε με την αρχική και διάχυτη έννοιά της. Η αχρονικοποιημένη ύπαρξη είναι η ύπαρξη ενός ατόμου που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα. Αντιλαμβανόμαστε εδώ κάθε είδος εξειδίκευσης της αναμονής: υπάρχει πρώτα η περιέργεια, δηλαδή το γεγονός να ενδιαφέρεται κανείς για το τι συμβαίνει, για τις ειδήσεις, κλπ. Τότε όμως πρόκειται για μια αναμονή που είναι κατά κάποιο τρόπο παθητική: αρκείται κανείς στο ν’ απορροφά. Η ενεργητική αναμονή είναι τελείως διαφορετική, αλλά ίσως να πρέπει να πούμε ότι απ’ τη στιγμή που η αναμονή γίνεται ενεργητική, παύει να είναι, στην κυριολεξία, αναμονή και γίνεται προσοχή. Ας αναφέρουμε μια πολύ απλή περίπτωση, την περίπτωση ενός ατόμου που γράφει καθ’ υπαγόρευση: οδηγείται, κατά κάποιο τρόπο, στη συνάντηση αυτού που του λένε κι αυτό συνεπάγεται ένα είδος κινητοποίησης των ικανοτήτων του. Μπορεί να συμβεί, βέβαια, να κάνει κάποια διακοπή αυτός που υπαγορεύει γιατί νιώθει λ.χ. την ανάγκη ν’ αλλάξει το κείμενο: εδώ, θα έχουμε ιδιαίτερα έντονη την αναμονή αυτού που γράφει, ενώ θα έχει χαλαρώσει η προσοχή του.
Είναι εύκολο να δείξουμε ότι κάθε μη μηχανική εργασία συνεπάγεται ένα είδος εναλλαγής αναμονής και προσοχής. Όταν γράφω, μου τυχαίνει να περιμένω να μου έρθουν οι ιδέες. Αυτή η αναμονή όμως δεν είναι καθόλου παθητική• επανερχόμαστε σ’ αυτό που έχω αναφέρει αλλού για τη δημιουργική δεκτικότητα. Αλλά απ’ την άλλη πλευρά, αυτή η ίδια η δεκτικότητα δεν γίνεται αντιληπτή αν δεν έχει προηγηθεί μια ορισμένη ωρίμανση — και πρέπει τότε ν’ αναρωτηθούμε πως μπορούμε να συλλάβουμε αυτή την ωρίμανση κάτω απ’ τα πρόσκαιρα είδη της (πρόβλημα πολύ δύσκολο και που δεν θα έπρεπε να υποτιμηθεί η σημασία του σ’ ό,τι αφορά στον χρόνο). Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να μάθουμε αν υπάρχει νόημα να παραδεχτούμε ότι αυτή η ωρίμανση ολοκληρώνεται στον χρονολογικό χρόνο, σ’ αυτόν όπου τοποθετούμε τις οργανικές μεταβολές που έχουν για έδρα τους το σώμα. Πιο γενικά, αν παραδεχτούμε αυτό που αποκαλούμε ασυνείδητη δραστηριότητα του πνεύματος ή απλώς ασυνείδητο, μου φαίνεται ότι πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι δεν είμαστε σε θέση να του αποδώσουμε τις χρονικές αναφορές που χρησιμοποιούμε συχνά για ό,τι αναφέρεται στην καθημερινή ζωή.
Επισημαίνω εξάλλου ότι εδώ ξεφεύγουμε απ’ τα όρια που είχα επιβάλλει σ’ αυτή την έρευνα. Είναι αλήθεια, άλλωστε, πως είναι πιθανώς αδύνατον να διατηρηθεί κανείς σ’ αυτά τα όρια, και πως η σκέψη τα ξεπερνά αναπόφευκτα.
Είχα υποδείξει πρόχειρα, λ.χ., ότι έπρεπε ίσως να γίνει μια διάκριση ανάμεσα σ’ ένα πρίν και σ’ ένα μετά της αναμονής. Το σύνολο της ολοκληρωμένης αναμονής, που συγχέεται ίσως μ’ αυτό που αποκαλούμε μακαριότητα, δεν μπορεί προφανώς ν’ αφομοιωθεί απ’ τη νάρκη που ανέφερα σχετικά με τον Ανατολίτη. Είναι ίσως για μας η μόνη δυνατή προσέγγιση αυτού που αποκαλούμε αιωνιότητα. Είναι εξάλλου πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι, επιφανειακά, διατρέχει κανείς σχεδόν αναπόφευκτα τον κίνδυνο να οδηγηθεί σε μια σύγχυση αυτών των δύο σχεδίων, που η σκέψη όχι μόνο τα διακρίνει, αλλά και τα αντιθέτει.
Αλλά, απ’ την άλλη πλευρά, δεν θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουμε αυτό το δύσκολο πρόβλημα των σχέσεων του χρόνου και της αξίας, που πραγματεύθηκα προηγουμένως κάτω απ’ αυτό το πρίσμα της ολοκληρωμένης και της πληρώσεως αναμονής; Θα μπαίναμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε τον χρόνο, όπως οι νεο-πλατωνικοί, σαν τη χαλάρωση της απόλυτης έντασης που πραγματοποιείται σ’ αυτό που έχω αποκαλέσει πλήρωση. Ο Bergson, αναφερόμενος στον Πλωτίνο, ή στο Siris του Berkeley, μίλησε, μου φαίνεται, για ένα χρόνο που θα ήταν όπως το χρήμα ή η νομισματοκοπία της αιωνιότητας. Δεν επιμένω στις μεταφυσικές δυσκολίες που παρουσιάζονται από μια τέτοια ερμηνεία. Θα έπρεπε όμως να δούμε μήπως θα μπορούσαν να διαφωτίσουν σε κάποιο βαθμό τα προβλήματα της χρήσης του χρόνου που ανέφερα προηγουμένως. Θα οδηγούμασταν στο σημείο να θεωρήσουμε το χρόνο σαν ένα ορισμένο τίμημα που πρέπει να καταβάλλουμε για να φτάσουμε στην πλήρωση, δηλαδή στη σωτηρία.
Πώς είναι όμως δυνατόν να μη δούμε τη ριζική αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτόν το χρόνο, που θα ήταν ο χρόνος της άσκησης και της πνευματικής καθιδρύσεως, και τον χρόνο-βάραθρο που έχω ήδη αναφέρει, αυτόν τον χρόνο που, όπως ο θάνατος, φαίνεται να επιθυμεί να είναι ήδη βιωμένος;
Κατά τη διάρκεια αυτού του ελεύθερα διαμορφωμένου συλλογισμού, νιώθω σαν να περιφέρομαι γύρω από μια κεντρική ιδέα που δεν την έχω προσεγγίσει και που είναι όμως βασική. Μπορούμε να τη διατυπώσουμε με διάφορους τρόπους.
— τι είναι ο χρόνος;
— τι είδους πραγματικότητα μπορούμε να του αποδώσουμε;
— τι είδους αξία μπορούμε να του προσδώσουμε;
Αυτή η τελευταία διατύπωση είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που προτιμώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι η λιγότερο προβληματική.
Φαίνεται ότι η απάντηση είναι πιο σαφής κάτω απ’ το πρίσμα του «κάνω», του «πράγματα που πρέπει να κάνω». Ο χρόνος δεν είναι άραγε μια σειρά, σύμφωνα με την οποία κατανέμονται έργα που απ’ τη φύση τους δεν μπορούν να εκπληρωθούν ταυτόχρονα; Αυτή η σειρά μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη μέθοδο της πρόληψης• προσφέρεται επίσης για μια αναστροφή που μου επιτρέπει να πω: εκείνη την ημέρα έκανα εκείνο το πράγμα, την προηγούμενη ή την επόμενη ημέρα έκανα το άλλο˙ έτσι εφαρμόζεται το φράξιμο για το οποίο έχω μιλήσει. Θα μπορούσαμε να πούμε μ’ άλλα λόγια ότι ο χρόνος αξίζει απ’ τη διαφωτιστική διανομή που κάνει δυνατή.
Αν τώρα επιχειρώ να κινηθώ έξω απ’ τη ζωή του κάνω ή του ενεργώ, διαπιστώνω αρκετά γρήγορα ότι οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται, κυρίως όταν αγγίζουμε το θέμα της στοργής. Μπορώ να πω μ’ απόλυτη βεβαιότητα ότι αγάπησα πρώτα ένα πρόσωπο, κι έπειτα ένα άλλο; Αν είμαι ειλικρινής, πρέπει ν’ αναγνωρίσω ότι η σειρά διαδοχής, που προσπαθώ πάντα να ταυτίσω με τον χρόνο, δεν εφαρμόζεται εδώ αρκετά σωστά. Αυτός ο τομέας περιλαμβάνει επάλληλες εναποθέσεις καθώς κι αυτό που αποκαλούμε, με πολύ σημαντικό τρόπο, κενά χρονικά διαστήματα. Τι είναι όμως αυτά τα κενά χρονικά διαστήματα; Δεν εξαπατώμαστε από μια επιφανειακή πραγματικότητα αποκαλώντας τα έτσι; Το πρόβλημα του υποσυνείδητου και ακόμα και της ύπαρξης μιας ασυνείδητης ζωής του πνεύματος, εμφανίζεται αναπόφευκτα. Πρέπει όμως να πούμε αδίστακτα ότι εδώ, χάνουμε έδαφος.
Αυτή η πολύ απλή παρατήρηση πρέπει να μας οδηγήσει στο ν’ αναρωτηθούμε αν η έννοια των λέξεων «βρίσκομαι μέσα στο χρόνο» δεν είναι πάρα πολύ πιο αβέβαιη και πιο ασαφής απ’ την έννοια των λέξεων «βρίσκομαι μέσα στον κόσμο». Έχουμε εξάλλου επισημάνει, κάτω απ’ τον φραγμένο χρόνο που διευθετούμε όσο καλύτερα μπορούμε, την παρουσία ενός άγριου χρόνου για τον οποίο μπορούμε να πούμε ότι είναι όπως η επιθυμία της ύπαρξης μας απ’ το θάνατο που τελικά, φαινομενικά τουλάχιστον, θα τη καταβροχθίσει.
Μας φάνηκε όμως ότι αυτή η άποψη δεν ήταν η έσχατη. Μπορεί ο καθένας από μας να καλείται, ακόμα και κατά τη διάρκεια αυτής της ζωής, να υφαίνει κατά κάποιο τρόπο τις πρώτες θηλειές μιας διάρκειας που δεν είναι ομόλογη με τον χρησιμοποιούμενο ή τον διευθετημένο χρόνο ή με την επιφάνεια του βάραθρου, κι αυτός ο διαφορετικός χρόνος μπορεί ίσως να καλείται ν’ ανθίσει πέρα απ’ το θάνατο σ’ ένα αιώνα, που εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε σχεδόν καθόλου, κι όπου θα μπορούσα να δω την πρώτη εμφάνιση της αιωνιότητας.
Κάτω απ’ αυτή τη γραμμή σκέψης, ο χρόνος παίρνει μια τελείως διαφορετική αξία. Εμφανίζεται, πράγματι σαν τη δοκιμασία μέσα απ’ την οποία και για χάρη της οποίας δημιουργείται ή αναπτύσσεται ένας τρόπος υπάρξεως με τον οποίο δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν τα πρόσκαιρα μέτρα που μπαίνουμε στον πειρασμό ν’ αποκαλέσουμε φυσιολογικά. Οι περισσότεροι μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι έχουν συλλάβει τον χρόνο μ’ αυτό τον τρόπο. Αναμφισβήτητα, βλέπουμε καθαρά τα εμπόδια όπου μπορεί σήμερα να συγκρουστεί ένας παρόμοιος τρόπος σκέψεως. Επιτρέπεται όμως να εξομοιώσουμε αυτά τα εμπόδια με μια αντίσταση, που πρέπει βέβαια να υπερνικήσουμε, αλλά που απαιτείται εσωτερικά για την αξιοποίηση ενός «άλλου» χρόνου.