Ἀπὸ τὸ ὁμότιτλο ἔργο, ἐκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα 1973
- Η επιτύμβια στήλη
- Γραφή πριν τον Όμηρο
- Η ενεπίγραφη στήλη
- Ομηρικά επιγράμματα
- Η αθανασία του ονόματος – Σημειώσεις
- Η επιτύμβια στήλη
[…] Εἶναι γνωστό, πὼς τὸ Ἐπίγραμμα, σὰν αὐτόνομο ποιητικὸ εἶδος, γεννήθηκε ἀπὸ τὴ βαθμιαία ἀνάπτυξη τῆς ἐπιγραφῆς, ποὺ οἱ Ἕλληνες συνήθιζαν νὰ χαράττουν πάνω σὲ πέτρα ἤ μέταλλο, σὲ ἀνθεκτικὴν ὕλη, ὁπωσδήποτε, γιὰ νὰ διασώσουν ἀπὸ τὸν καταλύτη χρόνο, μ’ ὅλο ποὺ αὐτὸς «οὐδὲ σιδήρου φείδεται», οὐδέ, τελικά, αὐτῶν τούτων τῶν ἔργων τῶν θεῶν, σύμφωνα μὲ τὸν Δίωνα τὸν Χρυσόστομο, ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς τῆς κοινοτικῆς ἤ ἀτομικῆς τῶν ζωῆς. Καὶ τὸ γεγονὸς τοῦτο ἦταν, πρῶτα-πρῶτα, ὁ θάνατος· στὸν πόλεμο, τὸ πιὸ συχνά, μὰ κι ὁ φυσιολογικός, τόσο τοῦ ἄνδρα ὅσο καὶ τῆς γυναίκας, σύμφωνα μὲ τὴ ρητὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Ὁμήρου, στὸ Ρ 434-435 τῆς «Ἰλιάδος»:
ἀλλ’ ὥς τε στήλη μένει ἔμπεδον, ἣ τ’ἐπὶ τύμβῳ
ἀνέρος ἐστήκει τεθνηότος ἠὲ γυναικός,
[παρὰ ὅπως στέκει ἀσάλευτη μιὰ στήλη, ποὺ τὴ στῆσαν
πάνω στὸν τάφο ἀντρὸς ποὺ πέθανε εἴτε καὶ γυναίκας,]
τὸ ἀφιέρωμα σ’ αὐτὸν ἤ σ’ ἐκεῖνον τὸν θεό, ὁ πόλεμος κι ὁ ἡρωισμός, ἡ νίκη σὲ ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, ἕνα ἔργο τέχνης.
Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξη ἐπιγραφῆς, προϋποθέτει, φυσικά, τὴν ὕπαρξη γραφῆς. Εἶναι ἀλήθεια, πὼς ὁ Ὅμηρος, στοὺς στίχους ποὺ μόλις παραθέσαμε, μ’ ὅλο ποὺ ἐπιμαρτυρεῖ τὴν ἑλληνικὴ συνήθεια τῆς ἐπιτύμβιας στήλης, δὲν κάνει μνεία ἐπιγραφῆς σ’αὐτήν, — πρᾶγμα ἐντελῶς φυσικό, ἄλλωστε, καθὼς οἱ στίχοι αὐτοὶ συνιστοῦν, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, μία παρομοίωση, ἀναφερόμενη στὰ ἄλογα τοῦ Αὐτομέδοντα, πού, παρὰ τὰ γλυκόλογα, τὶς φοβέρες, ἀκόμη καὶ τὴ χρήση τοῦ μαστίγιου πάνω τους, δὲν ἤθελαν νὰ ξεκινήσουν, παρὰ ἔμεναν ἀκίνητα, μὲ καρφωμένα τὰ πόδια στὸ ἔδαφος, «σὰν ἀσάλευτη στήλη, στημένη ὀρθὴ πάνω στὸν τάφο κάποιου πεθαμένου». Πάλι μὲ τὴν ἴδια ἰδιότητα, τοῦ ἀσάλευτου, θὰ τὴ χρησιμοποιήση καὶ σὲ μιὰν ἄλλη περίπτωση, γιὰ τὸν γαμπρὸ τοῦ Ἀγχίση καὶ σύζυγο τῆς Ἱπποδάμειας Ἀλκάθοο, στοὺς στίχους Ν 437-439, τῆς «Ἰλιάδος» πάντα:
ἀλλ’ ὥς τε στήλην ἢ δένδρεον ὑψιπέταλον
ἀτρέμας ἐσταότα στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ
ἥρως Ἰδομενεύς…
[μὰ ὅπως ἀσάλευτος στεκόταν, καθὼς στήλη ἤ δέντρο
ψηλόκορφο, καταμεσῆς στὸ στῆθος, μὲ τὸ δόρυ,
τὸν χτύπησεν ὁ ἡρωικὸς Ἰδομενέας…]
Ἀλλ’ ἡ συνήθεια τῶν Ἑλλήνων νὰ στήνουν στήλη στὸν τάφο τῶν νεκρῶν τους, μᾶς ἐπιμαρτυρεῖται κι ἀπὸ ἄλλο χωρίο τῆς «Ἰλιάδος» (Π 456-457) :
ἔνθα ἐ ταρχύσουσι κασίγνητοί τε ἔται τε
τύμβῳ τε στήλῃ τε· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων,
[ὅπου τάφο καὶ στήλη θὰ τοῦ ὑψώσουν οἱ δικοί του
κ’ οἱ φίλοι του· γιατί ἡ ἀμοιβή ‘ναι τέτοια ὅσων πεθαίνουν],
ὅπως κι ἀπὸ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἐλπήνορα μέρη τῆς «Ὀδυσσείας». Ὁ ἴδιος ὁ Ἐλπήνωρ, πρῶτα – πρῶτα, παρακαλεῖ τὸν Ὀδυσσέα, κατὰ τὴ συνάντησή τους στὸν Ἅδη (Λ 71-78):
ἔνθα σ’ ἔπειτα, ἄναξ, κέλομαι μνήσασθαι ἐμεῖο·
μή μ’ ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν
νοσφισθείς, μή τοι τι θεῶν μήνιμα γένωμαι,
ἀλλὰ μὲ κακκῆαι σὺν τεύχεσιν, ἅσσα μοί ἐστι,
σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης,
ἀνδρὸς δυστήνοιο, καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι·
ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ’ ἐπὶ τὺμβῳ ἐρετμόν,
τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ’ ἐμοῖς ἑτάροισιν.
[ὅπου, ὕστερα, παρακαλῶ σε, βασιλιά, θυμήσου
καὶ μένα, κι ἄκλαυτον, ἄθαφτο μὴ μὲ παρατήσης,
φεύγοντας πίσω, μὴ κ’ οἱ θεοὶ ἐξ αἰτίας μου σοῦ ὀργιστοῦνε,
παρὰ μὲ τ’ ἅρματα ὅλα τὰ δικά μου νὰ μὲ κάψης
καὶ μνῆμα, ἐκεῖ, στὸ λευκὸ ἀκροθαλάσσι, νὰ μοῦ ὑψώσης,
τοῦ δύστυχου, ἔτσι, ποὺ οἱ μελλούμενοι νὰ μὲ θυμοῦνται·
κι ὅταν κάμης αὐτά, στὸν τάφο τὸ κουπὶ νὰ μπήξης
αὐτὸ πού, ζώντας, μέ τοὺς συντρόφους κωπηλατοῦσα.]
Κ’ ἡ πρώτη δουλειὰ ποὺ κάνει, πραγματικά, ὁ Ὀδυσσέας, μόλις ἐπιστρέφει, στὸ νησὶ τῆς Κίρκης, ἀπὸ τὴν κάθοδό του στὸν Ἅδη, εἶναι τὸ θάψιμο, μ’ ὅλους τοὺς ταφικοὺς τύπους, τῆς τέφρας τοῦ νεκροῦ Ἐλπήνορα κ’ ἡ ἐκτέλεση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ νεκροῦ (Μ 13-15):
αὐτὰρ ἐπεὶ νεκρός τ’ ἐκάη καὶ τεύχεα νεκροῦ,
τύμβον χεύαντες καὶ ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες
πήξαμεν ἀκροτάτῳ τύμβῳ εὐῆρες ἐρετμόν.
[κι ἀφοῦ πιὰ κάηκεν ὁ νεκρὸς μαζὶ μὲ τ’ ἅρματά του
καὶ τάφο ἀφοῦ τοῦ ὑψώσαμε καὶ στήσαμε τὴ στήλη,
τὸ εὔχρηστο μπήξαμε κουπὶ πανωμεριᾶς τοῦ τάφου.]
- Γραφή πριν τον Όμηρο
Ἐρωτητέον, ἐντούτοις: ἡ ἐπιτύμβια στήλη, στὸν Ὅμηρο, εἶναι ἀνεπίγραφη ἀκόμη, στὰ χρόνια του (καί, τότε, ποιός ὁ λόγος τῆς ὕπαρξής της;) ἢ ἐνεπίγραφη, ὅπως, κατὰ κανόνα, ἐπιμαρτυρεῖται στοὺς ἱστορικοὺς χρόνους;
Ὅτι ἡ συνήθεια τῶν ἐγχαράκτων ἐπιγραφῶν σ’ ἀναθήματα καὶ σ’ ἐπιτύμβιες πέτρες, εἴτε στῆλες ἦσαν αὐτὲς εἴτε δέλτοι (=πινακίδες), ὅπως στὸν Μελέαγρο:(28)
πουλυετὴς δ’ ἐχάραξα τάδ’ ἐν δέλτοισι πρὸ τύμβου,
[καὶ γέρος πιὰ αὐτὰ χάραξα πάνω σὲ πινακίδες μπροστὰ στὸν τάφο…]
πού, ἄλλωστε, κάνει λόγο καὶ γιὰ στήλη:
καὶ τὶς ἐὼν στάλας σύμβολον ἐσσὶ τίνος;(29)
[ποιός εἶσ’ ἐσύ, τίνος εἶσαι, τὸ σύμβολο στὴ στήλη;]
εἶχε πίσω της μακρότατη παράδοση, εἶναι βέβαιο, κι ἂς μὴν ἀνάγεται στοὺς μυθικοὺς χρόνους, ὅπως χρονολογοῦσεν ὁ Ἡρόδοτος,(30) μὲ ὑπεράγαν μυθοπλαστικὴ φαντασία, θὰ ἒλεγε κανείς, τὶς ἑξάμετρες ἐπιγραφὲς μερικῶν ἀναθηματικῶν τριπόδων, ποὺ φαίνεται νὰ τοῦ εἶχαν κάμει ἰδιαίτερη ἐντύπωση, κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ ἱερό τοῦ Ἰσμηνίου Ἀπόλλωνος, στὶς Θῆβες, καὶ μᾶλλον ἀπὸ τὸν μεγάλο του ζῆλο ν’ ἀναγάγη τὴν ὕπαρξη τῆς φοινικικῆς γραφῆς στὰ χρόνια του Λάιου Λαβδακίδη, — ἀνάγοντας ἔτσι, ταυτόχρονα, χωρὶς αὐτὸ νὰ βρίσκεται μέσα στὶς προθέσεις του, καὶ τὴν ὕπαρξη λογίας ἑλληνικῆς ποιήσεως στὶς σκοτεινὲς μυθικὲς ἐποχές. Πόσο μακρὰ ἦταν ἡ παράδοση τούτη, δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ τὸ ποῦμε οὔτε μὲ κάποιαν προσεγγίζουσα στὴν ἀλήθειαν ἀνακρίβεια. Οἱ παλαιότερες ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, ὁπωσδήποτε, χαραγμένες πάνω σὲ κύπελλα, ποὺ βρέθηκαν, στὸ Δίπυλο τὸ ἕνα, στὴ νεκρόπολη τῆς ἰταλικῆς Ἴσκια τὸ ἄλλο, ἀνήκουν, στὸ τέλος τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 8ου αἰώνα ἡ πρώτη, στὰ μισά τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ ἴδιου αἰώνα ἡ δεύτερη. Ὁ τελειοποιημένος καὶ τρεχούμενα χρησιμοποιημένος τύπος τῆς γραφῆς, τοποθετεῖ τὴν ἀνακάλυψη τῆς φθογγικῆς γραφῆς ἑκατὸ χρόνια τουλάχιστον πρὶν ἀπὸ τὰ κύπελλα, σύμφωνα μὲ ὅσα λέει ὁ Albin Lesky.(31) Ἀπὸ καθαρὴ λογοτεχνικὴ ἄποψη, καθὼς κ’ οἱ δυὸ συνιστοῦν στιχουργημένα ἐπιδεικτικὰ ἐπιγράμματα, καὶ μάλιστα σ’ ἑξαμέτρους (αὐτὴ τοῦ Διπύλου ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕναν ἑξάμετρο καὶ δυὸ δακτυλικοὺς πόδες ἑνὸς ἀσυμπλήρωτου δεύτερου, κ’ ἐκείνη τοῦ κυπέλλου τῆς Ἴσκια ἀπὸ ἕνα ἰαμβικὸ τρίμετρο μὲ ἀνώμαλη ἀρχὴ καὶ δυὸ ἡρωικοὺς στίχους) ἡ σημασία τους εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλη. Τῆς δεύτερης, μάλιστα, ἀναφορικὰ μὲ τὸν Ὅμηρο, πολὺ μεγαλύτερη, καθὼς ἀναφέρεται στὸ περίφημο, ἀπὸ τὴν «Ἰλιάδα» μονάχα, ποτήρι τοῦ Νέστορος:
Νέστορός εἰμι εὔποτον ποτὴριον·
ὃς δ’ ἂν τῷδε πίησι ποτηρίῳ, αὐτίκα κεῖνον
ἵμερος αἱρέσει καλλιστεφάνου Ἀφροδίτης.(32)
[Τοῦ Νέστορα τὸ εὐχάριστο, στὸ πιόσιμο, ποτήρι
ἐγώ ‘μαι, κι ἂν κανένας πιῆ μὲ τὸ ποτῆρι τοῦτο,
τῆς Ἀφροδίτης, ποὺ φορᾶ στεφάνια ὡραῖα, ὁ πόθος
τὸν πιάνει εὐθύς.]
Δὲν μᾶς μαρτυροῦν μόνο, πὼς ἡ ἐπιγραφικὴ τέχνη εἶχε προχωρήσει ἀπὸ τὴν κατὰ λογάδην στὴ στιχουργικὴ ἔκφρασή της (πρᾶγμα ποὺ ἀπαίτησε μεγάλο χρονικὸ διάστημα), ἀλλὰ καὶ πὼς τὰ ὁμηρικὰ κείμενα συγκεκριμένα, κι ὄχι πιὰ ἡ τέχνη τῶν ἀοιδῶν τῆς Ἰωνίας, γιὰ νὰ φθάσουν ὣς τὴν ἠπειρωτικὴν Ἑλλάδα κι ἀπὸ κεῖ στὴν Ἰταλία, καὶ μάλιστα νὰ εἶναι πολὺ πρόχειρα, ὥστε ν’ ἀντλοῦν ἀπ’ αὐτὰ τὰ θέματά τους ἀκόμη κ’ οἱ τεχνουργοὶ κρατήρων, ἤ, ἔστω, οἱ βοηθοί τους ἢ συνεργάτες τους ἐπιγραμματοποιοί, χρειάστηκαν ἕνα ἐξ ἴσου σημαντικὸ χρονικὸ διάστημα. Ἑπομένως, αὐτὴ ἡ ἐπιγραφικὴ ἀφετηρία, ποὺ ζητᾶμε, θὰ πρέπη νὰ βρίσκεται, ὁπωσδήποτε, στὰ ἐπικὰ χρόνια, τουλάχιστον, γύρω στὰ 850, ἂν ὄχι καὶ παλαιότερα, πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ραψωδοῦσεν ὁ Ὅμηρος, ἐφ’ ὅσον ἡ ἐπιγραφικὴ παράδοση τούτη ἐπιμαρτυρεῖται ἐπανειλημμένα, ἔστω κ’ ἔμμεσα, ἀπ’ αὐτόν, ὡς κάτι ἐμπεδωμένο στὰ χρόνια του καὶ πολὺ γνωστὸ ἤδη στοὺς ἀκροατές του, ὅπως στοὺς στίχους Λ 371-372 τῆς «Ἰλιάδος», ποὺ φωτίζουν τὰ περὶ τῆς στήλης τοῦ Ρ 434, τῆς «Ἰλιάδος» ἐπίσης, καὶ τῶν Λ 76 καὶ Μ 14 τῆς «Ὀδυσσείας»:
στήλη κεκλιμένος ἀνδροκμήτῳ ἐπὶ τύμβῳ
Ἴλου Δαρδανίδαο, παλαιοῦ δημογέροντος.
[στὴ στήλη πάνω γέρνοντας, ποὺ στήσανε στὸν τάφο
τοῦ Ἴλου, τοῦ γιοῦ τοῦ Δάρδανου, παλιοῦ δημογερόντου.]
Βέβαια, οὔτε καὶ στοὺς στίχους αὐτοὺς γίνεται μνεία ἐπιγραφῆς. Ἀλλά, τότε, θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήση κανείς, καὶ μ’ ὅλα του τὰ δίκια: ἀπὸ ποῦ ἦταν γνωστό, ὅτι ὁ τάφος αὐτός, ποὺ βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Τροίας, ἦταν τοῦ Ἴλου εἰδικά, κι ὄχι κάποιου ἄλλου; Ἡ μόνη ἀπάντηση, ποὺ θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ δώση κανεὶς σ’ αὐτό, θὰ ἦταν: ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή, ποὺ ὑπῆρχε πάνω στὴ στήλη, ἂν σ’ ὁλόκληρο τὸ χωρίο αὐτὸ γινόταν λόγος γιὰ Ἀχαιούς. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀκουμπήσει πάνω στὴ στήλη, γιὰ νὰ σημαδέφη καλύτερα, ἦταν ὁ Πάρις, δεχόμαστε, πὼς μόνο ἡ προφορικὴ παράδοση ἦταν ἀρκετή, γιὰ νὰ γνωρίζουν, οἱ Τρῶες τουλάχιστον, τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν τους, ἀκόμη καὶ στὶς περιπτώσεις ποὺ ἔκρυβαν ἄσημους νεκρούς…
- Η ενεπίγραφη στήλη
Τὸ πρᾶγμα, ἐντούτοις, κατὰ πόσον ὁ Ὅμηρος κάνει μνεία τῆς ἐπιγραφῆς, κατὰ πόσον τὰ λεγόμενά του προϋποθέτουν τὴν ἐπιγραφή, μᾶς γίνεται σαφέστερο, στὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὸ Η 81-91 τῆς «Ἰλιάδος», ὅπου ἀκριβῶς βρίσκονται κ’ οἱ δυὸ στίχοι, στοὺς ὁποίους μᾶς εἶχε παραπέμψει καὶ τὸ ψευδοπλουτάρχειο § 215 χωρίο:
εἰ δὲ κ’ ἐγὼ τὸν ἕλω, δώῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων,
τεύχεα συλήσας οἴσω προτὶ Ἴλιον ἱρὴν
καὶ κρεμόω προτὶ νηὸν Ἀπόλλωνος ἑκάτοιο,
τὸν δὲ νέκυν ἐπὶ νῆας ἐυσσέλμους ἀποδώσω,
ὄφρα ἐ ταρχύσωσι κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
σῆμά τε οἱ χεύωσιν ἐπὶ πλατεῖ Ἑλλησπόντῳ.
καὶ ποτέ τις εἴπῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων,
νηὶ πολυκλήιδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον·
‘ἀνδρὸς μὲν τόδε σῆμα πάλαι κατατεθνηῶτος,
ὃν ποτ’ ἀριστεύοντα κατέκτανε φαίδιμος Ἕκτωρ’.
ὣς ποτέ τις ἐρέει· τὸ δ’ ἐμὸν κλέος οὔ ποτ’ ὀλεῖται.
[κι ἂν τὸν σκοτώσω ἐγώ, κι ὁ Ἀπόλλωνας δόξα μοῦ δώση,
παίρνοντας τὰ ὅπλα του στὸ ἱερὸ Ἴλιο θὰ τὰ φέρω,
νὰ τὰ κρεμάσω μπρὸς στὸν ναὸ τοῦ μακρορίχτη Φοίδου
καὶ τὸν νεκρὸ στὰ ὡριόζυγα καράβια θ’ ἀποδώσω,
οἱ μακρομάλληδες Ἀχαιοὶ γιὰ νὰ τὸν θάψουν, μνῆμα
πλάι στὸν πλατὺν Ἑλλήσποντον ὑψώνοντάς του, ὥστε ἕνας
ἀπ’ τοὺς ἐπίγονους νὰ πῆ, κάποτε, ποὺ θὰ πλέη
μὲ πλοῖο πολύσκαρμο σ’ αὐτὸ τὸ πέλαο τὸ κρασᾶτο:
‘σὲ ἄντρα νεκρὸν ἀπὸ παλιά, τὸ μνῆμα τοῦτο ἀνήκει,
ποὺ ἀνδραγαθοῦντα τὸν ἐσκότωσε ὁ μεγάλος Ἕκτωρ’.
Αὐτὸ θὰ ποῦν· κ’ ἡ δόξα μου ἀκατάλυτη θὰ μείνη.]
Τὸ χωρίο αὐτὸ (ὅπου ὁ Ἕκτορας προτείνει νὰ μονομαχήση μ’ ἕναν Ἀχαιό, κι ἀπὸ τὴν ἔκβαση τῆς μονομαχίας αὐτῆς νὰ κριθῆ ἡ τύχη τοῦ πολέμου) ἐπιμαρτυρεῖ σημαντικώτατα πράγματα, ποὺ ἡ συγκέντρωσή τους μέσα σὲ τόσο λίγους στίχους νὰ καταντᾶ ἀληθινὰ ἀπίστευτη: Πρῶτα-πρῶτα, τὴ συνήθεια τῶν Ἑλλήνων ν’ ἀφιερώνουν ἀντικείμενα στοὺς θεούς των καὶ μάλιστα τὰ ὅπλα ποὺ ἔπαιρναν ἀπὸ τοὺς νικημένους ἐχθρούς: μιὰ συνήθεια ποὺ ὡδήγησε, ἀρχικά, στὴ δημιουργία τῆς ἀναθηματικῆς ἐπιγραφῆς, ὅπως λ.χ.: «Σάμιοι τὠπόλλωνι» ἢ «Τάργεῖοι ἐνέκεν τῷ Διὶ τῶν Κορινθόθεν»(33) καί, ἐν συνεχείᾳ, στὸ ἀναθηματικὸ ἐπίγραμμα, ὅπως τὸ 741, στὸν Γεώρ. Κάιμπελ, ποὺ εἴδαμε ἤδη. Ἔπειτα, τὸν τάφο μὲ ἐνεπίγραφη στήλη. Ἂν δὲν γίνεται λόγος, ἐδῶ, γιὰ στήλη, τὸ πρᾶγμα δὲν ἔχει καμιὰν ἀπολύτως σημασία, ὄχι μόνο γιατί μας μιλεῖ ἀλλοῦ γι’ αὐτὴν (Λ 371, Π 457, Ρ 434 τῆς «Ἰλιάδος» καὶ Μ 14 τῆς «Ὀδυσσείας»), ὡς κάτι ἀπαραίτητο στὰ ταφικὰ ἔθιμα τοῦ καιροῦ του, ἀλλὰ καὶ γιατί αὐτὴ τὴ φορὰ χρησιμοποιεῖ τὴν πολυσήμαντη λέξη «σῆμα», ποὺ ὑπονοεῖ τὴν «στήλη ἐπὶ τύμβῳ»Ἡ λέξη αὐτὴ παρουσιάζεται, πραγματικά, στὸν Ὅμηρο μὲ τρεῖς σημασίες: Τὸ περισσότερο μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐκ θεοῦ σταλέντος σημαδιοῦ ἢ οἰωνοῦ, ὅπως στὸν στίχο Β 353, τῆς «Ἰλιάδος», ὅπου λέγεται γιὰ τὸν Δία:
ἀστράπτων ἐπιδέξι’, ἐναίσιμα σήματα φαίνων,
[δεξὰ ἄστραψε, καλότυχα προβάλλοντας σημάδια],
στοὺς Θ 170-171 στίχους, τῆς «Ἰλιάδος», ἐπίσης:
τρὶς δ’ ἄρ’ ἀπ’ Ἰδαίων ὀρέων κτύπε μητίετα Ζεὺς
σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι, μάχης ἑτεραλκέα νίκην,
[καὶ τρεῖς φορὲς ὁ Δίας ἐβρόντηξε ὁ βαθύνοος, ἀπ’ τὴν Ἴδη,
σημάδι γιὰ τοὺς Τρῶες, πὼς χάριζε σ’ αὐτοὺς τὴ νίκη],
κι ἀκόμη στοὺς στίχους Ι 236 καὶ Ν 244, — ἢ τοῦ οἰωνοῦ, ἁπλᾶ, χωρὶς ἀναφορὰ σὲ θεοὺς ὅπως στοὺς στίχους Χ 29-30:
ὥς τ’ ἀστέρα (…)
ὅν τε κύν’ Ὠαρίωνος ἐπίκλησιν καλέουσι
λαμπρότατος μὲν ὃ γ’ ἐστί, κακὸ δέ τε σῆμα τέτυκται,
[σὰν τὸ ἀστέρι…
ποὺ καὶ Σκυλὶ τοῦ Ὠρίωνα τ’ ὀνομάζουν καὶ ποὺ λάμπει
πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλα, μὰ κακὸ σημάδι εἶναι, ὡς προβάλη],
κι ὅπως στὸν στίχο Β 308, τῆς «Ἰλιάδος» πάντα. Ἔπειτα, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ χαραγμένου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο σημαδιοῦ, ἑνὸς ὁποιουδήποτε σημαδιοῦ, ποὺ τὸ νόημά του τὸ ξέρει μόνον αὐτὸς ποὺ τὸ χάραξε, ὅπως στὸν στίχο Η 175, ἢ ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι (ἢ νὰ γίνη, ὕστερ‘ ἀπὸ παιδεία) σ’ ὅλους γνωστό, μετὰ ἀπὸ σύμβαση, ἕνα γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου ἤ ἕνας ἀριθμός, δηλαδὴ ψηφίο, ὅπως στοὺς πολὺ συζητημένους Ζ 168-169 στίχους τῆς «Ἰλιάδος»:
πέμπε δέ μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ
γράψας ἐπὶ πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλὰ
[τὸν στέλνει στὴν Λυκία, κλειστὸ πιτάκι δίνοντάς του,
ψηφιὰ ἀφοῦ χάραξε, πού ‘χαν τὸ νόημα τοῦ θανάτου],
πού, σήμερα, νομίζω, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Γραμμικῆς Β, ποὺ πέφτει πάνω τους, δὲν ἀφήνουν καμιὰν ἀμφιβολία γιὰ τὸ πραγματικό τους νόημα. Τέλος, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ σημαδιοῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο γνωρίζεται ὁ τάφος,—δηλαδή, τοῦ πλήρους μνημείου: τοῦ τάφου μὲ ἐνεπίγραφη στήλη ἢ δέλτον, ποὺ μνημονέει ἐς ἀεὶ ἕναν συγκεκριμένο νεκρό. Μιὰ γρήγορη ματιὰ σ’ ἐπιγράμματα ex lapidipus conlecta καὶ στὸ ἕβδομο βιβλίο τῆς «Ἑλληνικῆς Ἀνθολογίας» μᾶς πείθει γι’ αὐτό. Συνήθως, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ «σῆμα», δὲν ἀναφέρεται ἡ ἐπιτύμβια στήλη. Ὅπως στὸ παρακάτω ἐπιτύμβιο τῶν μέσων τοῦ 6ου αἰῶνα, ποὺ βρέθηκε στὴν Ἀθήνα, παρὰ τὰ θεμιστόκλεια τείχη:
Ἦ ρά τις αἰχμήτω, Ξενόκλεες, ἀνδρὸς ἐπιστὰς
σῆμα τὸ σὸν προσιδὼν γνώσεται ἐνορέας.(34)
[Ἀλήθεια, Ξενοκλῆ, ἂν κανεὶς τὸ μνῆμα σου κοιτάξη,
θὰ μάθη ἀμέσως τί θὰ πῆ ἀνδρεία ἑνὸς μαχητῆ.],
στὸ ἐπιτύμβιο τοῦ 6ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνα. ποὺ βρέθηκε στὴν Ἀκαρνανία:
Προκλείδους τόδε σῆμα κεκλήσεται ἐγγὺς ὁδοῖο,
ὃς περὶ τῆς αὐτοῦ γῆς θάνε μαρνάμενος.(35)
[Τὸ μνῆμα πλάι στὴ δημοσιὰ θὰ τὸ ποῦν: Τοῦ Προκλείδη,
ποὺ πέθανε μαχόμενος γιὰ τὴ δική του γῆ.],
στὸ ἐπιτύμβιο τοῦ 3ου αἰῶνα, ποὺ βρέθηκε στὸ Κοτιάειο τῆς Φρυγίας:
Ἀέναον τόδε σῆμα πατὴρ εἵδρυσε θυγατρί,
ἀθανάτην μνήμην μνημόσυνον δάκρυον·
…
μὴ (…) τύμβον, ἀλλ’ ἀναγνοὺς πάριθι.(36)
[Αἰώνιο τὸ μνῆμα αὐτὸ ἔφτιαξε ὁ πατέρας γιὰ τὴν κόρη,
μνήμη γιὰ νὰ ‘χη ἀθάνατη, ὡς μνημόσυνο δακρύων·
…
μὴ (δῆς) τὸν τάφο (μοναχά), μὰ πέρνα, ἀφοῦ διαβάσης.]
καὶ στὸ ἐπιτύμβιο τοῦ 3ου ἢ 2ου αἰῶνα, ποὺ βρέθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια:
Ὁ τύμβος οὐκ ἄσαμος· ἁ δέ τοὶ πέτρος
τὸν κατθανόντα σημανεῖ, τὶς καὶ τίνος…(37)
[Δὲν εἶναι ὁ τάφος ἄγραφος· τὶ ἡ πέτρα αὐτὴ ὀνομάζει
τὸν πεθαμένο: ποιός ἦταν καὶ τίνος ὁ γιὸς ἦταν…].
Καὶ τὸ ἀντίστροφο: ὅπου γίνεται λόγος γιὰ στήλη, δὲν ἀναφέρεται τὸ «σῆμα», ὅπως στὰ ἐπιτύμβια 180 καὶ 181, στὸν Κάιμπελ, ποὺ εἴδαμε ἤδη, κι ὅπως στὸ VII 140 τοῦ Ἀρχίου:
Καὶ γενέταν τοῦ νέρθε καὶ οὔνομα καὶ χθόνα φώνει,
στάλα, καὶ ποίᾳ κηρὶ δαμεὶς ἔθανε…
[Τ’ ὄνομα, τὸν πατέρα του καὶ τὴν πατρίδα, λέγε,
στήλη, αὐτοῦ πού ‘ναι κάτω σου, κι ἀπὸ ποιὰ μοῖρα
πέθανε δαμασμένος],
καὶ στὸ ἐπιτύμβιο τοῦ 4ου αἰῶνα, ποὺ βρέθηκε στὸν Πειραιά:
Οὔνομα μὲν τοὐμὸν καὶ ἐμοῦ πατρὸς ἥδ’ ἀγορεύει
στήλη καὶ πάτραν…(38)
[Ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου ὀνομάζει ἡ στήλη τούτη
καὶ τὴν πατρίδα μου…],
κι ὅπως τὸ VII 427 τοῦ Ἀντιπάτρου Σιδωνίου:
Ἁ στάλα, φέρ’ ἴδω, τίν’ ἔχει νέκυν. ἀλλὰ δέδορκα
γράμμα μὲν οὐδέν που τμαθὲν ὕπερθε λίθου…
[Ἡ στήλη, ἂς πάω νὰ δῶ, ποιὸν νεκρὸν ἔχει. Μὰ δὲ βλέπω
κανένα γράμμα πουθενὰ πάνω στὴν πέτρα…].
Τὴν ἔκπληξη ν αὐτὴ ἀκριβῶς, ποὺ ἐκφράζει ὁ ἐκ Σιδῶνος Ἀντίπατρος, στὸ τελευταῖο τοῦτο ἐπίγραμμα, μὴ βλέποντας γραφὴ πάνω στὴ στήλη, δοκιμάζουμε κ’ ἐμεῖς ἀναφορικὰ μὲ τοὺς Η 89-90 στίχους αὐτοὺς τῆς «Ἰλιάδος». Ἐρωτητέον, ἑπομένως, καὶ πάλι: ἂν δὲν τὸ ἔβλεπε κανεὶς χαραγμένο, γραμμένο, πάνω στὴ στήλη, πῶς ἀλλιῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ πῆ ἀποφασιστικὰ ἕνας ἄνθρωπος τοῦ μέλλοντος, καὶ φυσικὰ καὶ τοῦ ἀπωτέρου μέλλοντος, ποὺ θὰ τύχαινε νὰ ταξιδέψη σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη, πὼς ὁ τάφος αὐτὸς εἶναι τοῦ Τάδε γενναίου, ποὺ τὸν σκότωσε ὁ μεγάλος Ἕκτορας; Πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ ξέρουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ μέλλοντος, πού, ταξιδεύοντας, θὰ ἔρριχναν ἄγκυρα στὸ νησὶ τῆς Κίρκης, καὶ βλέποντας, ἐκεῖ, δίπλα στὴν ἀφρισμένη θάλασσα, ἕναν τάφο, ὅτι ὁ τάφος αὐτὸς εἶναι ἑνὸς συγκεκριμένου Ἐλπήνορα; Ὄχι, βέβαια, ἀπὸ τὸ κουπί, πού, ἄλλωστε, δὲ θ’ ἀργοῦσε νὰ σαπίση καὶ νὰ γίνη σκόνη, μήτε κι ἀπὸ τὴν παράδοση μονάχα. Γιατί, ἂν θεωρήσωμε ἀρκετὴ τὴν παράδοση, γιὰ τὴ διαιώνιση τοῦ ὀνόματος τοῦ Τάδε, ἀλλὰ καὶ τῆς δόξας τοῦ Ἕκτορα (ποὺ ἔπαιξε τὸν ρόλο τῆς δαμάστριας μοίρας σύμφωνα μὲ τὸν δεύτερο στίχο τοῦ VII 140, γι’ αὐτόν) στὴν πρώτη περίπτωση, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ κατοικημένη περιοχή, — στὴ δεύτερη περίπτωση, αὐτὴ τοῦ Ἔλπήνορα, ἡ ὕπαρξη μιᾶς τέτοιας παράδοσης εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ἕνα ἀκατοίκητο ἀπὸ ἀνθρώπους νησί, ἤ ἔστω, κατοικημένο ἀπὸ ἕνα θηλυκὸ ξωτικὸ καὶ τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό του, ὁλόκληρο ἀπὸ ξωτικὰ κι αὐτό, ποὺ μεταμορφώνει ὅσους ἀράζουν στὸ ἐρημονήσι του σὲ γουρούνια…
- Ομηρικά επιγράμματα
Ὁ Ὅμηρος ἐγνώριζε, λοιπόν, ὅτι οἱ Ἀχαιοὶ καὶ οἱ Τρῶες, ἂς ποῦμε τοῦ 1200, ἐπέγραφαν τὴν ἐπιτύμβια στήλη τῶν νεκρῶν τους; Τὸ λιγώτερο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανεὶς ἀπάνω σ’ αὐτὸ εἶναι: ὁ Ὅμηρος ἀπόδιδε, ἁπλούστατα, τὰ ἐξ ἰδίων ἀλλοτρίοις, — τὶς ταφικὲς συνήθειες τῆς ἐποχῆς του θεωροῦσε πάρα πολὺ φυσικὸ νὰ τὶς μεταθέτη καὶ στὴν παλαιότερη ἐποχὴ ποὺ περιγράφει. Ὅσο γιὰ τὸ περισσότερο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανείς, εἶναι: ἀνεξάρτητα ἂν ὁ Ὅμηρος ἐγνώριζε ἢ ὄχι τὴ φθογγικὴ γραφὴ (κι ἡ Φιλολογία, βοηθούμενη ἀπὸ τὴν Ἀρχαιολογία, τείνει ὅλο καὶ πιὸ πολὺ νὰ πιστέψη, ὅτι τὴ γνώριζε), θὰ πρέπη νὰ γνώριζε, ὁπωσδήποτε, τὴν ὕπαρξη τῆς Γραμμικῆς Β, ἔτσι, ποὺ πίστευε, ἢ ποὺ φαίνεται νὰ πίστευε, ὅτι προϋποθέτοντας ἐνεπίγραφη τὴ στήλη, στὸν τάφο τοῦ Ἴλου, νὰ ποῦμε, κατὰ τὴ μυκηναϊκὴ ἐποχή, δὲν ἔπεφτε, ὅπως κάμποσες ἄλλες φορές, σὲ ἀναχρονισμό, μπροστὰ μάλιστα σ’ ἕνα ἀκροατήριο, πού, ἔχοντας γραφή, δὲ θὰ παραξενευόταν, ἀκούγοντας, ὅτι οἱ πρόγονοί του κ’ οἱ συγκαιρινοί τους ἐπέγραφαν τὶς ἐπιτύμβιες στῆλες τους. Θὰ τὸ παραξένευε, ὅμως, ἂν ἄκουε νὰ τοῦ λὲν τὸ ἀντίθετο: ὅτι, δηλαδή, δὲν τὶς ἐπέγραφαν. Γιατί θὰ ἦταν παράλογο, βέβαια, νὰ πιστέψη κανείς, ἐπειδή μᾶς λείπουν τὰ σχετικὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα, ὅτι οἱ Ἕλληνες, ὕστερα ἀπὸ τὸ 1200 (ἐποχὴ τῶν τελευταίων πινακίδων μὲ τὴ Γραμμικὴ Β, ποὺ βρέθηκαν), εἶχαν μείνει πάλι χωρὶς γραφή, ἴσαμε τὴν ἐποχὴ τῆς παραλαβῆς τοῦ βορειοσηματικοῦ ἀλφαβήτου, περὶ τὸν 10ον ἤ, ἔστω, τὸν 9ον αἰῶνα. Ἀφοῦ ὁ Hermann Diels,(39) ποὺ κιόλας στὰ 1899, μπαίνοντας σὲ πειρασμὸ μὲ τὰ «καδμήια» ἢ «φοινικήια γράμματα» τοῦ Ἡροδότου, ὑπόθετε, ἀρκετὰ ριψοκίνδυνα, κεῖνον κεῖ τὸν καιρό, πὼς ἡ ἔκφραση αὐτὴ συνιστοῦσε ἀντιδιαστολὴ πρὸς μίαν ἄλλη γραφή, γνωστὴ στοὺς Ἕλληνες, καὶ τόνιζε προφητικά, πώς: «δὲν ἀπομένει παρὰ νὰ βροῦμε τὴν ἄλλη τούτη γραφή», δικαιώθηκε ὕστερα ἀπὸ ἑξήντα τόσα χρόνια, μὲ τὴν ἀνάγνωση τῆς Γραμμικῆς Β, ἀπὸ τοὺς Ventris καὶ Chadwick, δὲ βλέπω γιατί θὰ πρέπη νὰ περιμένωμε, ὁπωσδήποτε, τὴν ἀνεύρεση ἀρχαιολογικῶν πειστηρίων, γιὰ ν’ ἀποδειχτῆ κάτι ποὺ εἶναι ἀπὸ μόνο του φανερό.(40)
Ἀλλ’ ἔστω. Δὲν πείστηκε κανείς, ὅτι ἡ ἐπιτύμβια στήλη εἶναι ἐνεπίγραφη, σύμφωνα μὲ τὴν ἀκλόνητη παράδοση τῶν ἐπιγραφῶν ἀπὸ τὸν 6ον αἰῶνα καὶ δῶθε, καὶ στὸν Ὅμηρο, ὅπως ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νὰ πιστεύω, ἴσαμε ν’ ἀποδειχτῆ, πειστικά, ὁ σκοπὸς τῆς ὕπαρξης μιᾶς ἀνεπίγραφης ἐπιτύμβιας στήλης. Ἀλλ’ ἂν τὸ νόμισμα αὐτό, τῶν στίχων Η 89-90, δὲν πείθει ἀπὸ τὴ μιὰν ὄψη του, αὐτὴ τῆς ἐνεπίγραφης στήλης, ἔχει ἐντούτοις καὶ τὴν ἄλλην ὄψη του: ἐκείνη τοῦ ἐπιγράμματος, σύμφωνα μὲ τὸν ψευδο-Πλούταρχο, ποὺ κι αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ πάλι, στὴν ἐπιγραφή, ἀρχικά, στὴ γραφή, τελικά, ὡς προϋπόθεση καὶ τῆς μιᾶς καὶ τοῦ ἄλλου. Στοὺς στίχους αὐτούς:
ἀνδρὸς μὲν τόδε σῆμα, πάλαι κατατεθνηῶτος,
ὅν ποτ’ ἀριστεύοντα κατέκτανε φαίδιμος Ἕκτωρ,
βρισκόμαστε, πράγματι, μπροστὰ σ’ ἕνα ἀρχαϊκὸ ἐπίγραμμα, ποὺ θὰ ἦταν πλῆρες, ἂν μᾶς ἔδινε, κοντὰ στὴ μοῖρα ποὺ δάμασε τὸν «ποτ’ ἀριστεύοντα», σκοτώνοντάς τον, καὶ ποὺ εἶναι ὁ Ἕκτωρ ἢ ὁ «ὠκὺς Ἄρης Ἕκτορος ἐν παλάμαις», καὶ τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ. Πρᾶγμα ἀδύνατο. Γιατί ὁ Ἕκτορας δὲ μποροῦσε νὰ ξέρη, σὲ ποιὸν ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς των θ’ ἀνάθεταν οἱ Ἀχαιοὶ τὴν ἀντιμετώπισή του, στὴ μονομαχία ποὺ τοὺς εἶχε προτείνει. Εἰκοτολογεῖ, λοιπόν, — γι’ αὐτὸ κ’ ἐκεῖνο τὸ ἀόριστο «ἀνδρός». Ἀλλ’ ἡ στήλη, στὸν τάφο τοῦ Πατρόκλου (Ψ 45) :
πρὶν γ’ ἐνὶ Πάτροκλον θέμεναι πυρὶ σῆμά τε χεῦαι
[πρὶν βάλω στὴν πυρὰ τὸν Πάτροκλο καὶ μνῆμα ὑψώσω]
θὰ μποροῦσε, ἀναντίρρητα, νὰ φέρη τὸ ἐπίγραμμα τῶν στίχων Η 89-90:
Πατρόκλου τόδε σῆμα πάλαι κατατεθνηῶτος,
ὅν ποτ’ ἀριστεύοντα κατέκτανε φαίδιμος Ἕκτωρ.
[Τοῦ Πάτροκλου, ποὺ πέθανε παλιά, εἶναι αὐτὸ τὸ μνῆμα·
ἀνδραγαθοῦντα τὸν ἐσκότωσε ὁ μεγάλος Ἕκτωρ.]
Ἔχει κανεὶς ἀντίρρηση, ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα πλῆρες ἀρχαϊκὸ ἐπίγραμμα, — γιὰ ἕνα γνήσιο ὁμηρικὸ ἐπίγραμμα; Δὲν εἶναι μόνο πιὸ κοντὰ στὰ πράγματα, μέσα σ’ αὐτὰ τοῦτα τὰ ὁμηρικὰ πράγματα, παρὰ καὶ πολὺ ὡραιότερο ἀπὸ κεῖνο τῆς «Εἰς τοὺς παρ’ Ὁμήρῳ Ἥρωας ἐπιτάφια» σειρᾶς τοῦ ψευδο-Ἀριστοτέλους:(41)
Πατρόκλου τάφος οὗτος· ὁμοῦ δ’ Ἀχιλλῆι τέθαπται·
ὅν κτάνε ὠκὺς Ἄρης Ἕκτορος ἐν παλάμαις.
[Τάφος Πατρόκλου· κι ὁ Ἀχιλλεὺς ἐθάφτηκε μαζί του·
μὲ τοῦ Ἕκτορα τὸν σκότωσε τὰ χέρια ὁ γοργὸς Ἄρης.]
Ὑστερ’ ἀπ’ αὐτό, θεωρῶ ἀρκετὰ ὅσα εἶπα στὴν ἀρχή, γιὰ τὸ ἐπιδεικτικὸ ἐπίγραμμα τῶν στίχων Ζ 460-461. Στὸν Ὅμηρο, ἑπομένως, συναντοῦμε στίχους, ποὺ ἀποσπώντας τους ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἔπους, βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ πλήρη ἀρχαϊκὰ ἐπιγράμματα. Τὸ πλῆθος τῶν συνεπειῶν τῆς ἀνακάλυψης αὐτῆς, —ἑνὸς Ὁμήρου Ἐπιγραμματοποιοῦ, κρυμμένου μέσα στὸ πυκνὸ δάσος τῶν ἐπικῶν στίχων του,— ἀφήνω σὲ ἄλλους, καταλληλότερους κι ἀξιώτερούς μου, νὰ τὸ ἐξετάσουν.
- Η αθανασία του ονόματος
Πρὶν τελειώσω, ὅμως, θὰ ἤθελα νὰ κάμω μιὰ παρατήρηση ἀκόμη, ἀναφορικὰ μὲ τὸν στίχο Η 91, τὸν τελευταῖο, δηλαδή, τοῦ τόσο σημαντικοῦ παραπάνω χωρίου, ὅπου ὁ Ἕκτορας κάνει λόγο γιὰ τὴν αἰώνια δόξα ποὺ τὸν περιμένει, ἂν βγῆ νικητὴς ἀπὸ τὴ μονομαχία του μ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Ἀχαιῶν. Ἀλλ’ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ διαιώνιση τῆς δόξας, ἡ ἀθανασία τοῦ ὀνόματος, δηλαδή, μόνο μὲ τὴν ὕπαρξη ἐπιγραφῆς, πάνω σὲ πέτρα, ἢ μέταλλο, εἶναι δυνατή. Αὐτὸ μᾶς λένε οἱ δυὸ πρῶτοι στίχοι τοῦ 367 ἐπιτυμβίου ἐπιγράμματος, στὸν Κάιμπελ, ποὺ εἴδαμε, κι αὐτό μᾶς ὑπογραμμίζεται καὶ σ’ ἕνα ἐπίγραμμα τοῦ 200 μ.Χ., στὸν ρωμαϊκὸ τάφο μιᾶς ἑταίρας:
…βιότευον
πάντες γὰρ μ’ ἐπόθουν, ἤμην γὰρ πᾶσι προσηνής,
καὶ στεφάνους ἐφόρουν, πολλοῖς δὲ μύροισιν ἐχρώμην,
καὶ μετὰ δόρπον ἐκοιμώμην κλισμῷ ἑνὶ καλῷ,
ἐνδεδύμην δὲ τὸ σῶμ’ ἐσθήμασι χρώμασι θείοις,
κάλλος ἔχουσα, τύποισι ταφῆς ἔτυχον μετὰ τοῦτο,
καὶ ζῶ κοὐκ ἔθανον τοῖον ἔχουσα τάφον.(42)
[ …ζοῦσα,
γιατί ὅλοι μὲ ποθούσανε κ’ ἤμουν προσηνὴς σ’ ὅλους,
μὲ πολλὰ μύρα ἀλείβομουν καὶ φόραγα στεφάνια,
σ’ ὄμορφο ἀνάκλιντρο ὕστερ’ ἀπ’ τὸ δεῖπνον ἐκοιμόμουν,
ντυνόμουνα φορέματα ποὺ χρώματα εἶχαν θεῖα
κ’ ἔχοντας ὀμορφιὰ πολλή, ταφὴν ἀνάλογη εἶχα.
καὶ ζῶ, καὶ δὲν ἀπόθανα, τέτοιον ἔχοντας τάφο.]
Κι ὁ τάφος, ἑρμηνεύει ὁ Gerhard Pfohl,(43) ποὺ μεταφέρει, ἐπίσης, τοὺς δυὸ τελευταίους στίχους, ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Werner Peek, εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἐπιβίωσης. Ὁ τάφος; Ναί, βέβαια, ἀλλὰ πάντα μὲ ἐνεπίγραφη στήλη πάνω του!
______________________
Σημειώσεις
- Παλατίνη Ἀνθολογία, VII 417.
- Παλατίνη Ἀνθολογία, VII 421.
- Ἱστορίαι, V 59—62.
- Geschichte der griechischen Literatur, ἑλλ. μετ. Ἀγ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 36.
- Gerhard Pfohl, Poetische Kleinkunst auf altgriechischen Denkmälern, München 1967, σελ. 42.
- Ἀρ. 746, στὸν Kaibel, ὅ.π. [πλήρη βιβλιογραφία δὲς στὸ βιβλίο, ἔκδοση Δωδώνη]
- Ἀρ. 1488, στὸν W. Peek, ὅ.π.
- Ἀρ. 70, στὸν W. Peek. ὅ.π.
- Ἀρ. 367, στὸν Kaibel, ὅ.π.
- Ἀρ. 258, στὸν Kaibel, ὅ.π.
- Ἀρ. 52, στὸν Kaibel, ὅ.π.
- Στὸν R. Harder (Die Meisterung der Schrift durch die Griechen. Das neue Bild der Antike, I, 1942. σελ. 103) καὶ Μ. Andronikos: «The Mycenaean and the Greek script», στὰ Atti e memorie del 1o Congresso Internazionale di micenologia, Roma 1967. Σελ. 502.
- Σύμφωνα μὲ τὸν Καθηγητὴ Α. J. Β. Wace, στὸν Πρόλογο, σελ. XXVIII, τῶν Documents in Mycenaean Greek τῶν Μ. Ventris καὶ J. Chadwick, London, 1956: «It is probable that the Linear Β script continued in use, and perhaps even overlapped the first refutation of the common opinion simply provoked a few reservations».
- Appendix Epigrammatutn 9, στ. 57-58, στὴν Anthologia Graeca ad Palatini Codicis, t. IΙΙ, Lipsiae 1912.
- Ἀρ. 610, στὸν Kaibel, ὅ.π., στὸν W. Peek, ὅ.π., ἀρ. 1112.
- Ὅ.π., σελ. 52.