Ελένη Λιντζαροπούλου :

Συνέντευξη με την συγγραφέα Ελένη Λαδιά

Συζητώντας ή καλύτερα ερωτώντας μια πολυγραφότατη και ποικιλογραφότατη συγγραφέα όπως είναι η Ελένη Λαδιά, επέλεξα να μην αναφερθώ καθόλου σε ερωτήματα ήδη απαντημένα από την ίδια στα βιογραφικά της σημειώματα και τις συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει. Ο στόχος αυτής της επιλογής δεν ήταν μια δήθεν πρωτοτυπία, αφού οδηγός μου για την διατύπωση των ερωτήσεων ήταν το ίδιο το έργο της συγγραφέως, αλλά μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε και το έργο και, κυρίως, «τον νου» που το εμπνέεται και το γεννά. Με περισσότερους από 40 τίτλους βιβλίων, η Ελένη Λαδιά δεν εξαίρεται μόνο για το βάθος της γραφής, την υψηλή ποιότητα της γλώσσας και την θεωρητική θεμελίωση. Τα έργα της δεν επιδέχονται εύκολα διαχωρισμούς, αφού όλα της τα γραπτά, πεζογραφία,  αρχαιογνωστικά πονήματα, δοκίμια και μελετήματα, υπηρετούν, με συνέπεια, καλλιέπεια και χάρη, τον λόγο. Το υπόβαθρο της λογοτεχνίας της δεν είναι μονοσήμαντο. Η γραφή της, παρότι εμφανώς εδράζεται στην γνώση αξιοποιώντας τα αντικείμενα των σπουδών της στην Αρχαιολογία και την Θεολογία, εντούτοις αποκαλύπτεται τόσο ποιητική όσο και φιλοσοφική. Καταβυθίζεται και υπερίπταται, με την ίδια ευκολία, στον χώρο των ιδεών. Διδάσκει. Μάχεται. Αναρωτιέται και απαντά. Ωστόσο πάντα «πλάθει μύθους» ως πραγματικότητες, δημιουργώντας ένα καταφύγιο και για τον άνθρωπο και για τις ιδέες. 

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Με αφορμή τον «Ονειρόσακκο», ένα από τα δύο τελευταία σας βιβλία, θα ήθελα να αναφερθούμε στους τίτλους των έργων σας. Αν τούς παραθέσει κανείς, δημιουργεί, θα μπορούσαμε να πούμε, ένα ποίημα. Πόθεν και πώς η έμπνευση ή η επιλογή σας;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Δεν ξέρω. Άγνωστες οι βουλές της έμπνευσης. Το μόνο πού ξέρω είναι πώς ο  τίτλος έρχεται πρώτος, αιφνιδίως και γίνεται κάτι σαν φάρος. Τις περισσότερες φορές ή μάλλον όλες πρώτα βρίσκω τον τίτλο, ο  οποίος κυοφορεί τα πάντα: την ιδέα, την υπόθεση του έργου, τα πρόσωπα. Με την ερώτησή σας μου θυμίσατε τα μαθητικά μου χρόνια, όπου είχα την ευχέρεια να βρίσκω την κεντρική ιδέα του λογοτεχνήματος, και να την διατυπώνω σχεδόν με δύο τρεις λέξεις. Ίσως και οι τίτλοι μου να είναι εξέλιξη εκείνης της νεανικής ευχέρειας. Ο τίτλος για τα δικά μου γραπτά είναι πάντοτε η περιέχουσα έννοια.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Οι ιδέες πού κυοφορούνται σ’ ένα έργο, η σύλληψη του θέματος, η πιθανή πλοκή ή η γλώσσα θεωρείτε ότι  βαρύνουν στην εκτίμηση της ποιότητας του;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Ασφαλώς και βαρύνουν όλα. Όλα αυτά είναι σημαντικά στοιχεία για την δημιουργία του έργου.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Πέραν της Μυθολογίας με την οποία έχετε ασχοληθεί εκτεταμένα, αισθάνομαι ότι υπάρχει και μία προσωπική μυθολογία πού διαπερνά το έργο σας. Πώς θα χαρακτηρίζατε τούς ήρωές σας; Έχουν μεταξύ τους συγγένειες;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Πιστεύω πώς όχι μόνον ο  συγγραφεύς αλλά ο  κάθε άνθρωπος έχει την προσωπική του μυθολογία. Εννοώ προσωπική μυθολογία την ανάγκη πού έχει ο  καθένας μας να κοσμεί την ζωή και την σκέψη του. Ποιός δεν έχει ανάγκη από φεγγαρόσκονη; Οι ήρωές μου πιστεύω πώς ανήκουν στην συνομοταξία των αφελών. Δεν έχουν δεύτερη σκέψη, δεν κάνουν κακό, αντιθέτως δέχονται το κακό από τους άλλους. Δεν ενδιαφέρονται για πλούσια ζωή, είναι ιδεόπληκτοι, βασανίζονται από τις ιδέες τους. Ακόμη  και οι περιπτώσεις τρελών ή δολοφόνων είναι διαυγείς: φέρουν την ευθύνη τους με στωικότητα. Όλα γίνονται κάτω από το βάρος μιας ιδέας. Ακόμη και ο έρωτας  των ηρώων μου καταντά ιδεοληψία.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Η ποίηση; Υπάρχουν σημεία στα βιβλία σας, από  φράσεις μεμονωμένες έως και ολόκληρες ενότητες πού έχουν ισχυρά ποιητική γραφή, συχνά στίχοι συνοδεύουν κεφάλαια των βιβλίων σας. Γράψατε δοκίμια για την ποίηση, αποδώσατε Ομηρικούς και Ορφικούς Ύμνους μαζί με  τον  ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα στην Νέα Ελληνική, μάλιστα εκδώσατε και ποιήματα. Το «Φάθι Ζαρατούστρα» εκδόθηκε το 1976… Έκτοτε;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Σε όλη μου την νεότητα έγραφα στίχους κρυφά, γέμιζα με αυτούς τα περιθώρια των μαθητικών και φοιτητικών μου βιβλίων. Ποτέ δεν θεώρησα ότι είμαι ποιήτρια, μολονότι με την εκτός εμπορίου συλλογή μου, πολλοί συνάδελφοι μου είπαν πώς αν δεν ήταν τόσο ωραία η πεζογραφία μου, θα κυριαρχούσε η ποίηση. Η μία και μόνη συλλογή γράφτηκε σαν μια απάντηση στον  αγαπημένο μου Νίτσε, στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα». Φυσικά λατρεύω την ποίηση και την θεωρώ το υψηλότερο επίτευγμα του ανθρωπίνου πνεύματος μετά την μουσική. Μου αρέσει να γράφω δοκίμια για τούς ποιητές πού αγαπώ και να χρησιμοποιώ ως προμετωπίδα στίχους τους. Νομίζω πως καταλαβαίνω πολύ καλά την ποίηση. Έχω βεβαίως και στον  νου μου ως παρακαταθήκη τα λόγια πού έγραψε ο Καραντώνης κάποτε για εκείνη την συλλογή. Έγραψε πώς έχω την μεγαλύτερη ποιητική αίσθηση από άλλους ποιητές. Εγώ όμως είμαι πεζογράφος με  ιδιαίτερη αγάπη στο διήγημα.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Ποιά κατά την γνώμη σας τα «συστατικά» της αθανασίας στην τέχνη;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Αν ήξερα τα «συστατικά» (ευφυώς το  βάζετε εντός  εισαγωγικών) θα τα χρησιμοποιούσα, για  να πετύχω την αθανασία.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Μιλάμε πολύ συχνά για  δράσεις φιλαγνωσίας. Θεωρείτε ότι  η εκπαίδευση θα μπορούσε να παίξει έναν κάποιο ρόλο, ώστε να εμπνεύσει την αγάπη προς το  βιβλίο;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Κυρίως η εκπαίδευση. Τίποτε δεν αξίζει περισσότερο από τον  εμπνευσμένο εκπαιδευτικό. Οι άλλες δράσεις φιλαγνωσίας είναι απλώς  παραπληρωματικά στοιχεία.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Τα βιβλία σας αποκαλύπτουν ένα τεράστιο φορτίο γνώσεων. Ώρες διαβασμάτων και ώρες έρευνας. Θεωρείτε την γνώση ή το  ταλέντο προϋπόθεση στην γραφή;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Φυσικά και τα δύο. Γόνιμο χωράφι και καλός σπόρος. Το  ταλέντο χρειάζεται γνώση και εργασία. Αλλά χωρίς ταλέντο η γνώση και η εργασία στερεύουν.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Στα βιβλία σας κυριαρχεί ο  φιλοσοφικός προβληματισμός. Γράφετε για  να αλλάξετε τον  κόσμο;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Θα αστειεύεσθε ασφαλώς. Τίποτε δεν θέλω να αλλάξω. Συμμερίζομαι την τραγική αισιοδοξία στο τρίλημμα του Λέιμπνιτς. Αν ο  κόσμος δεν ήταν τόσο τέλειος, ο  Θεός δεν θα ήξερε, δεν θα μπορούσε, και δεν θα ήθελε να τον  φτιάξει. Όμως ο  Θεός ήξερε ως παντογνώστης, μπορούσε ως παντοδύναμος και ήθελε ως πανάγαθος. Άρα ο  κόσμος είναι τέλειος. Γιατί να θέλω αλλαγή;

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Στα βιβλία σας δεν υπάρχει συνήθως η έννοια του χρόνου, εννοώ τον ιστορικό χρόνο, πείτε μας η πραγματικότητα ποιά θέσει κατέχει στην γραφή σας;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Θα απαντούσα ως λογοπαίγνιο με  την ρήση του Παράκελσου πώς υπάρχουν τόσες πραγματικότητες όσες μπορείς να φανταστείς, αλλά ας σοβαρευθώ. Πολύ μικρή θέση κατέχει γενικώς η πραγματικότητα στα γραπτά μου, εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Υπάρχουν μόνιμα στοιχεία τα οποία απασχολούν το  έργο σας;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Ναι, με  εμμονή μάλιστα. Η διερεύνηση καλού και κακού, πίστης και απιστίας, Θεού ή πρώτης αρχής, και φυσικά πάντοτε το ηθικό παράδοξο πού αρχίζει με  τον  Ιώβ: γιατί να ευτυχεί ο  άδικος και να δυστυχεί ο  δίκαιος; Τρομερό το  θέμα της  Θεοδικίας…

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Αρχαιογνωσία, Λογοτεχνία, Θεολογία… παράλληλοι, διασταυρούμενοι ή εντελώς ξεχωριστοί αυτοί οι δρόμοι στο έργο σας;  

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Θεωρώ την λογοτεχνία μία περιέχουσα έννοια, μία Θάλασσα, όπου όλα τα ποτάμια εκβάλουν σ’ αυτήν. Έτσι  όλες οι γνώσεις μπορούν να γίνουν θαυμάσιο λίπασμα για  την λογοτεχνία. Γι’ αυτό πρέπει να διαβάζουν οι νέοι λογοτεχνία. Ένα βιβλίο γίνεται οπαίο για το  σύμπαν. Φυσικά στην περίπτωσή μου οι δρόμοι είναι διασταυρούμενοι.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Δημοσιεύετε πια και στο διαδίκτυο. Μπορεί να επηρεάσει το  internet την σύγχρονη γραφή; Υπάρχουν κίνδυνοι ορατοί; Υπάρχουν θετικά;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Ναι μου αρέσει να δημοσιεύω στο διαδίκτυο, για  την ταχύτητα, την κατάργηση ταχυδρομείων και συναντήσεων. Για  το  αν επηρεάζεται η σύγχρονη γραφή δεν ξέρω. Σε μένα δεν άλλαξε τίποτα. Το  μόνον πού με ενοχλεί πολύ είναι το μονοτονικό. Σαράντα χρόνια τώρα γράφω σε πολυτονικό. Όλα τα τυπωμένα γραπτά μου είναι σε πολυτονικό.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Η αξία της ανάγνωσης θεωρείται δεδομένη. Η αξία της  γραφής; Σαράντα χρόνια στα γράμματα και περισσότερα στην γραφή, τί αποκομίσατε;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Επειδή γράφω από  πολύ μικρή, (τα πρώτα διηγήματα είναι από  τις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού), θεωρώ την γραφή αυτονόητη, σαν τα μάτια και τα αυτιά μου. Με  την όραση και την ακοή είχα και καλά και άσχημα. Έτσι  φαντάζομαι θα συμβαίνει και με  την γραφή.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Είστε αφοσιωμένη στην γραφή. Υπήρξε περίοδος στην ζωή σας πού δεν γράφατε;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Είμαι  αφοσιωμένη, γιατί είναι κάτι σαν μοίρα. Όχι δεν υπήρξε τέτοια περίοδος και ελπίζω να μην συμβεί όσο ζω, μολονότι δεν ξέρω αν θα είμαι  ελεύθερη ή δυστυχισμένη.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Έχετε τιμηθεί με βραβεία. Πόσο θεωρείτε ότι η βράβευση ενός βιβλίου ή ενός συγγραφέως επηρεάζει το αναγνωστικό κοινό;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Χαροποιεί τον ίδιο τον συγγραφέα. Το αναγνωστικό κοινό μένει ανεπηρέαστο στις κρίσεις του, και δεν εξαρτώνται οι πωλήσεις των βιβλίων από  τα βραβεία.

ΕΛ. ΛΙΝΤΖ: Είστε ικανοποιημένη από την αντιμετώπιση της πολιτείας απέναντι στο βιβλίο;

ΕΛ. ΛΑΔΙΑ: Όχι εντελώς. Πιστεύω πώς η πολιτεία πρέπει να βοηθά οικονομικά τους εκδότες, για  να βοηθούν, κι αυτοί με  την σειρά τους, τους συγγραφείς. Οι διαφημίσεις των βιβλίων στις εφημερίδες και στην τηλεόραση να είναι επίσης φθηνές. Να αγοράζει το  υπουργείο βιβλία για  τις βιβλιοθήκες, και προπαντός οι εκπαιδευτικοί να συστήνουν βιβλία στους μαθητές τους. Να μαθαίνει κάθε παιδί πώς το ωραιότερο δώρο είναι το  βιβλίο.

Read Previous

Ελένη Λαδιά: «Η εσωγραφία μιας πεζογράφου»

Read Next

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο Έφηβος