Ελένη Λαδιά :

Ταραντούλα

Ὁ Εὐμένης στό κάτω πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ ἦταν συλλογισμένος καί ἀναποφάσιστος γιά τήν τροπή τοῦ μυθιστορήματός του. Ἡ θεολογική του κρίση τόν εἶχε τόσο προβληματίσει, ὥστε στεκόταν ἐμπόδιο στήν ἀληθινή ἐξέλιξη πού ἐπιθυμοῦσε γιά τό τέλος.

Πέρασαν πολλές ἡμέρες προτοῦ ἀποφασίσει νά γράψει, ἐνῶ ὁ καιρός γινόταν ὅλο καί πιό ἄγριος. Λιγοστός ὁ κόσμος στό χωριό, μόνον οἱ μόνιμοι κάτοικοι ὑπῆρχαν κι αὐτοί ἄρχισαν νά μαζεύονται στά σπίτια τους.

Ἕνα ἀκόμη ἀπό τά παράξενα πού συνέβησαν στόν Εὐμένη μετά τήν θεολογική του κρίση, καί πού ἀμέσως ἤθελε νά διαπιστώσει ἦταν τό ἐρειπωμένο οἴκημα ἀπέναντι ἀπό τό παράθυρο. Δέν εἶδε ἀπολύτως τίποτε, ὁ χῶρος ἦταν ὅπως τόν ἤξερε χρόνια.

Ἀγνόησε ὅμως τό συμβάν, γιατί αὐτό πού ἐρέθιζε τόν νοῦ του ἦταν ὁ διαχωρισμός τέχνης καί θρησκείας.

“Στήν προσωπική μου ζωή”, συμπέρανε στό τέλος, “μπορεῖ νά πιστεύω ὅ,τι θέλω. Ἡ τέχνη ὅμως εἶναι ἐλεύθερη. Ἡ τέχνη δέν ἀποκλείει τόν Θεό· τό δόγμα ἀποκλείει τήν τέχνη.”

Ἔτσι βασισμένος στήν ἐλευθερία τῆς τέχνης, δέν εἶχε ἀνάγκη νά διαχωρίσει τούς νεκρούς ἥρωες τῆς μελέτης του ἀπό τούς ζωντανούς τῆς Ταραντούλας. Καί νά ἦταν ἄραγε κι αὐτοί ζωντανοί; Πέρασε πολύς χρόνος ἀπό τήν τελευταία του συνάντηση μέ τήν Στρατονίκη. Δέν εἶχε νεώτερα.

Ὅλα θά ἔμεναν μετέωρα καί ἀδρανῆ, ἄν δέν εἶχε μιά ἔλλαμψη. Νά μαζέψει ὅλα τά πρόσωπα, πού ἀνέφερε, καί νά τά βάλει νά χορέψουν. Γιά χρόνο διάλεξε ὅσες νύχτες χρειάζονταν, γιά τόπο τό ἁλώνι τοῦ χωριοῦ, ἀχρησιμοποίητο πιά ἀλλά φορτωμένο μέ τήν μαγεία καί τούς θρύλους χρόνων.

Πίστευε στήν μεταφυσική καί τήν ὑποβολή αὐτοῦ τοῦ χώρου, ὄχι μόνο ἀπό τά παραμύθια τῆς γιαγιᾶς του ἀλλά κι ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ ἴδιου τοῦ παπποῦ του, ὁ ὁποῖος ἦταν φιλαλήθης. Νέος ἀκόμη ὁ παπποῦς του εἶχε ξεμείνει σέ αὐτό τό ἁλώνι γιά δουλειά καί τόν βρῆκε ἐκεῖ ἡ νύχτα. Εἶδε μέ τά μάτια του τίς πανέμορφες νεράϊδες νά χορεύουν, ἀλλά δέν τόν πλησίασαν νά τόν γητεύσουν, γιατί ἦταν ὁπλισμένος μέ σκόρδα καί μπαρούτι.

Ὁ Εὐμένης στό κάτω πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ του, σκυμμένος στό χειρόγραφό του συγκέντρωσε ὅλα τά πρόσωπα, ἀλλά προτοῦ ἀρχίσει ὁ χορός τους, κάτι παράδοξο ἀκούστηκε, μιά ρήση ἀποσπασμένη ἀπό ἀρχαιότατο ὕμνο: “Ὅποιος δέν χορεύει ἀγνοεῖ αὐτό πού γίνεται. Ἀληθῶς. Ὁ χορευτής ἑνώνεται μέ τό σύμπαν. Ἀληθῶς.”

“Αὐτός πού χορεύει καταλαβαίνει τί κάνω/ γιατί εἶναι δικό σου αὐτό τό πάθος τοῦ ἀνθρώπου/ πού θά ὑποφέρω στό μέλλον.”

Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Εικόνα: Henry Herbert La Thangue

Read Previous

Ο κορυδαλλός της οδύνης και το άγιο περιστέρι

Read Next

Φρειδερίκος και Ιωάννης