Φύγε, ἀδελφιδέ μου, καί ὁμοιώθητι τῇ δορκάδι
ἤ τῷ νεβρῷ τῶν ἐλάφων ἐπί ὄρη τῶν ἀρωμάτων.
(ἀπό τό Ἄσμα Ἀσμάτων)
Γιά τούς περισσότερους ἀνθρώπους, νά μήν πῶ γιά ὅλους, φτάνει μιά μέρα πού φαίνεται πώς ὅλα ἔχουν χαθεῖ. Λέω «φαίνεται» ξέροντας πώς ἡ λέξη εἶναι μιά μεταγενέστερη προσθήκη, γιατί ὅταν ὅλα «φαίνεται» πώς ἔχουν χαθεῖ , στήν πραγματικότητα ἔχουν χαθεῖ. Κι ἔκπληκτος ἀνακαλύπτει κανείς πώς δέν ἔχουν πιά σημασία οἱ αἰτίες καί οἱ φανερές ἤ μυστικές τους διεργασίες, πού μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια, ὅσο τό τρομακτικό ἀποτέλεσμα. Ὅλα ἔχουν χαθεῖ. Τελειώνεις, πεθαίνεις ἀλλά διατηρεῖς ἕνα προνόμιο τῶν ζωντανῶν, γιατί ἀκόμη δέν ἔχει διαπιστωθεῖ ὅτι οἱ νεκροί διαθέτουν μνήμη.
Καί στήν περίπτωσή μου, μιά κι ἀνήκω στήν συνομοταξία τῶν περισσοτέρων, ἔφτασε κάποτε ἡ ἐποχή πού ὅλα χάθηκαν. Σημεῖο ἀναφορᾶς σέ τίποτα καί σέ κανέναν. Ὁ Θεός εἶχε ἀπό χρόνια χαθεῖ γιά μένα, ἔσβησε μέ τό τέλος τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, κι εἶχα μιά ἀρκετά μεγάλη θητεία στήν ἀθεΐα μέχρι τήν ἐποχή τῆς μεγάλης ἀπώλειας.
Ἤμουν εἴκοσι ὀκτώ χρονῶ πιά. Λέω «πιά» γιατί ἡ κούρασή μου ἦταν ἀφάνταστη σά νά ἤμουν χιλιάδων ἑτῶν,
Έκδοση: της Εστίας
Εικόνα: στο Σιλς Μαρία του Νίτσε