Ελένη Λαδιά :

Ποταμίσιοι έρωτες

Λόγος τῆς ἀφηγήτριας

Ἐπιστρέφω ἀπό ἕνα ταξίδι πού διήρκησε χρόνια. Δέν ἔχει σημασία ποῦ ἤμουν.

Τό ταξίδι μου, ὅπως ἄλλωστε ὅλα τά ταξίδια, εἶχε ὀμορφιά, συγκίνηση καί μόχθο.

Τά πρῶτα χρόνια, ἀπορροφημένη ἀπό τό ταξίδι, δέν σκεπτόμουν τόν τόπο καί τόν χρόνο τῆς ἐπιστροφῆς. Δέν εἶχα νοσταλγία.

Τούς τελευταίους ὅμως μῆνες, χωρίς νά τό ἐπιδιώκω, μορφές μέ καλοῦσαν νά ἐπιστρέψω στόν προηγούμενο ἑαυτό μου, τόν συγγραφικό. Ποιές καί πόσες ἦταν αὐτές οἱ μορφές δέν ἤξερα, ἡ ἀπόσταση τίς ἔκανε δυσδιάκριτες.

Τόν τελευταῖο καιρό οἱ μορφές μέ ἐπισκέπτονταν καθημερινά, ἐπίμονα, ἀκόμη καί σέ ὧρες ἀκατάλληλες. Ζητοῦσαν τήν συνδρομή μου γιά νά ὑλοποιηθοῦν, ὅπως οἱ μορφές τῆς ὁμηρικῆς Νέκυιας γύρευαν αἷμα. Ἔρχονταν ἄτακτα, ἐμφανίζονταν ἀχνές στόν θολό ὁρίζοντα, ἐναλλάσσονταν.

Ἐπέστρεψα ἀπό τό πολύχρονο ταξἰδι μέ οὐδέτερη διάθεση. Ἦταν νωρίς ἄλλωστε νά ἀξιολογήσω τίς ὠφέλειες καί τίς ἀπώλειες τοῦ ταξιδιοῦ. Πρός τό παρόν ἤμουν κουρασμένη καί ἀδιάφορη, μέ μιά ἐπίμονη διάθεση κλινοφιλίας. Δέν αἰσθανόμουν ὅμως ἄδεια, γιατί δέν μέ ἄφηναν οἱ μορφές πού ἀργὀτερα ἔγιναν εὐδιάκριτες. Ἐπρόκειτο γιά τέσσερα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, μία γιαγιά καί τρεῖς ἐγγονές, καί γύρω τους ἄλλα, δευτερεύοντα, δορυφορικά.

Παιδευόμουν, ἔμεινα καιρό ἀναποφάσιστη, παραδόθηκα στόν καιρό, αὐτός θά ἀποφασίσει, ἔλεγα, ποιό θά εἶναι τό ἀρχικό πρόσωπο. Ἐγώ, ἕνας ἄνθρωπος τῆς Δύσης ὁ ὁποῖος ζητοῦσε νά προκαταλάβει τά γεγονότα καί νά φτιάχνει πλῆθος-ὄνειρα (πού σχεδόν κανένα δέν ἐπραγματοποιεῖτο), διδάχτηκα ἀπό τά ταξίδια μου στήν Αἴγυπτο τήν σοφία τῆς Ἀνατολῆς. Πραγματικά, στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Αἰγύπτου πλανιέται μιά μοίρα πού, ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά  ἀποφύγεις, σοῦ γίνεται φιλική, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν σκληρότητα ἤ τήν εὐμένειά της.

Ἀφέθηκα λοιπόν μοιρολατρικά στή σοφία τοῦ χρόνου, ὥσπου κάποια ἡμέρα διακρίνω… τί διακρίνω; ἔρχεται πρώτη ἡ Κυρία, ἡ γιαγιά, στολισμένη καί μυθική. Μετά ἔρχονται αὐτές… οἱ ἐγγονές. Ποιά πρώτη; εἶμαι ἀνήσυχη, ὅλα κινδυνεύουν νά καταποντισθοῦν. Ἔφτασαν κι οἱ τρεῖς μαζί σά νά ἦταν χειροπιασμένες.

Πῶς θ᾿ἀρχίσω; μέ τήν γιαγιά. Πλησίασε πρώτη. Μέ τήν γιαγιά ὅταν ἦταν κορίτσι.

Ὕστερα τρύπωσε ἡ λογική, ἡ μάνα τῆς ἀμφιβολίας. Ν᾿ἀρχίσω μέ τήν γιαγιά πού ἄφησε κληρονομιά τό σπίτι στίς τρεῖς ἐγγονές ἤ μέ τίς κληρονόμους; ἐξοστράκισα ταχύτατα τήν ἐρώτηση καί θά παρακολουθήσω τήν ἐξέλιξη σάν μέσα σέ ὄνειρο, ἐκεῖ, ὅπου εἴμαστε συγχρόνως δράστες καί θεατές.

Ἀρχίζω μέ τήν ἱστορία τῆς γιαγιᾶς Φωτεινῆς, ὅταν ἦταν κορίτσι…

Ποταμίσιοι έρωτες,

Eκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Εικόνα: Marc Chagal

Read Previous

Ο έτυμος λόγος

Read Next

Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι