
Ἀλεξάνδρεια τοῦ 1991 μ.Χ.
(τίτλος κατά τό καβαφικόν πρότυπον)

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Η ΑΛΛΟΤΕ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΗ ΠΟΛΗ; Ἐνῶ στό Κάιρο τό βαρύ, τό ἁπλόχωρο κι ἀνατολιτικο οἱ ἀραβικές ἐπιγραφές δέν ἐνοχλοῦν, ἐδῶ στήν πόλη τοῦ Ἀλέξανδρου, ἐρεθίζουν τήν ὅραση.Τά διακοσμητικά ἀραβικά γράμματα, τά ἄγνωστά μου, μέ κάνουν νά στριφογυρίζω ἀνήσυχη καί νά ὀσμίζομαι τόν ἀέρα, ὅπως μοναχικό σκυλί τῶν ἐπιτύμβιων στηλῶν. Κάτι τό ἑλληνικό πλανιέται στήν ἀτμόσφαιρα, κάτι ἀνακατεμένο μέ τόν ἀέρα, ἀόρατο κι ἀσύλληπτο, ὅπως ἡ βροχή πού ἄκουγα στήν ἔρημο τῆς Νιτρίας. Φαίνεται πώς δέν ὀφειλόταν σέ παράκρουσή μου ἐκείνη ἡ βροχή, ἴσως νά τήν κράταγε κρυφή ἡ ἔρημος, νά μήν τήν φανέρωνε, ξέσπασε ὅμως ὁρμητική καθώς πηγαίναμε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν πόλη πού τόσο λάτρεψα στή ζωή μου, τόσο φαντάστηκα, ὥστε ὲπινόησα κάποια προβίωσή μου ἐκεῖ, ἴσως τόν δεύτερο μεταχριστιανικό αἰῶνα.
Τί ἀπέγινε ὅμως αὐτή ἡ πόλη μέ τίς πέντε περιοχὲς πού ἀντιστοιχοῦσαν στά πρῶτα πέντε γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου; Μεγάλος ἀριθμός Ἑλλήνων ζοῦσε ἐκεῖ ἀλλά καί Ἑβραῖοι, Σύριοι, Λίβιοι, Πέρσες, Αἰθίοπες μαζί μέ τούς γηγενεῖς Αἰγύπτιους πού κατοικοῦσαν στήν συνοικία Ρακῶτι.
Τά τριαντάφυλλα τοῦ Νείλου, λουλούδια πού ἀναδίδουν ἄσχημη μυρωδιά κι ἐμποδίζουν τά νερά νά κυλήσουν. Γιατί τριαντάφυλλα; ρωτῶ. Κατ’ εὐφημισμόν ἴσως. Μυρίζει ἔντονα ἡ περιοχή, λίγο πρίν μποῦμε στήν πόλη. Γιά πολύ λίγο ἡ βροχή σταμάτησε, στά ἓλη ὑπάρχει ἡ μπιχαρζία, αὐτό τό φοβερό παράσιτο πού τρυπώνει στό αἷμα; ρωτῶ καί ἡ ἀπάντηση ἀπό τόν Αἰγύπτιο φίλο ἔρχεται καταφατική. Φαίνεται ἡ Μαρεῶτις λίμνη. Ἤμουν σίγουρη πώς τήν γνὼριζα προτοῦ τήν δῶ. Ἡ βροχή ξανάρχισε, ἦταν καταρρακτώδης. Στήν Ἀλεξάνδρεια βρέχει πολύ, πλημμυρίζουν οἱ δρόμοι, τ’ αὐτοκίνητο δυσκολευόταν νά προχωρήσει, κι ἐγώ ἤμουν ἀγενῶς χαρούμενη καθώς σκεφτόμουν πώς ἡ πόλη ξεπλένεται γιά νά μᾶς δεχτεῖ. Ἡ λεωφόρος τῆς 26ης Ἰουλίου εἶχε πλημμυρίσει ἀλλά μιά διαφάνεια ὑπῆρχε στόν ὁρίζοντα, πόσο μοῦ μύριζε Ἑλλάδα καθώς κοιτοῦσα τήν Μεσόγειο θάλασσα. Δέν εἶναι σωβινιστικό αὐτό πού σκέφτομαι, ἀλλά μιά ἀπορία. Τί ἀφήνουν πάντα πίσω τους οἱ Ἕλληνες; Πῶς νά ὀνομάσω αὐτό τό εὐγενικό, τό ἄκρως πνευματικό στοιχεῖο πού διαχέεται καί ἐξευγενίζει τήν ἀτμόσφαιρα; Καί γιατί τόσο γνώριμη αὐτή ἡ πόλη πού γιά πρώτη φορά ἐπισκεπτόμουν;
Ἀλεξάνδρεια τοῦ ἀπομεσήμερου, ξεπλυμένη ἀπό τήν μεγάλη βροχὴ, λαμπυρίζουσα ἀπό τό φῶς ἑνός ἀναιμικοῦ ἥλιου, πόλη τῶν μεγάλων ἀποτυπωμάτων καί τῶν ὲκδοχῶν, χοάνη τῶν ἀντιφάσεων, τῶν ἰδεολογιῶν καί θρησκειῶν, σκεπασμένη τώρα ἀπό τήν ἀραβική μονομανία. Πόλη πού ξεπερνοῦσες τή φαντασία, πόλη τῆς ὲλληνικῆς φωνῆς γιά ἑκατοντάδες χρόνια, ὁ ἀέρας σου ἀκόμη φέρνει τά ἑλληνικά τῶν Γνωστικῶν Βασιλίδη καί Βαλεντίνου, ἐνῶ πλούσια κοιτάσματα σοφίας καί γνὼσης κρύβονται στά σπλάχνα σου. Κι ἄν ἀληθεύει -ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ παραψυχολογία- πώς ὁ τόπος ἐγκλωβίζει τήν δράση τοῦ παρελθόντος, κάποτε στό μέλλον θά ξανακουστεῖ ἡ ἀλεξανδρινή πολυφωνία.
Ἀλεξάνδρεια τοῦ χειμωνιάτικου ἀπογεύματος, μέ τά μυστικά σου κρυμμένα στίς φυλλωσιές τῶν δένδρων στά θερινά ἀνάκτορα τοῦ Φαρούκ, ψιλοβρέχει ξανά, σιγανά, διακριτικά, ὅπως γίνεται μιά ἐκμυστήρευση μέσα στή νύχτα κι ὁ σταθμός τοῦ ραδιοφὼνου μεταδίδει παλιά, νοσταλγικά ἑλληνικά τραγούδια ἐνῶ ἡ μνήμη, βαθιά καί συγκεχυμένη, προσπαθεῖ νά ἐντοπίσει κάποιο χαρακτηριστικό στοιχεῖο. Μνήμη πληθωρική κι ὡστόσο ἐπιλήσμων.
Τί ψάχνουμε τή νύχτα κοιτάζοντας τήν παραλία, αὐτή τήν Μεσόγειο τῶν δυνατῶν κυμάτων πού ξεσποῦν πάνω στούς πέτρινους ὄγκους τῆς στεριᾶς, καί γιατί τό σχῆμα αὐτοῦ τοῦ ὄγκου μετατρέπεται σέ λίθινη λέμβο, πού τήν ἀγκαλιάζουν σπασμωδικά τά ὓδατα; Κοιτάζω, ψάχνω κι ὀσμίζομαι τόν ἀέρα σάν σκυλί πού ἀναζητᾶ τόν χαμένο του ἀφέντη, αὐτή τήν ὥρα τῆς νύχτας, τήν βαθιά ἐρωτική. Τί σκοτεινός ἔρωτας κυριεύει τό νοῦ μου, ἔρωτας πού δέν βρίσκει ἀντικείμενο γιά νά ὲνσαρκωθεῖ, κι ἐπιστρέφει μοναχικός κι ἀταίριαστος σέ μένα παρασύροντάς με στήν δίνη ἑνός ἔξαλλου ναρκισσισμοῦ, ἐδῶ, κοντά στήν τρικυμισμένη παραλία. Ἔρωτας πού ξεφεύγει ἀπό πρόσωπα καί γίνεται τόπος: ἡ Ἀλεξάνδρεια. Ὅλη σχεδόν τήν νύχτα συνέχισα νά κοιτάζω ἀπό τό μεγάλο παράθυρο τοῦ ξενοδοχείου τά κύματα πού ὀρθώνονταν, φωτισμένα ἀπό τίς λάμπες τοῦ δρόμου, μέχρι τό χάραμα πού φάνηκε ἕνας γλάρος νά φτερουγίζει στήν θάλασσα καί νά τήν ἡμερεύει. Ὅλη νύχτα ἤμουν γεμάτη συγκινήσεις καί πτολεμαϊκές ἀναμνήσεις. Τό χάραμα ὅμως, γιά νά ἀποδιώξω τήν ὕπουλη πρωινή νύστα, διάβασα δυνατά μιά ἱστορία ἀπό τό Λειμωνάριον, πού νομίζω πώς ταιριάζει στήν ἀντιφατικότητα τῆς πόλης. «Ὅταν ἤμασταν στήν Ἀλεξάνδρεια, ἐγώ κι ὁ σύντροφός μου Σωφρόνιος πήγαμε κάποτε στήν ὲκκλησία τοῦ Θεοδοσίου. Καί μᾶς συναντᾶ ἕνας ἄνθρωπος φαλακρός πού φοροῦσε τρίχινο φόρεμα μέχρι τά γόνατα. Κι ἔμοιαζε μέ τρελό. Μοῦ λέει λοιπόν ὁ ἀββὰς Σωφρόνιος: Δῶσ’ μου χρήματα καί βλέπεις τήν ἀρετή τοῦ ἐρχομένου. Τοῦ ἔδωσα πέντε φόλεις. Αὐτός τότε τά πῆρε καί τά ἔδωσε σ’ αὐτόν πού φαινόταν σάν τρελός. Ἐκεῖνος τά πῆρε χωρίς νά πεῖ τίποτε. Ἐμεῖς ὅμως τόν ἀκολουθήσαμε κρυφά. Αὐτός, μόλις ἔστριψε τό δρόμο, ὕψωσε τό δεξί του χέρι, πού εἶχε τά νομίσματα, ψηλά στόν οὐρανό, καί μετά ἀπ’ αὐτό βάζει μετάνοια στό Θεό κι ἔφυγε ἀφήνοντας τά νομίσματα στή γῆ». Γοητευμένη ἀπό τήν παραδοξότητα τοῦ περιστατικοῦ ἄφησα τό βιβλίο. Μοῦ φαινόταν πώς αὐτό μονάχα στήν Ἀλεξάνδρεια μποροῦσε νά συμβεῖ: νά ζητιανεύεις καί ν’ ἀφήνεις τά χρήματα στό δρόμο, στό ἔλεος τῆς τύχης.
Εκδόσεις της Εστίας