Ελένη Λαδιά :

Ψυχομαντεία

 Βρισκόμαστε στό Τριτοπατρεῖον τοῦ Κεραμεικοῦ.  Ἄβατο τότε ἀλλά τώρα σκορπισμένα ἐρείπια, ἀφημένα στήν πρόσβαση τοῦ κάθε ἐπισκέπτη.

Δυό λίθινοι ὅροι στέκονται ὥς σήμερα καί πάνω τους μιά ἐπιγραφή ἀπό τό τέλος τοῦ 5ου π.χ αἰώνα. Ἡ ἐπιγραφή πληροφορεῖ: ΗΟΡΟΣ  ΗΙΕΡΟΝ ΤΡΙΤΟΠΑΤΡΕΩΝ ΑΒΑΤΟΝ.

Στό νότιο τοῖχο ἕνας μεγάλος ἀκατέργαστος ἀσβεστόλιθος φέρει τήν ἐπιγραφή: ΗΙΕΡΟΝ ΤΡΙΤΟΠΑΤΡΕΩΝ γραμμένη μέ ἀρχαϊκά γράμματα πού δηλοῖ ὅτι τό ἱερό ὑπῆρχε ἀπό τόν 6ο αἰ. π.Χ.

Ποιοί ἦταν οἱ Τριτοπάτορες; Τό λεξικό τῆς Σούδας ἀναφέρει πώς στούς Δήμους τῆς Ἀτθίδος θεωροῦν τούς Τριτοπάτορες ἀνέμους. Ὁ Φιλόχορος ὅμως λέγει πώς εἶναι οἱ πρῶτοι γεννήτορες πάντων, ἐνῶ ὁ Φανόδημος πληροφορεῖ πώς μόνο οἱ Ἀθηναῖοι θυσιάζουν καί προσεύχονται σ᾿ αὐτούς – ὅταν πρόκειται νά ἔλθουν σέ γάμο – γιά τήν γέννηση τῶν παιδιῶν. Ὁ Ὀρφεύς πάλι ὀνομάζει τούς Τριτοπάτορες Ἀμαλκείδη, Πρωτοκλέα καί Πρωτοκλέοντα καί τούς θεωρεῖ φύλακες καί θυρωρούς τῶν ἀνέμων. Αὐτός ὅμως πού ἔκανε τό Ἐξηγητικόν λέγει πώς οἱ Τριτοπάτορες εἶναι γόνοι τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί ἔχουν τά ὀνόματα Κόττος, Γύγης καί Βριάρεως.

Ἄλλες πηγές τούς δίνουν διαφορετικά ὀνόματα καί λέγουν πώς εἶναι τέκνα τοῦ Διός καί τῆς Περσεφόνης. Γεγονός πάντως εἶναι πώς οἱ ἄνθρωποι τούς λάτρευαν ὡς προγονικές ψυχές.

Ὁ Ρόντε ἀναφέρει στό ἔργο του “Ψυχή”, πώς σέ πολύ μεταγενέστερες ἐποχές ἄνθησε στήν Ἑλλάδα ἡ ζωντανή λατρεία τῶν προγόνων καί τῶν νεκρῶν, πώς ὁ Ὅμηρος παντελῶς ἀγνοοῦσε τή νεκρομαντεία καί τά μαντεῖα τῶν νεκρῶν, (ἀσφαλές συμπέρασμα τῆς κριτικῆς ἀνάλυσης τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν ἦταν πώς ἡ ἀφήγηση τῆς καθόδου τοῦ Ὀδυσσέως στόν Κάτω κόσμο, δέν ὑπῆρχε στό ἀρχικό σχέδιο τῆς Ὀδυσσείας), καθώς ἐπίσης δέν γνώριζε καί τούς δαίμονες πού κατοικοῦσαν κάτω ἀπό τό ἔδαφος σέ συγκεκριμένα μέρη.

Τριτοπάτορες λοιπόν, πρόπαππος, πάππος καί πατήρ. Ἴσως νά ἦταν καί οἱ πιό παλιοί Διόσκουροι· ἴσως ὅμως – καί αὐτή εἶναι ἡ ἐπικρατέστερη ἄποψη – νά πρόκειται γιά ψυχές νεκρῶν προγόνων.

“Οἱ Τριτοπάτορες”, γράφει ὁ Ρόντε  “πού ἐπικαλοῦνταν στίς γαμήλιες ἑορτές στήν Ἀττική, ὥστε ὁ γάμος νά ἀποδειχθεῖ γόνιμος, δέν ἦταν παρά οἱ ψυχές τῶν προγόνων. Μνημονεύονται ἐπίσης ὡς πνεύματα τοῦ ἀνέμου καί σέ αὐτό παρουσιάζεται, σαφῶς ἤ μή, ἕνα ἀπομονωμένο ὑπόλειμμα τῆς πιό ἀρχαίας πίστης τῶν ἀνθρώπων· τά ἀποθανόντα πνεύματα τῶν νεκρῶν γίνονται πνεύματα τοῦ ἀέρα· τά φαντάσματα πού ταξιδεύουν στούς ἀνέμους εἶναι οἱ ἀπελευθερωμένες ψυχές τῶν νεκρῶν.”

“Μοῦ ἀρέσει περισσότερο ἡ ὀρφική ἀντίληψη”, εἶπες, “πού τούς θεωροῦσε θυρωρούς καί φύλακες τῶν ἀνέμων”.

Καί προτοῦ συνεχίσω τήν ἀφήγηση, ἀκούστηκε βαθιά καί συγκινημένη ἡ φωνή σου νά ἀπαγγέλει.

“Καί μή διηγᾶσαι τίποτε τοῦ ἀγέρα τοῦ παλιοῦ κοιμητηριοῦ./

Μπορεῖ νά μέ προστάξει νά τόν ἀκολουθήσω./

Ἡ κόμη σου μυρίζει ὅλα τ᾿ ἀρώματα τοῦ φεγγαριοῦ, τῆς γῆς καί τοῦ καλοκαιριοῦ./

Πρέπει νά ζήσω, νά ζήσω, μόνο νά ζήσω.”

Ἀνατρίχιασα. Βρισκόμασταν ὄντως σέ παλαιό, ἀρχαῖο κοιμητήριο, μές στό ἱερό ἄβατο τῶν Τριτοπατόρων, φρουρῶν τῶν ἀνέμων, ἐνῶ ἐκείνη ἀκριβῶς τήν στιγμή φύσηξε ἕνας δυνατός φθινοπωρινός ἀγέρας. Κρυφτήκαμε ἀνασηκώνοντας τούς γιακάδες μας. Δέν θέλαμε νά τόν ἀκολουθήσουμε.

Εκδόσεις  GEMA

Read Previous

Δαιμονολογία

Read Next

Η δική μας Ελένη Λαδιά