
Ἀπὸ Δοκιμές, ἐκδ. Ίκαρος Αθήνα 2003
[οι εμφάσεις είναι από την Άμπελο]
[…] Ἕνας ἀρχαῖος συγγραφέας ἐπαινεῖ τὸν Πεισίστρατο ἐπειδὴ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἔδειξε τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια στοὺς Ἀθηναίους. Καθὼς γνωρίζετε, ὁ Πεισίστρατος, στὸν 6ο αἰῶνα π. Χ, ἦταν -σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση- ὁ πρῶτος ποὺ ὅρισε νὰ καταγραφοῦν τὰ ὁμηρικὰ ἔπη. «Ὥς τότε, οἱ ἄνθρωποι ἁπλῶς ἄκουγαν τὰ ποιήματα αὐτά, ἀλλὰ δὲν τὰ ἔβλεπαν, γιατἰ μεταδίδονταν ἀπὸ τὴ φωνὴ τῶν ραψῳδῶν».
Ὁ ἔπαινος αὐτός, ποὺ μπορεῖ σήμερα νὰ μᾶς φαίνεται ἀφελής, σημειώνει ὡστόσο ἕνα σταθμὸ στὴν ἱστορία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος: ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ ποίηση νὰ δείχνεται καὶ ὄχι πιὰ μόνο νὰ ἀκούγεται· ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀρχίζει ἡ μακριὰ γενεαλογία τοῦ βιβλίου· μιὰ ἐξέλιξη πού, περνώντας ἀπὸ τὶς ἀλεξανδρινὲς βιβλιοθῆκες, ἀναπτύσσεται σὲ πελώρια κλίμακα μὲ τὴν ἐφεύρεση τῆς τυπογραφίας, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν ἐξάπλωση —ποὺ τὴ διαπιστώνουμε σήμερα ὄχι χωρὶς κάποια ἀνησυχία— τῆς νεότερης βιομηχανίας τοῦ βιβλίου. Τέλος, ἀπὸ τότε εἶναι ποὺ δημιουργήθηκε μέσα μας αὐτὴ ἡ δεύτερη φύση: ἡ φύση τοῦ ἀναγνώστη.
Ἂς ἐξετάσουμε μιὰ στιγμὴ τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ποίηση ποὺ ἀκούγεται καὶ στὴν ποίηση ποὺ βλέπεται ἢ διαβάζεται. Μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε πὼς ἡ πρώτη ἀναπτυσσόταν πάνω σὲ μιὰ γραμμὴ χαραγμένη ἀπὸ τὴ φωνὴ τοῦ ἀπαγγέλτη· ἡ λέξη δὲν πρόφταινε νὰ μείνει πολλὴ ὥρα παρούσα στὴ νόηση τοῦ ἀκροατῆ· ἔπρεπε νὰ δώσει τὴ θέση της στὴν ἑπόμενη λέξη· ἐξ ἄλλου παρασυρόταν ἀπὸ ἕνα ρυθμὸ ποὺ ἦταν ἀρκετὰ ἁπλὸς ὥστε νὰ εἶναι εὔληπτος. Μπορεῖ κανεὶς νὰ κάνει τὴν ἴδια παρατήρηση γιὰ τὸ στίχο ποὺ ἔχει τὴν τάση νὰ ἀποτελεῖ μιὰν ἑνότητα σχεδὸν ἀνεξάρτητη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὁ ἀκροατὴς μιᾶς τέτοιας ποίησης κυριεύεται πρῶτα ἀπὸ ἕνα εἶδος γοητείας ποὺ τείνει νὰ ἀποκοιμίσει τὸ συλλογιστικό, ὀρθολογιστικό του πνεῦμα. Κατόπι, ὅταν τελειώσει ἡ ἀπαγγελία, φροντίζει νὰ θυμηθεῖ, καὶ γι’ αὐτὸ τοῦτος ὁ στίχος χρησιμοποιεῖ μνημοτεχνικὰ μέσα. Στὴν ἀρχή, οἱ μοῦσες ἦταν θυγατέρες τῆς Μνημοσύνης.
Μοῦ ἀρέσει νὰ φαντάζομαι αὐτὸν τὸν μαγικὸ κύκλο ἀπὸ ἀνθρώπους ὁμαδικὰ ὑποταγμένους στὴ γοητεία ἑνὸς ραψωδοῦ, καὶ ἀγαπῶ ἰδιαίτερα τὴν ἀνθρώπινη φωνή.
Ἡ στάση τοῦ ἀναγνώστη εἶναι πολὺ διαφορετική. Πρῶτα-πρῶτα, εἶναι ὁλομόναχος ἀντίκρυ στὸ ἀνοιχτὸ βιβλίο. Ἔχει μπροστά του μιὰ σελίδα καὶ τὴν κοιτάζει σιωπηλά· μπορεῖ νὰ τὴ γυρίσει πρὸς τὰ πίσω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός· ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ξαναδεῖ τὰ ὅσα ἒχει κιόλα διαβάσει ἢ νὰ κοιτάξει τὸ τέλος τοῦ βιβλίου πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ σταματήσει σὲ μιὰ λέξη, νὰ κοντοσταθεῖ σὲ μιὰ φράση ποὺ δὲν τὴν ἔπιασε καλὰ μὲ τὴν πρώτη ματιά. Ἂν δοῦμε ἕναν ἀναγνώστη τριγυρισμένο ἀπὸ μιὰ βιβλιοθήκη —καὶ κάθε ἀναγνώστης περιβάλλεται ἀπὸ μιὰ βιβλιοθήκη, εἴτε πραγματικὴ εἴτε ἰδεατὴ— μποροῦμε εὔκολα νὰ φανταστοῦμε πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία ποὺ ἔχει διαβάσει, συντελοῦν στὴν ἀνάγνωσή του· πὼς τὸ σύνολο τῶν γνώσεων ποὺ ὁλοένα συσσωρεύονται, προσφέρει στὴν πνευματικὴ ἀκοή του ἕνα μεγάλο χῶρο ἀπὸ ἁρμονικές· πὼς ἡ γραμμὴ ποὺ ἡ φωνὴ τοῦ ἀπαγγέλτη χάραζε στὴν ἀκουστικὴ ποίηση, παραλλάζει ἢ σπάει, καὶ πάντως δὲν εἶναι πιὰ ἡ ἴδια. Ἡ ἀνάγνωση δημιουργεῖ μιὰ διαφορετικὴ στάση, καὶ τούτη ἡ ἀνθρώπινη στάση, ὡς φαίνεται, δὲν ἀναπτύχθηκε χωρὶς νὰ ἐπηρεάσει τοὺς ρυθμοὺς καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ποίησης. Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ ὑποστηρίξω πὼς οἱ μεταβολὲς στὴν ἐκδήλωση τῆς ποίησης δὲν ὀφείλονται καὶ σὲ ἄλλους παράγοντες τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς· ἀσφαλῶς ὀφείλονται, καὶ —πρὶν ἀπὸ ὅλα— στὴν ἀναπόδραστην ἀνάγκη ποὺ ὑποχρεώνει κάθε τέχνη νὰ ἀναπτύσσεται, ἐπὶ ποινῇ θανάτου. Ἐκεῖνο ποὺ προσπαθῶ νὰ ἐξηγήσω, εἶναι πὼς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀναγνώστης ἀντικατάστησε τὸν ἀκροατὴ τῶν ποιημάτων, ἐπίσης συντέλεσε στὴ μεταβολὴ τῆς ψυχολογικῆς μας στάσης ἀπέναντι στὴν ποίηση.