Ο Πόρος από τον Σεφέρη στον Κυραρίνη

Το όνομα «Πόρος», όπως εξηγεί σε γράμμα του ο Σεφέρης προς τον Λόρενς Ντάρελ, «σημαίνει δίοδος. Δίοδος όμως προς τα πού; Αυτό είναι το ερώτημα που μου θέτω λοιπόν εδώ. Μετά την ουδετερότητα, μετά τον πόλεμο, μετά την “απελευθέρωση”, εδώ, μου θέτω το ερώτημα αυτό». Αυτά έγραφε ο ποιητής λίγο μετά την άφιξή του στο νησί, το ’36. Η χώρα θα γνώριζε τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό του Μεταξά κι έναν δεύτερο μεγάλο πόλεμο που θα οδηγούσε σε αιματοκύλισμα την Ευρώπη. Σε τούτη την πλατιά στροφή που κάνει στις μέρες μας η ιστορία του κόσμου, βαραίνει ξανά η σκιά του ολοκληρωτισμού και ενός ακόμη πολέμου. Κάθε στίχος του Σεφέρη είναι μια άσκηση στην ιστορία. Ο λόγος του δεν μιλάει για το παροντικό, για το γεγονός, αλλά εκ-φράζει τη μνήμη. Ο Πόρος σήμερα κρατά κάτι από την προπολεμική Ελλάδα. Δεν έχει χάσει τη θαλπωρή του, είναι απολύτως προσιτός και, παρά τα διαστημικά κρουαζιερόπλοια και τα πολυτελή ιστιοπλοϊκά, τα μικρά βαρκάκια που λειτουργούν ως θαλάσσια ταξί μοιάζουν να δένουν πίσω στο χρόνο. Tα «χρυσόδεντρα» του Πόρου και του Γαλατά, ο φυσικός πλούτος του τόπου, το χρώμα του, το άρωμά του, ορίζουν ένα κόσμο ασάλευτο στην «ανάπτυξη», την αλλαγή.

Το αίσθημα αυτό μοιράζεται ο επισκέπτης του νησιού στην αυλή του «σπιτιού» της Citronne. Η Τατιάνα Σπινάρη φιλοξενεί την περίοδο αυτή (έως 10/9) δύο καλλιτέχνες φίλους από τα χρόνια της σπουδής, τον Αλέκο Κυραρίνη και τον Νίκο Ποδιά. Οι δυο τους εκθέτουν πρώτη φορά μαζί, μια δουλειά που, παρά τις επιμέρους διαφορές, δείχνει να έρχεται από έναν κοινό κάνναβο. Κάθε φορά που επισκέπτομαι το νησί και την γκαλερί του, αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για την πίσω αυλή και την ησυχία που υποβάλλει ο χώρος. Εδώ, τα έργα αναδεικνύονται αβίαστα και φυσικά ως να είναι μέρη ενός τόπου προορισμένου από την ίδια του την παράδοση να δίνει ό,τι καλύτερο έχει. Έτσι μου φανερώθηκε και φέτος μια από τις εικόνες του Κυραρίνη με τίτλο «Κοντόγλειον αφιέρωμα».

Από απόσταση, το έργο μοιάζει με τηνιακό φεγγίτη, που στην αντίθεση των χρωμάτων, του καφεκκόκινου και του φιλντισένιου, προκαλεί στο βλέμμα ρυθμικό παλμό. Μορφολογικά είναι εμφανές ένα κλίμα χριστιανικό, με τον σταυρό στο κέντρο, τους δύο αγγέλους και τις τερατόμορφες φιγούρες ολόγυρα που μοιάζουν με κινούμενα, αρμολογημένα γρανάζια μιας άχρονης σύνθεσης. Δεν είναι ένα έργο λεπτότητας και σχεδιαστικής χάρης (που αναμφίβολα διαθέτει ο ζωγράφος). Δεν είναι αυτό που επιδιώκει. Έχει μία απλή και στέρεη μορφή, η οποία ανήκει στο δίδαγμα μίας τεχνουργίας με λαϊκό χαρακτήρα, όπως ίσως θα άρεσε στον Φώτη Κόντογλου. Ο Κυραρίνης δεν ζωγραφίζει όπως ο αϊβαλιώτης, επιλέγει όμως να τον τιμήσει. Παρόλο που δεν τον ακολουθεί «κατά σχήμα», δείχνεται ένας «ταπεινός κατά πνεύμα ακόλουθος», με τον τρόπο που έγραφε σε μια αποκαλυπτική ομολογία πίστεως ο Τσαρούχης στον Κόντογλου (Μάρτιος του ’62).  

Είναι παράδοξο πώς τα διδάγματα του μαστρο-Φώτη αιμοδοτούν με τρόπους υπόγειους τους σύγχρονους δημιουργούς. Ο Αλέκος Κυραρίνης (1976) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τήνο. Κοντά στον μαρμαρογλύπτη πατέρα του γνώρισε τη λαϊκή και ανατολική χριστιανική παράδοση που τον βοήθησε κατόπιν να επεξεργαστεί και να κατανοήσει βασικές αρχές από τη δυτική τέχνη του μοντερνισμού μα και το αντίστροφο. Ως νεοφώτιστος ζωγράφος διδάχτηκε τη δυτική τέχνη από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, μα με το πέρας του χρόνου συνδυάστηκαν όλα αυτά και δημιουργήθηκε «μέσα σε μία παλλόμενη καρδιά ένας υπαινιγμός και μία ελευθερία» θα πει ο ίδιος. Σε μια σχέση μέθεξης με την παράδοση, συμπληρώνουμε εμείς.

Μέσα στον φυσικό χώρο, σε αυτήν την κοίτη της Citronne, το «αντίδωρο» του Κυραρίνη στον Κόντογλου έρχεται να απαντήσει στο ανοιχτό ερώτημα του Σεφέρη. Και οι δυο διδάσκουν πως η ζωντανή έκφραση δεν εγκλωβίζεται σε διακρίσεις εποχών ή γενεών, αλλά διανοίγεται σε άνευ όρων διάλογο με το αληθινά επίκαιρο. Ένα πέρασμα στη μνήμη που καταφέρνει και γίνεται σημείο ζωής. Αυτό μας το έδειξε καθαρά ο ποιητής στο λόγο του για τον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο. Τι σημαίνει σπουδή του παρελθόντος; Συχνά, μπορεί να εξαντλείται σε μια γνώση των συμβάντων, στη συγκέντρωση εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών. Είναι δυνατόν όμως να οδηγήσει σε βαθύτερη κατανόηση της πράξεως, στο διάλογο με αυτό που συνέβη. Το έργο του Κυραρίνη συνιστά ένα έξοχο παράδειγμα στοχασμού, που χωνεύει δημιουργικά την παράδοση, που δεν τη φοβάται αλλά τη χρησιμοποιεί, που κατορθώνει και διατηρεί ανοιχτό διάλογο μαζί της. Τότε οδηγούμαστε σε μιαν άλλη ανάγνωση της Ιστορίας∙ στην ανάγνωση που επιτρέπει να συνομιλήσουμε με ό,τι φαινόταν νεκρό, που επιτρέπει να παραλάβουμε το μήνυμα που κάθε συμβάν εμπεριέχει.

Τότε «ο ελληνισμός και η παράδοση που τον εκφράζει, ίσταται ενώπιόν μας ως ερώτημα» θα γράψει ο Παναγιώτης Δρακόπουλος στο «Ποιος και γιατί Ελληνισμός» (εναρκτήρια ομιλία στο ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Νοέμβριος 1982). «Είμαστε σε θέση να τον αναζητήσουμε, να αντιληφθούμε τη ζωή μας όχι σαν ένα κύκλο που αρχίζει και τελειώνει με τον εαυτό μας αλλά ως διάβαση και διόδευση; Ο ελληνισμός μας κατευθύνει προς μία απάντηση που δεν προέρχεται, που δεν πρέπει ούτε μπορεί να προέρχεται από τη μόνωση, αλλ΄ από τη μεθεκτική σχέση μας». Σε αυτήν τη σχέση η ΕΠΟΠΤΕΙΑ επιστρέφει για να τιμήσει τον Παν. Δρακόπουλο και τα διδάγματά του.

Read Previous

Ελευθερία;

Read Next

Ποιος φοβάται τον θάνατο;