«Δεν είναι ο θάνατος που μας φοβίζει. Το άγνωστο επέκεινα είναι που μας φοβίζει». Αυτό μου είχε απαντήσει ο Παναγιώτης Δρακόπουλος, όταν τον είχα ρωτήσει εάν φοβάται τον θάνατο, ένα από εκείνα τα αλησμόνητα απογεύματα της «Εποπτείας» κάπου στα 1990- 1991, στον κήπο του σπιτιού όπου έμενε μαζί με την σύζυγό του, Ζηνοβία, στο νούμερο 8 (ή μήπως 5;) της οδού Ικαρίας, στην Κηφισιά. Ήταν τότε που ρουφούσα άπληστα, δαιμονικά, σχεδόν υστερικά κάθε λέξη του, κάθε σκέψη του που εξωτερίκευε, προσπαθώντας να απαντήσει στα δικά μου αλλεπάλληλα ερωτήματα, που τελειωμό δεν είχαν…
Παρόμοια αντίληψη του θανάτου με αυτήν του Δρακόπουλου, έχει και ο Επίκουρος, όταν γράφει «Ενα τίποτα είναι για μας ο θάνατος», γιατί «όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος είναι απών, και όταν ο θάνατος είναι παρών, δεν υπάρχουμε εμείς».
Κι ο Επίκουρος, συνεχίζει: «Ο θάνατος είναι πάντοτε άσχετος με εμάς αν και προκαλεί μεγάλη στενοχώρια σε πολλούς ανθρώπους για μεγάλο διάστημα της ζωής τους. Η έγνοια του θανάτου καλύπτει σαν πέπλο την εμπειρία της ζωής, είτε γιατί οι άνθρωποι προσβλέπουν σε μετά θάνατο ζωή και τρομοκρατούνται και εξευτελίζονται προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια του Θεού, που θα μπορούσε κάλλιστα να τους τιμωρήσει για τις κακές τους πράξεις, είτε γιατί λυπούνται και τρομάζουν με την ιδέα ότι δεν θα υπάρχουν μετά το θάνατό τους.
Όμως δεν υπάρχουν θεοί που να μας απειλούν, μα ακόμα και να υπήρχαν, εμείς δεν θα είμασταν παρόντες για να μας τιμωρήσουν. Η ψυχή μας είναι ένα λεπτό πράγμα που διαλύεται όταν πεθαίνουμε, μα ακόμα κι αν το υλικό της ήταν τέτοιο που να επιβιώνει άθικτο, αυτό για μας πάλι δεν θα σήμαινε τίποτα, γιατί ό,τι έχει σημασία είναι η συνέχεια του βιώματος, η οποία όμως διαρρηγνύεται με τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα. Είναι παράλογο να φοβάσαι την μη ύπαρξή σου, τη στιγμή που ήδη ξέρεις πώς είναι το να μην υπάρχεις, σκέψου την εποχή που δεν είχες ακόμα γεννηθεί: ήταν τόσο απαράδεκτη η ανυπαρξία σου;
Είναι μεγάλο μπέρδεμα το να στεναχωριέσαι για τη θνητότητά σου, κι είναι αχαριστία να αγανακτείς με τους περιορισμούς της ζωής, σαν άπληστος συνδαιτυμόνας που έχει την απαίτηση να του σερβίρουν πιάτα επ’ αόριστον και αρνείται να σηκωθεί από το τραπέζι…».
*****
Και, μια και μιλάμε για τον θάνατο, ας τελειώσει αυτό το κείμενο με την τελευταία σημείωση του Παναγιώτη Δρακόπουλου, λίγες ημέρες πριν μετοικήσει εις τας αιωνίους μονάς. Έγραφε στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook, κάτω από τον πίνακα του Πικάσσο με τίτλο «Ο Γέρος Κιθαρίστας»:
«Με ενδιαφέρει πολύ η απεικόνιση του συναισθήματος στο έργο τέχνης. Στον Πικάσσο, αίφνης, βλέπεις μιαν ένταση συναισθημάτων. Αλλά όχι σε όλα τα έργα, και όχι με όλα τα συναισθήματα. Όταν θέλει να μας δώσει χαρά, θαρρείς πως χοροπηδάει. Ιδίως στα σκίτσα του, δεν κρατιέται. Ωστόσο, ο πιο εκφραστικός της ψυχής Πικάσσο, είναι ο θλιμμένος. Το έργο με τον νεκρό στενό του φίλο Κάρλος Καζαγκέμας, τυλίγεται με βαθειά θλίψη, αλλά ακόμη περισσότερο σπαρακτικά είναι έργα του από τη λεγόμενη μπλέ περίοδο (όπου προσοχή: μπλέ σημαίνει και θλίψη – έτσι που η mommy blue σημαίνει όχι μπλέ μαμά αλλά θλιμμένη μητέρα), όπως Η Τραγωδία και πολλά άλλα έργα του της περιόδου εκείνης. Εν τούτοις, εκφραστικά της βαθύτατης θλίψης δεν είναι μόνο έργα της μπλέ περιόδου. Και σε μεταγενέστερα έργα, η θλίψη εικονίζεται αβάσταχτη, τόσο σε πορτρέτα και αυτοπροσωπογραφίες όσο και σε θεματικά έργα.
Ο γέρος κιθαρίστας δεν είναι μόνον ο γέρος αλλά και η κιθάρα θαρρείς ανήμπορη πια, τη νιώθεις τελειωμένη κι αυτή…».