του Γιώργου Μυλωνά
Το 1954 ο Τίμοθι Γουέαρ, ήταν είκοσι χρόνων. Απόφοιτος της περίφημης σχολής του Ουεστμίνστερ στο Λονδίνο, ακολούθησε σπουδές φιλολογίας στην Οξφόρδη. Μυαλό ξυράφι και με ένα περιβάλλον υποστηρικτικό, είχε μπροστά του λαμπρό μέλλον στα κλασικά γράμματα. Ακολουθώντας την παράδοση των ευρωπαίων περιηγητών, ο Τίμοθι ταξίδεψε τη χρονιά εκείνη με συμφοιτητές στην Ελλάδα, προκειμένου να γνωρίσει από κοντά τα αρχαία μνημεία. Η ομάδα των οξφορδιανών σπουδαστών πέρασε, όπως συνηθίζεται, από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή στο Κολωνάκι. Να πως αφηγείται ο ίδιος το πέρασμα αυτό: «Μια ημέρα καθώς προχωρούσα, ήμουν κοντά στη μονή Πετράκη (κάτω από την οδό Σουηδίας). Άκουσα τις καμπάνες να βαρούν και κανένας από τους τότε συμφοιτητές μου στο βρετανικό σχολείο, ορισμένοι εκ των οποίων ήταν για χρόνια στην Ελλάδα, δεν είχε μπει ποτέ του στην ελληνική εκκλησία, ούτε από περιέργεια και αυτό μου φάνηκε παράξενο. “Πώς γίνεται να σπουδάζουμε την αρχαιότητα και να μην μας ενδιαφέρει τι συνέβη μετά;” διερωτήθηκα» (συνέντευξη στον Δημοσθένη Γκαβέα, Huffpost).
Το ταξίδι της παρέας δεν περιορίστηκε στα μνημεία των Αθηνών, αλλά είχε συνέχεια στην ελληνική επαρχία. Ανάμεσα στα μέρη που οι νεαροί Βρετανοί επισκέφθηκαν, ήταν κι ο Μυστράς. «Το μέρος μου έκανε φοβερή εντύπωση. Επρόκειτο για ολόκληρη βυζαντινή πόλη, εγκαταλελειμμένη μεν, αλλά με τόσες εκκλησίες και αγιογραφίες! Όλα αυτά με ενθουσίασαν και διεύρυναν την αντίληψη που είχα για την Ελλάδα. Τότε κατάλαβα πως δεν υπήρχε μόνο η κλασική Ελλάδα, αλλά και το Βυζάντιο. Εκείνα ήταν από τα καθοριστικά βήματα που διαμόρφωσαν τη ζωή μου».
Ο Τίμοθι ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη, αλλά έστρεψε την αγάπη για τη φιλολογία στην κατανόηση του ορθόδοξου κόσμου. Είδε τη συνέχεια της ελληνικής ταυτότητας στο Βυζάντιο και γοητεύτηκε από το μήνυμα του Χριστιανισμού, που πίστευε πως αξιοποιούσε ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η ελληνική φιλοσοφία, κυρίως, δε, από την απόπειρα να μετουσιωθεί σε κοινωνία. Βαπτίστηκε ορθόδοξος χριστιανός, αλλά δεν εγκατέλειψε τη φιλομάθεια για τη διδασκαλία. Ταξίδεψε στην αμόλυντη ακόμη από τον τουρισμό Πάτμο και έζησε στο θεόπνευστο νησί για να μελετήσει τα χειρόγραφα της μονής. Μέσα στον ιερό βράχο και στα θαλασσοδαρμένα δρομάκια, ο νεαρός διάκος, γνωστός πια στους αδελφούς του ως Κάλλιστος, πρέπει να άκουσε τον χρόνο εκτός αιωνιότητας, το υπερκόσμιο εκτός κόσμου.
Το 2010, μαθητής του Δημήτρη Παυλόπουλου στην Ιστορία της Τέχνης, γνώρισα τον Κάλλιστο Γουέαρ ως Επίσκοπο Διοκλείας. Θέμα του μεταπτυχιακού σεμιναρίου ήταν η ναζαρηνή ζωγραφική στην Ελλάδα κι ο απόηχός της στη σύγχρονη εκκλησιαστική τέχνη. Για τη σύνταξη της εργασίας μου, κουβέντιασα το ζήτημα με καθηγητές, ζωγράφους, κληρικούς και είχα την τύχη να συμπεριλάβω τον περίφημο στοχαστή. Η συνάντηση έγινε στην οικία όπου φιλοξενούνταν τότε, με τη μεσολάβηση της στενής συνεργάτιδάς του, της ιστορικού Νίκης Τσιρώνη. Παραθέτω την απομαγνητοφώνηση της συζήτησης, κατά την οποία μεσολαβούν τα σχόλια – ερωτήματά μου. Μπαίνω αμέσως στο θέμα και τον ρωτώ για το όριο μεταξύ αισθητικής και θρησκευτικής εμπειρίας.
«Η αισθητική ενδιαφέρεται γενικά για το κάλλος, την ομορφιά σε όλες της τις εκφράσεις. Κατά συνέπεια, έχει σχέσεις με τη θρησκευτική εμπειρία, εφόσον πολλές από αυτές τις εκφράσεις έχουν χαρακτήρα θρησκευτικό. Αλλά η αισθητική δεν εμπλέκεται πάντα με τη θρησκευτική εμπειρία, όταν μάλιστα δεν έχει καθόλου θρησκευτικό χαρακτήρα εξωτερικά. Συνεπώς, έχουν επαφή, αλλά δεν είναι ακριβώς ίδιες.
»Κάθε έκφραση της ομορφιάς, του κάλλους, έχει κατά βάση πνευματικό χαρακτήρα. Μολονότι μπορεί να μην έχει εξωτερικά καμία σχέση με τον Χριστό ή την Εκκλησία, εσωτερικά κάθε έκφραση της ομορφιάς είναι έκφραση του κτίσματος ως ποίημα του Θεού. Γι’ αυτό ένα έργο τέχνης μπορεί να μην έχει εξωτερικά θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά, εφόσον είναι πιστό στο ιδεώδες του κάλλους, οπωσδήποτε έχει με έμμεσο τρόπο εσωτερικά, χαρακτήρα πνευματικό».
Οπότε, το ερώτημα είναι: πώς ένα έργο τέχνης γίνεται «ιερό»; Ο Κάλλιστος έδωσε μιαν απάντηση στηριγμένη στην υπερβατική πραγματικότητα κι όχι στον αισθητό κόσμο:
«Εφόσον ο Θεός είναι πηγή του κάλλους και της Αληθείας, κάθε αληθινό έργο τέχνης έχει επαφή με το Θεό. Ίσως ένας ζωγράφος ή συγγραφέας να είναι άθεος, αλλά πάντα η Αλήθεια ανήκει στο Χριστό. Το ίδιο ισχύει και για το έργο τέχνης.
»Κάθε έργο τέχνης που εκφράζει την Αλήθεια, δηλαδή είναι πιστό στις διδαχές του κάλλους, έχει σχέση με τον Χριστό. Ο Θεός είναι παντού, όπου και να κοιτάξουμε, ακόμη κι εκεί που η παρουσία του μπορεί να είναι κρυμμένη. Έτσι, η Αλήθεια που ψάχνει, όχι μόνο ο ζωγράφος, αλλά και ο ερευνητής των φυσικών επιστημών, εκφράζει την Αλήθεια του Χριστού. Τίποτε αληθινό στο κόσμο δεν είναι ξένο στον Χριστό.
»Η παρουσία του Θεού βρίσκεται σε διαφορετικά επίπεδα. Έχουμε την παρουσία του Χριστού μέσα στην Εκκλησία, στα μυστήρια και προπαντός, στη Θεία Ευχαριστία. Αυτό το γεγονός συνιστά την πιο υψηλή μορφή της παρουσίας Του. Αλλά ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Και γι’ αυτό υπάρχει μια παρουσία του Θεού έξω από την Εκκλησία. Υπάρχουν αρκετοί που είναι κοντά στην Εκκλησία, αλλά δεν είναι μέλη της, δε μετέχουν δηλαδή, στη ζωή της Εκκλησίας. Υπάρχουν και πολλοί που δεν πιστεύουν καθόλου, που τάσσονται μάλιστα εναντίον της Εκκλησίας και της πίστεως στο Θεό, αλλά και αυτοί –ανεξάρτητα από τη βούλησή τους– αποτελούν “κτίσματα” του Θεού. Κάθε άνθρωπος είναι κτισμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Έτσι, ο Θεός είναι παρών στην καρδιά πάντων των ανθρώπων. Ίσως δεν τον αναγνωρίζουν, αλλά ο Θεός είναι εκεί. Ο Άγιος Ιωάννης λέει αυτό ακριβώς στον πρόλογο του Ευαγγελίου του: “Φως Χριστού φαίνει πάσι”, δηλαδή Το φως του Θεού φωτίζει όλους τους ανθρώπους. Και γι’ αυτό λέμε πως κάθε έργο τέχνης, αν δεν είναι ψεύτικο, συνιστά έκφραση του Θεού».
Αφήνω ανοιχτό το ερώτημα πότε και πως ένα έργο τέχνης είναι ή μπορεί να είναι ψεύτικο και στέκομαι στον τρόπο αποδοχής της τέχνης: προφανώς άλλο είναι μια θεολογική ερμηνεία της τέχνης και άλλο η αποδοχή ενός έργου τέχνης από τον πιστό. Έθεσα λοιπόν ένα προσωπικό θέμα: έχοντας αυτό το κριτήριο προσεύχεστε ακόμη και μπροστά σε μη βυζαντινές εικόνες;
«Όταν προσεύχομαι ανοιχτά, δηλαδή αισθητώς και εξωτερικώς, πάντα θέλω να χρησιμοποιώ μια ορθόδοξη εικόνα. Διότι οι εικόνες είναι μέρος της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας. Μεταξύ προσευχής και εικόνας υπάρχει μια αμοιβαία σχέση. Μια εικόνα ποτέ δεν είναι μόνο έργο τέχνης, αλλά έχει θρησκευτικό και λειτουργικό χαρακτήρα. Η τέχνη της ιεράς αγίας εικόνας είναι μια λειτουργική τέχνη. Έτσι, όταν προσεύχομαι, θέλω να προσευχηθώ έμπροσθεν μιας εικόνας και όχι ενός άλλου έργου τέχνης.
»Αλλά, όταν βρίσκομαι στα βουνά και βλέπω τα δέντρα, τότε αισθάνομαι την παρουσία του Θεού και μπορώ να προσευχηθώ. Όταν, αντίστοιχα, είμαι μπροστά σε ένα έργο τέχνης, που “μιλά” στη καρδιά μου, τότε μπορώ να προσευχηθώ, αλλά όχι εξωτερικώς και λειτουργικώς. Ο άγιος Παύλος είπε “αδιαλείπτως προσεύχεσθε” και αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και όταν δεν είμαι στην Εκκλησία, κι όταν δεν μετέχω σε μία ιερά ακολουθία, προσεύχομαι.
»Έτσι, δέχομαι το δικαίωμα ενός ζωγράφου ή ενός συγγραφέα να πει “εγώ υπογράφω ως άθεος, δε θέλω να έχω καμία σχέση με την Εκκλησία”. Αλλά εγώ ως Χριστιανός έχω το δικαίωμα να ερμηνεύσω το έργο κατά το δικό μου τρόπο».
Δεν ξέρω αν η απάντηση καλύπτει το ζήτημα. Διότι η συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί ένα πολύ όμορφο τοπίο με δέντρα είναι εντελώς ξένο προς αυτό που αισθανόμαστε βλέποντας τα δέντρα του Σεζάν. Θα ήθελα να θυμίσω ότι εδώ βρίσκεται η διαφορά της σύγχρονης τέχνης από την αρχαιότητα: η τέχνη για τον αρχαίο ήταν μίμησις, και γι αυτό η λέξη ζωγραφική (= ζωο-γραφία). Για τη νεότερη τέχνη, η ζωγραφική ασφαλώς δεν είναι μίμηση. Υπάρχουν πάρα πολλές διατυπώσεις καλλιτεχνών και αισθητικών για το τί είναι η νεότερη τέχνη. Αλλά πέρα από το τί είναι η νεότερη τέχνη, προβληματικός φαίνεται να είναι και ο τρόπος της σε σχέση με την εκκλησιαστική ζωγραφική. Από τη μια έχουμε να κάνουμε με το άνοιγμα στο ένστικτο, το απερίγραπτο και το ανεικονικό, κι από την άλλη έχουμε να κάνουμε με τον κατηχητικό και παιδαγωγικό σκοπό της αγιογραφίας. Μπορεί λοιπόν ο σκοπός της εικόνας να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σημερινού πιστού; Ο Κάλλιστος απαντά:
«Είναι μια ερώτηση, όπου πολλές φορές έκανα στον εαυτό μου και δε βρήκα μιαν ικανοποιητική απάντηση μέχρι τώρα. Δηλαδή, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα στην Ελλάδα και στη Ρωσία η αγιογραφία είχε έντονα δυτική επίδραση κατά τον “τρόπο” του Ραφαήλ ή του Μουρίγιο. Ευτυχώς, κατά το β’ ήμισυ του εικοστού αιώνα έγινε στην Ελλάδα και στη Ρωσία μια αναγέννηση της βυζαντινής παράδοσης της εικονογραφίας. Εδώ στην Ελλάδα είχαμε τον πρωτοπόρο Φώτη Κόντογλου και μεταξύ των Ρώσων της διασποράς τον Ουσπένσκι. Οι δύο τους είχαν μεγάλη επίδραση σε αυτήν την αναγέννηση. Και χαίρομαι τώρα, διότι βλέπω πολλές καινούργιες εικόνες, που είναι ζωγραφισμένες κατά τη βυζαντινή παράδοση. Όταν πριν από πενήντα χρόνια σχεδόν πήγα στο Άγιον Όρος, βρήκα τότε τους μοναχούς ν’ αγιογραφούν κατά το δυτικό ρυθμό και δε μου άρεσε πολύ. Τώρα αυτό είναι σπάνιο στο Άγιον Όρος. Θα δεις ομάδες μοναχών που παρακολουθούν τη βυζαντινή έκφραση.
»Ερωτώ τον εαυτό μου: “θα μπορούσαμε να έχουμε εικόνες κατά τον σύγχρονο τρόπο τέχνης;” Δεν είδα μέχρι τώρα τέτοιες εικόνες, που να με ικανοποιήσουν. Προτιμώ να δω έργα τέχνης σύγχρονων ζωγράφων που δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να φιλοτεχνήσουν άγιες εικόνες κατά τη θρησκευτική σημασία. Αλλά, όταν σύγχρονοι ζωγράφοι αποδίδουν κατά τον τρόπο τους αυτά που – κατά τη γνώμη τους – είναι εικόνες, δεν είμαι ικανοποιημένος. Για ποιο λόγο; Μα γιατί η εικόνα ανήκει στη λειτουργία, στη θρησκευτική ζωή της Εκκλησίας. Και στη Θεία Λειτουργία, όπως τελείται σήμερα, δεν είχαμε αλλαγές για πολλούς αιώνες. Αν η Θεία Λειτουργία έχει βυζαντινό χαρακτήρα, η εικόνα ως μέρος της πρέπει επίσης να έχει χαρακτήρα βυζαντινό.
»Το ίδιο ισχύει και για το ναό. Είδα στην Αμερική προσπάθειες να οικοδομήσουν ορθόδοξους ναούς με έναν σύγχρονο ρυθμό. Συγκεκριμένα στο Μιλγούοκι, όπου έχουμε μια ορθόδοξη εκκλησία από τον αρχιτέκτονα Frank Lloyd Wright, το κτίριο ως έργο τέχνης παρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά ως ναός δεν είναι καθόλου κατάλληλος για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Συνεπώς, εικόνα, ναοδομία και Θεία Λειτουργία αποτελούν μία ενότητα, γι’ αυτό και δε μπορούμε να έχουμε μία σύγχρονη έκφραση εικόνας. Τούτη είναι η απάντησή μου, μολονότι δε με ικανοποιεί ολοκληρωτικά.
»Είναι ενδιαφέρον βέβαια, να δούμε στη μουσική την περίπτωση των Ρώσων που έγραψαν τη Θεία Λειτουργία κατά μία σύγχρονη μορφή. Ο Τσαϊκόφσκι στην εποχή του και τώρα ο Τσεσνακώφ και άλλοι στη Ρωσία χρησιμοποιούν σύγχρονες φόρμες στη μουσική. Έχουμε, βέβαια, και το παράδειγμα της Δύσης, με τον Tavener στην Αγγλία και τον Arvo Pärt στη Λιθουανία. Δεν καταλαβαίνω, όμως, γιατί αυτό συμβαίνει με τη μουσική και όχι με την εικονογραφία. Βλέπω άλλωστε, ότι κι εδώ στην Ελλάδα δε χρησιμοποιείται στις ακολουθίες μουσική της σύγχρονης εποχής, παρά μόνο βυζαντινή».
Κρατώ για άλλη περίπτωση το εύλογο ερώτημα: αν ο πιστός μπορεί να προσευχηθεί με το Triodion του Pärt, σε τι διαφέρει από τον δυτικό που προσεύχεται με τα Κατά Ματθαίον του Μπαχ; Επιμένω, λοιπόν, στο θέμα της εικόνας. Ας γυρίσουμε σε ένα πιστό που έχει μαζί του εικόνες δυτικού ύφους και προσεύχεται σ’ αυτές. Τι θα του λέγατε; Πως αυτή η ζωγραφική στερείται κάλλους, στερείται αληθείας;
«Η βυζαντινή εικονογραφία είναι αυτή που θέλω να βλέπω όταν πηγαίνω στη Θεία Λειτουργία. Και στο σπίτι μου χρησιμοποιώ βυζαντινές εικόνες ή σύγχρονες εικόνες κατά το βυζαντινό ρυθμό. Ίσως θα ήθελα να έχω κι άλλα ζωγραφικά έργα με θρησκευτικά θέματα, αλλά δε θα τα χρησιμοποιούσα ως εικόνες. Βλέπω, βέβαια, πολλούς Χριστιανούς ν’ αγαπούν εικόνες δυτικού χαρακτήρα. Για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος ρώσος άγιος του 19ου αι., ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, είχε μια εικόνα στο κελί του, την οποία αγαπούσε πολύ. Καθημερινά προσευχόταν μπροστά στη “Θεοτόκο, τη χαρά των πάντων”, που ήταν εντελώς δυτικού χαρακτήρα.
»Προσωπικά θέλω να δω και στο ναό και στο σπίτι μου εικόνες που είναι πιστές στη βυζαντινή παράδοση, αλλά δε θέλω να βάλω έναν ζυγό ανάγκης στους άλλους. Η ψυχή του ανθρώπου εκφράζεται με διαφορετικές μορφές. Και δε θέλω να κατακρίνω κανέναν».
Όταν ο Αντρέ Μαλρώ –ένας στοχαστής με σπάνια αισθητική εμπειρία- γράφει ότι η εικόνα «Ο Χριστός εν δόξει» στη Βενετία είναι η ωραιότερη εικόνα που έχει δει στη ζωή του, εκφράζει μια αισθητική άποψη, και όχι μια θρησκευτική λειτουργική στιγμή της ζωής του. Η εικόνα αυτή (έργο του 14ου αι, που δώρισε η κόρη του Νοταρά Άννα Παλαιολογίνα στον Ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου Βενετίας) είναι πράγματι έξοχη, αλλά αυτοί που προσευχήθηκαν μπροστά της, αυτοί που μίλησαν στον Εικονιζόμενο βλέποντάς την, δεν το έκαναν επειδή πρόκειται για σπουδαίο έργο τέχνης. Σαν το Μαλρώ στεκόμαστε κι εμείς μπροστά σε εικόνες της Δύσης. Δεν προσευχόμαστε, θαυμάζουμε. Δε φταίει η προοπτική και ο τρόπος απεικόνισης των αγίων. Φταίει (αν φταίει κάτι) το απλό γεγονός ότι βλέπουμε ένα έργο του Φρα Αντζέλικο ή του Ραφαήλ και δε βλέπουμε μια Παναγία.
Στην καθαρή από σύμβολα αξία της, η εικόνα ξεπερνάει την τέχνη αλλά και την ερμηνεύει επίσης. Μπορούμε να θαυμάσουμε χωρίς επιφύλαξη τα έργα μεγάλων μαστόρων όλων των αιώνων και να φτάσουμε στην κορυφή της τέχνης. Η εικόνα θα παραμένει πάντα λίγο πιο «εκεί», όπως η Βίβλος θα βρίσκεται στο πιο «εκεί» της λογοτεχνίας και της παγκόσμιας ποίησης. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, η καθαρή τέχνη θα είναι πάντα αισθητικά πιο ψηλά από την τέχνη των εικονογράφων διότι ακριβώς αυτή η τελευταία δεν αναζητά την αισθητική πληρότητα. Ακόμα και η κατάχρησή της θα έβλαπτε την εικόνα, θα κινδύνευε να αποπροσανατολίσει το εσωτερικό βλέμμα της αποκάλυψης του Μυστηρίου∙ ακριβώς, όπως μια μεταγραφή της Βίβλου από τον Όμηρο ή τον Γκαίτε, θα ζημίωνε την ίδια την ουσία του βιβλικού λόγου.
Ο Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware γεννήθηκε στo Μπαθ της Αγγλίας το 1934 με το όνομα Timothy Ware. Σπούδασε αρχαία ελληνικά, λατινικά, φιλοσοφία και θεολογία στην Οξφόρδη. Έγινε δεκτός στην Ορθόδοξη Εκκλησία το Πάσχα του 1958, ενώ το 1965 χειροτονήθηκε διάκονος· τον ίδιο χρόνο εκάρη μοναχός στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Επιστρέφοντας στην Οξφόρδη αναλαμβάνει καθήκοντα εφημερίου στην ελληνική ορθόδοξη ενορία, ενώ παράλληλα εκλέγεται Λέκτωρ στον κλάδο των Ορθόδοξων Ανατολικών Σπουδών Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Το 1982 εκλέγεται επίσκοπος Διοκλείας από την Σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ο πρώτος Βρετανός που αναδεικνύεται από την εποχή του σχίσματος. Έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών για το πλούσιο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του (στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα βιβλία του “Ο ορθόδοξος δρόμος”, “Η ορθόδοξη εκκλησία”, “Η δύναμη του ονόματος”, “Η εντός ημών βασιλεία” κ.ά. κι ο ίδιος έχει μεταφράσει στα αγγλικά τα “Μηναία”, το “Τριώδιο” και την “Φιλοκαλία” (από κοινού με τον μακαριστό Ph. Sherrard), ενώ ήταν συνεκδότης του γνωστού θεολογικού περιοδικού “Sobornost”.