Δ. Ν. Μαρωνίτης: Οι μεγάλοι Απόλογοι

Από το Δ. Ν. Μαρωνίτης & Λ. Πόλκας Αρχαϊκή επική ποίηση: από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2007.

[…]

Απείθαρχη και συνάμα πειθαρχική η “Μεγάλη Νέκυια” στον τρια­δικό κανόνα των “Μεγάλων Απολόγων”, υπερασπίζεται τον εξαιρετι­κό της ρόλο, προχωρώντας σε μεγαλύτερο βάθος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποκαλύπτει τον βυθό της Οδύσσειας, κάτω από την τρι­κυμισμένη επιφάνειά της, όπου σμίγουν τα δύο γονιμότερα σπέρμα­τα του έπους: ο νόστος και ο θάνατος. Το γεγονός ότι ο Οδυσσέας οφείλει να κατέβει στον Άδη, για να μάθει από τη σκιά του μάντη Τει­ρεσία (του μόνου εχέφρονα νεκρού στον κάτω κόσμο) την εξέλιξη και την έκβαση του νόστου του (αλλά και το οριστικό τέλος της ζωής του), δείχνει ότι νόστος και θάνατος επικοινωνούν εδώ μεταξύ τους· ότι στην παραδειγματική αυτή περίπτωση ο θάνατος γίνεται αγωγός του νό­στου· ότι ο νόστος οφείλει να περάσει μέσα από τον αγωγό του θα­νάτου για να συντελεστεί· ότι ο νόστος αποτελεί αποδοχή και συνά­μα υπέρβαση του θανάτου.

Υπάρχει στην πέμπτη ραψωδία μια παρομοίωση που εικονογραφεί αποκαλυπτικά αυτό τον συνειρμό θανάτου και νόστου: ο Οδυσσέας, συντριμμένος από τον Ποσειδώνα ναυαγός μεταξύ Ωγυγίας και Σχερίας, στο όριο θανάσιμης εξάντλησης, ανυψωμένος στην κορυφή ενός κύματος, βλέπει επιτέλους αντίκρυ του στεριά, και ξαφνικά τον συνε­παίρνει αναστάσιμη αγαλλίαση (ε 388-398):

Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,

είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.

Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή

με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,

γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.

Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά· όπως τον σήκωσε

ψηλά ένα μεγάλο κύμα, την είδε μπρος του με το κοφτερό του μάτι.

Πόση αγαλλίαση νιώθουν παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους –

τον είχε βρει και τον κρατούσε στο κρεβάτι

βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ· μέρα τη μέρα έλιωνε,

καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός· και τώρα

που οι θεοί τού λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του,

αγάλλεται· τόση αγαλλίαση φέρνει στον Οδυσσέα η θέα

της στεριάς της δασωμένης.

Ανάλογο συνειρμό νόστου και θανάτου υπονοούν και τα ετυμολογικά λεξικά. Όπου το ουσιαστικό νόστος και το ρήμα νοστέω σημασιολογούνται ως δείκτες απροσδόκητης σωτηρίας κάποιου μετά από θα­νάσιμη αρρώστια.

Το ζεύγος ωστόσο νόστου-θανάτου εμφανίζεται και στην κρίσιμη εκείνη ακμή του έπους, όταν ο Οδυσσέας μεταφέρεται ενύπνιος, με το αυτόματο καράβι των Φαιάκων, στην Ιθάκη, εξαντλώντας τον εξω­τερικό του νόστο και εγκαινιάζοντας τώρα τον εσωτερικό του νόστο. Πρόκειται για τους στίχους 70-92 της δέκατης τρίτης ραψωδίας, ως τελευταίο σταθμό των “Μεγάλων Απολόγων”. Σ’ αυτό λοιπόν το πλαί­σιο ο βαθύς ύπνος που έχει απορροφήσει τον Οδυσσέα, σε όλη τη διάρ­κεια της θαλασσινής επιστροφής του προς την πατρίδα, χαρακτηρί­ζεται με τρία, φαινομενικώς αντιφατικά μεταξύ τους, κατηγορούμε­να. Ονομάζεται: νήδυμος, νήγρετος και θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς. Που πάει να πει: ύπνος γλυκύς, αξύπνητος, με θάνατο απαράλλακτος. Εδώ λοιπόν νόστος και θάνατος προς στιγμή εξισώνονται, και το ίσον της παράξενης αυτής εξίσωσης το καταλαμβάνει ο ύπνος.

Με άλλα λόγια, ο ύπνος γίνεται αρμός μεταξύ νόστου και θανάτου, σχηματίζοντας τώρα το ανθρωπολογικό και ανθρωπογνωστικό τρίπτυ­χο: “νόστος-ύπνος-θάνατος”. Υπενθυμίζεται ότι στον Ησίοδο Ύπνος

και Θάνατος θεωρούνται, αδέλφια. Ως αδελφοί εξάλλου στην Ιλιάδα επιφορτίζονται από τον Δία να μεταφέρουν στην πατρική Λυκία το νε­κρό σώμα του γιου του Σαρπηδόνα, εκτελώντας την αποστολή ενός νεκρώσιμου νόστου (Π 676-683). Ο νόστος βέβαια του Οδυσσέα δεν εί­ναι νεκρώσιμος, όπως του Σαρπηδόνα και του Έκτορα στην Ιλιάδα. Η “Μεγάλη Νέκυια” της Οδύσσειας ωστόσο δείχνει ότι κάθε ασυντέλεστος νόστος ακουμπά στο όριο του θανάτου. Πως πρέπει να περάσει από το σύνορο αυτό, για να συντελεστεί, ώστε έτσι να γυρίσει σε προ­σωρινή ανάσταση. Γιατί, τον τελευταίο λόγο, έτσι κι αλλιώς, τον έχει ο θάνατος. Καλόδεκτος, όταν έρχεται στην ώρα του, καταπώς λέει ο Τει­ρεσίας στον Οδυσσέα, προλέγοντας τα τέλη της ζωής του (λ 134-137):

Ο θάνατός σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ’ τη θάλασσα,

ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θα ‘ρθει για να σε σβήσει

σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου λαοί,

όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου,

αλάνθαστος κι αληθινός.

Read Previous

Olof Gigon: Η επάρκεια των αρχαίων και η ανεπάρκεια των φιλολόγων

Read Next

Όμηρος: Νέκυια