Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς ραψωδίες: κ καὶ λ, μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθῆναι 1995
Σημείωση: επιλέγουμε από τις ραψωδίες, μολονότι συμμεριζόμαστε πλήρως την άποψη του Δ. Μαρωνίτη ότι η επιλογή τραυματίζει το κείμενο (δες εξήγηση στο μελέτημα του Δ. Μαρωνίτη που περιέχει το αφιέρωμά μας). Επιλέγουμε ελπίζοντας ότι το αφιέρωμα θα αυξήσει στον αναγνώστη μας την διάθεση να σκύψη πάνω στον Όμηρο και να στοχασθεί για το τί ο Όμηρος και τί ο αναγνώστης, τί ο Οδυσσέας και τί τα πάθη, τί η Κίρκη, ο Άδης, κι ο μάντης, τί η συνομιλία με τον νεκρό και τί το ταξίδι. Υπάρχουν πράγματα που δεν καθορίζονται, ίσως και διότι δεν θέλουν να γίνονται τόσον σαφή και πρόδηλα εντός μας.
[…]
Ὅμως ἐγὼ στὴν κλίνη τὴν περίκαλλη τῆς Κίρκης βρέθηκα,
κι ἐκεῖ γονατιστὸς παρακαλοῦσα, μὲ τὴ θεὰ ν’ ἀκούει τὴ φωνὴ μου·
τὴν φώναξα μὲ τ’ ὄνομά της καὶ μιλώντας
τὰ λόγια μου πετοῦσαν σὰν πουλιά:
«Ὦ Κίρκη, τὴν ὑπόσχεσή σου κάνε πράξη, ὅπως καὶ τὸ ὑποσχέθης,
πὼς θὰ μὲ στείλεις πίσω στὴν πατρίδα· μέσα μου πιὰ ἡ ψυχή μου
πεταρίζει, ὅσο καὶ τῶν συντρόφων μου ποὺ μοῦ σπαράζουν
τὴν καρδιὰ θρηνώντας, ὅταν ἐσὺ κάπου καὶ λίγο ἀπομακρύνεσαι».
Ἀκούγοντας τὰ λόγια μου, ἀμέσως μοῦ ἀποκρίθηκε ἡ μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι τῶν θεῶν, γιὲ τοῦ Λαέρτη, πολυμήχανε Ὀδυσσέα,
ἂν δὲν τὸ θέλετε, κι ἐγὼ δὲν θέλω κι ἄλλο νὰ μείνετε σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι·
ὅμως σᾶς μέλλεται μιὰ ἄλλη ὁδός, ποὺ νὰ τὴν φέρετε σὲ πέρας·
γιατί σᾶς πρέπει πρῶτα νὰ φτάσετε στοῦ Ἅδη τὸ παλάτι,
ἐκεῖ ποὺ ἀνήμερη ἡ Περσεφόνη κατοικεῖ·
νὰ πάρετε χρησμὸ ἀπ’ τοῦ Θηβαίου Τειρεσία τὴν ψυχή,
τοῦ μάντη ἐκείνου τοῦ τυφλοῦ, ποὺ ἡ γνώση του ἀκέραιη πάντα μένει·
γιατί, ἀκόμη κι ὅταν πέθανε, ἡ Περσεφόνη τοῦ ἄφησε τὸν νοῦ του ἀνέπαφο,
μόνος αὐτὸς νὰ ‘ναι στὰ συγκαλά του καὶ νὰ σκέφτεται· οἱ ἄλλοι ὅμως
περιφέρονται ἄδειες σκιές».
Ἔτσι μοῦ μίλησε, ἐμένα ὡστόσο ράγισε ἡ καρδιὰ μου·
θρηνοῦσα καθισμένος στὸ κρεβάτι της, δὲν ἤθελε ἡ ψυχή μου
ἄλλο νὰ ζῶ, καὶ πῶς νὰ δῶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου!
Καὶ μόνον ὅταν, σὰν κουβάρι κυλισμένος, χόρτασα πιὰ τὸ κλάμα μου,
πῆρα τὸν λόγο καὶ τὴν ρώτησα:
«Ὦ Κίρκη, ποιὸς τοῦ δρόμου μας θὰ γίνει κυβερνήτης;
γιατί θαρρῶ στὸν Ἅδη, ὣς τώρα, ἄλλος κανεὶς δὲν ἔφτασε
μὲ μελανὸ καράβι».
Ἀκούγοντας τὰ λόγια μου, ἀμέσως μοῦ ἀποκρίθηκε ἡ μεγαλόπρεπη θεά:
«Βλαστάρι τῶν θεῶν, γιὲ τοῦ Λαέρτη, πολυμήχανε Ὀδυσσέα,
νὰ μὴ σὲ βασανίζει ποιὸς θὰ κυβερνήσει τὸ καράβι σου·
νὰ στήσεις μόνο τὸ κατάρτι, νὰ ἀνοίξεις τὰ λευκὰ πανιά,
καὶ φτάνει· τὸ πλοῖο θὰ ἀρμενίσει μὲ τοῦ βοριᾶ τὸ φύσημα.
Κι ὅταν μὲ τὸ καράβι σου περάσεις πέρα ὥς πέρα τὸν Ὠκεανό,
ὅπου θὰ δεῖς μιὰ χαμηλὴν ἀκτὴ κι ἄλση τῆς Περσεφόνης,
μὲ σκοῦρες καὶ μεγάλες λεῦκες, ἰτιὲς ποὺ δὲν προφταίνουν νὰ καρπίσουν —
ἐκεῖ ἐμπιστεύσου τὸ πλεούμενο στὸν ἴδιο τὸν Ὠκεανό,
μὲ τὶς βαθιές του δίνες· ἐσὺ τὸν δρόμο τράβηξε
γιὰ τὸ ἄραχλο παλάτι τοῦ Ἅδη.
Κάπου συμβάλλουν στὸν Ἀχέροντα δυὸ ποταμοί,
Πυριφλεγέθων καὶ Κωκυτὸς — τρέχει κι αὐτὸς ἀπ’ τὸ νερὸ τῆς Στύγας·
εἶναι ἕνας βράχος μεσιανὸς ἐκεῖ, ποὺ πάνω του χτυποῦν τὰ δυὸ ποτάμια,
σμίγοντας μεταξύ τους μὲ δοῦπο τρομερό.
Ὅταν, γενναῖε μου, χωθεῖς ἐκεῖ, ὅσο μπορεῖς πιὸ μέσα,
καθὼς σοῦ παραγγέλλω,
σκάψε ἕνα λάκκο ὣς ἕνα πήχη, ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές,
καὶ γύρω-γύρω τὶς χοές σου πρόσφερε σ’ ὅλους τοὺς πεθαμένους·
μέλι καὶ γάλα πρῶτα, μετὰ γλυκὸ κρασί, τέλος νερό· καὶ πάνω ἐκεῖ
πασπάλισε λευκὸ κριθάλευρο.
Δεήσου τότε στὰ ἀδύναμα κεφάλια τῶν νεκρῶν πώς,
ὅταν φτάσεις στὴν Ἰθάκη, μιὰν ἀγελάδα στείρα, τὴν καλύτερη,
θὰ θυσιάσεις στὸ παλάτι, ρίχνοντας στὴν πυρὰ
πάμπολλα δῶρα καὶ λαμπρά·
στὸν Τειρεσία, χωριστά, κατάμαυρο τραγὶ πὼς θὰ προσφέρεις,
μόνο σ’ αὐτόν, νὰ ξεχωρίζει ἀνάμεσα στὰ πρόβατά σου.
Κι ὅταν μὲ τὶς εὐχές σου λιτανεύσεις τὸ σμάρι τῶν διάσημων νεκρῶν,
σφάξε κριάρι ἀρσενικὸ καὶ προβατίνα μαύρη, προσέχοντας
νὰ βλέπει, τὸ κεφάλι τους στὸ Ἔρεβος· ὁ ἴδιος ὅμως, τὸ μάτι σου ἀπὸ κεῖ
ἀποστρέφοντας, κοίταζε τὶς ροὲς τοῦ ποταμοῦ.
Θὰ φτάσουν τότε οἱ πολλὲς ψυχὲς τῶν πεθαμένων ποὺ ἀφανίστηκαν.
Τὴν ὥρα ἐκείνη κίνησε τοὺς συντρόφους σου, παράγγειλέ τους,
τὰ σφάγια ποὺ θὰ κείτονται στὸ χῶμα, θανατωμένα ἀπὸ τὸν ἄσπλαχνο
χαλκό, νὰ γδάρουν καὶ νὰ κάψουν, ἐνῶ πρὸς τοὺς θεοὺς θὰ δέονται,
τὸν ἀκατάλυτο Ἅδη, τὴν τρομερὴ τὴν Περσεφόνη.
Ὁ ἴδιος, τὸ σπαθὶ τραβώντας ἀπὸ τὸν μηρό σου, μεῖνε ἐκεῖ
ἀμετακίνητος, καὶ μὴν ἀφήσεις τῶν νεκρῶν τὰ ἀδύναμα κεφάλια,
νὰ σκύψουν στὸ αἷμα, προτοῦ τὸν Τειρεσία ρωτήσεις νὰ σοῦ πεῖ.
Γιατί θὰ φτάσει ὁ μάντης πάραυτα, γιὰ χάρη σου ἀρχηγέ,
νὰ σοῦ ἐξηγήσει τὴν ὁδό, τοῦ δρόμου σου τὰ μέτρα,
τὸν νόστο σου, πῶς θὰ περάσεις τὸ ψαρίσιο πέλαγο».
Μιλώντας, πρόβαλε σὲ λίγο, πάνω σὲ θρόνο ὁλόχρυσο, ἡ Αὐγή.
Γύρω μου τότε ἡ Κίρκη πέρασε χλαμύδα, μοῦ φόρεσε καὶ τὸν χιτώνα.
Ἡ ἴδια ἡ νύμφη ντύθηκε τὸ φόρεμά της — μακρύ, ἀστραφτερό,
λεπτό, χαριτωμένο· ζώνει τὴ μέση της μ’ ὄμορφη ζώνη
ὁλόχρυση, ἔριξε στὸ κεφάλι της μαντήλα.
Κι ἐγώ, περνώντας ἀπὸ κάμαρη σὲ κάμαρη, παρακινοῦσα τοὺς συντρόφους,
μιλώντας μὲ μειλίχια λόγια, ἀπὸ κοντὰ καὶ στὸν καθένα χωριστά:
«Πιὰ μὴν κοιμᾶστε, δοσμένοι στὸν γλυκύ σας ὕπνο·
ὥρα νὰ φύγουμε· τὸ ποῦ καὶ πῶς, μοῦ τὰ ἐξήγησε ἡ σεβάσμια Κίρκη».
Ἔτσι τοὺς μίλησα, καὶ συγκατένευσε στὰ λόγια μου περήφανη ἡ ψυχή τους.
Ὅμως δὲν ἦταν τὸ γραφτό μου οὔτε ἀπὸ κεῖ νὰ πάρω
τοὺς συντρόφους ἄβλαβους.
Κάποιος Ἐλπήνωρ, ὁ πιὸ νέος ἀπ’ ὅλους, μήτε στὴ μάχη καὶ πολὺ
γενναῖος, μήτε καὶ στὸ μυαλό του τόσο γνωστικὸς —
αὐτὸς λοιπόν, γυρεύοντας δροσιά, πῆγε καὶ πλάγιασε παράμερα
ἀπὸ τοὺς ἄλλους μου συντρόφους,
στὸ δῶμα ἐπάνω τοῦ ἱεροῦ σπιτιοῦ τῆς Κίρκης,
μὲ τὸ κεφάλι του βαρὺ ἀπ’ τὸ πολὺ κρασί.
Τότε, ἀκούγοντας θόρυβο καὶ φωνὲς τῶν ἄλλων ποὺ κινοῦσαν,
πετάχτηκε ἀπ’ τὸν ὕπνο ξαφνιασμένος καί, παραζαλισμένος, χάνει
τὸν δρόμο του, ποὺ θὰ κατέβαινε πάλι τὴ σκάλα τὴν ψηλή·
ἀπὸ τὴ στέγη πέφτοντας, γκρεμίστηκε μὲ τὸ κεφάλι, σύντριψε
τοῦ λαιμοῦ τοὺς ἀστραγάλους, κι εὐθὺς κατέβηκε
στὸν Ἅδη ἡ ψυχή του.
Στὸ μεταξύ, μόλις οἱ σύντροφοί μου συναθροίστηκαν, ἐγὼ τοὺς μίλησα:
«Ἴσως καὶ νὰ φαντάζεσθε πὼς ξεκινοῦμε γιὰ τὸ σπίτι,
γιὰ τὴ γλυκιὰ πατρίδα· ἡ Κίρκη ὡστόσο μᾶς συμβούλευσε τὸν ἄλλο δρόμο,
πρὸς τὸ παλάτι τοῦ Ἅδη, τῆς φοβερῆς τῆς Περσεφόνης,
νὰ πάρουμε χρησμὸ ἀπ’ τοῦ Θηβαίου Τειρεσία τὴν ψυχή».
Ἀκούγοντας τὸν λόγο μου, σπάραξε ἡ φτωχὴ καρδιά τους·
κάθονται κάτω, στήνουν θρῆνο γοερό, τραβοῦσαν τὰ μακριὰ μαλλιά τους —
ὅμως τὸ τόσο κλάμα τους δὲν ἔφερνε ὄφελος κανένα.
Κι ὅσο ἐμεῖς κινούσαμε νὰ φτάσουμε στὸ γρήγορο καράβι,
στὸ περιγιάλι τῆς θαλάσσης, μὲ τὴν καρδιὰ βαριά, χύνοντας μαῦρο δάκρυ,
πρόλαβε ἡ Κίρκη, ἔφτασε πρώτη, κι ἔδεσε
στὸ μαῦρο πλοῖο πρόβατο μαῦρο θηλυκὸ — εὔκολα, πολὺ εὔκολα
μᾶς εἶχε προσπεράσει. Ποιὸς θὰ μποροῦσε ἀλήθεια ἕνα θεό,
ἂν δὲν τὸ θέλει ὁ ἴδιος, μὲ τὰ θνητά του μάτια κάποιος νὰ τὸν δεῖ,
ὅταν αὐτὸς ἐδῶ κι ἐκεῖ κυκλοφορεῖ ἀθέατος;
Νέκυια
Ὅταν σὲ λίγο κατεβήκαμε στὴ θάλασσα, στὸ πλοῖο,
πρώτη μας μέριμνα νὰ σύρουμε τὸ πλοῖο στὸ ἁλμυρό, θεῖο νερό·
ὅπου καὶ στήσαμε κατάρτι, καὶ πανιὰ στὸ μαῦρο μας καράβι,
μέσα τὰ πρόβατά μας φέραμε, τέλος κι ἐμεῖς βρεθήκαμε ἐπάνω
στὸ πλεούμενο, μὲ τὴν καρδιὰ βαριά, χύνοντας μαῦρο δάκρυ.
Γιὰ χάρη μας, ὡστόσο, πίσω στὸ κυανόπρωρο καράβι,
στέλνει τὸν οὔριο ἄνεμο, ποὺ τὰ πανιὰ φουσκώνει, καλό μας σύντροφο,
ἡ Κίρκη καλλιπλόκαμη, θεὰ ποὺ δέος φέρνει, μὲ τὴν ἀνθρώπινη μιλιά της.
Κι ἀφοῦ πάνω στὸ πλοῖο τ’ ἄρμενα, ἕνα πρὸς ἕνα, τὰ φροντίσαμε,
μείναμε καθιστοὶ — ἐκεῖνο γύρευε τὸν δρόμο μόνο του,
κυβερνημένο ἀπὸ τὸν ἄνεμο.
Ὅλη τὴ μέρα, μ’ ἀνοιχτὰ πανιά, ποντοποροῦσε,
ὡσότου ὁ ἥλιος ἔδυσε κι ὅλοι οἱ μεγάλοι δρόμοι βούλιαξαν στὸ σκοτάδι.
Ἔφτανε τὸ καράβι πιὰ στὰ πέρατα τοῦ Ὠκεανοῦ μὲ τὶς βαθιὲς ροές,
ὅπου τῶν Κιμμερίων ἀνδρῶν ἡ χώρα καὶ ἡ πόλη —
ἀπὸ τὰ νέφη σκεπασμένοι καὶ τὴν καταχνιά, ποτὲ
τὸ φῶς τοῦ Ἥλιου δὲν τοὺς βλέπει μὲ τὶς λαμπρὲς ἀκτίνες του,
μήτε κάθε φορὰ ποὺ ἀνηφορίζει ψηλὰ στὸν ἔναστρο οὐρανό,
μήτε καὶ σὰν κατηφορίζει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάλι στὴ γῆ·
νύχτα βαριὰ καὶ παγερὴ κρέμεται πάνω τους, σ’ αὐτοὺς
τοὺς δύστυχους βροτούς.
Στὰ μέρη ἐκεῖνα φτάνοντας, τραβήξαμε τὸ πλοῖο στὴν ἄμμο, φέραμε
καὶ τὰ πρόβατα ἒξω· ὕστερα ἐμεῖς, στοῦ Ὠκεανοῦ τὸ ρεῦμα πλάι
πηγαίνοντας, βρεθήκαμε στὸν τόπο ἐκεῖ ποὺ ἡ Κίρκη μᾶς ἐξήγησε.
Ἐκεῖ τὰ σφάγια ὁ Περιμήδης κι ὁ Εὐρυλοχος γερὰ
κρατοῦσαν· κι ἐγὼ τραβώντας μυτερὸ σπαθὶ ἀπ’ τὸν μηρό μου,
ἄνοιξα λάκκο ὣς ἕναν πήχη —φάρδος, πλάτος—
κι ἔχυνα γύρω ἀπὸ τὰ χείλη του σπονδὲς πρὸς ὅλους τοὺς νεκρούς·
πρῶτα μέλι μὲ γάλα, κρασὶ μετὰ γλυκό, τρίτο νεράκι,
καὶ πάνω ἐκεῖ πασπάλιζα λευκὸ κριθάλευρο.
Παρακαλοῦσα ἐπίμονα τὰ ἀδύναμα κεφάλια τῶν νεκρῶν·
ἂν φτάσω στὴν Ἰθάκη, τάζω ἕνα βόδι θηλυκὸ καὶ στεῖρο, τὸ καλύτερο,
νὰ σφάξω στὸ παλάτι μου, νὰ κάψω στὴν πυρὰ σκεύη πολύτιμα·
στὸν Τειρεσία χωριστά, μόνο σ’ αὐτόν, πὼς θὰ προσφέρω
κατάμαυρο κριάρι, ποὺ ξεχωρίζει στὸ κοπάδι μας.
Κι ἀφοῦ μὲ τάματα καὶ παρακάλια τὸ σμάρι τῶν νεκρῶν
λιτάνευσα, πιάνω τὰ πρόβατα, κι ἐκεῖ στὸν λάκκο κόβω
τὸν λαιμὸ τους — ἔτρεχε μαῦρο τὸ αἷμα τους. Κι εὐθὺς μαζεύτηκαν,
ἀπὸ τὸ ἔρεβος τοῦ κάτω κόσμου, ψυχὲς νεκρῶν ποὺ ὁ θάνατος τοὺς βρῆκε:
νύφες, παλικαράκια, συφοριασμένοι γέροντες,
κορίτσια τόσο τρυφερά, μὲ λαβωμένη τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸ πρόωρο πένθος·
πολλοὶ κι οἱ χτυπημένοι ἀπὸ κοντάρια χάλκινα,
ἄντρες ποὺ πολεμώντας ἔπεσαν, στὸ χέρι τους κρατώντας
ματοβαμμένα τὰ ὅπλα τους.
Αὐτοὶ λοιπόν, τόσοι καὶ τόσοι, γύρω στὸν λάκκο συναθροίστηκαν,
καθένας κι ἀπ’ ἀλλοῦ, σηκώνοντας ἀνήκουστη βοή· κι ἐμένα
μὲ συγκλόνισε τρόμος χλωρός.
Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, παρακινώντας τοὺς συντρόφους, πρόσταξα,
τὰ ζῶα ποὺ σφαγμένα κείτονταν ἀπὸ τὸν ἀνελέητο χαλκό,
νὰ γδάρουν καὶ νὰ κάψουν, ὑψώνοντας εὐχὲς πρὸς τοὺς θεούς,
στὸν κρατερὸ τὸν Ἅδη, στὴν τρομερὴ τὴν Περσεφόνη.
Στὴν ὥρα μου κι ἐγώ, τραβώντας ἀπὸ τὸν μηρὸ τὸ ὀξύ μου ξίφος,
ἐκεῖ στεκόμουν καὶ δὲν ἄφηνα τὰ ἀδύναμα κεφάλια τῶν νεκρῶν
νὰ σκύψουν στὸ αἷμα, προτοῦ τὸν Τειρεσία ρωτήσω γιὰ νὰ μάθω.
Πρώτη ἡ ψυχὴ τοῦ Ἐλπήνορα ἦλθε, τοῦ συντρόφου μου·
δὲν εἶχε ἀκόμη ταφεῖ στὸ χῶμα, κάτω ἀπὸ τὸ πλατὺ στέρνο τῆς γῆς,
τὸ σῶμα του· ἐμεῖς τὸ ἀφήσαμε στῆς Κίρκης τὸ παλάτι
ἄκλαυτο κι ἄταφο· μᾶς πίεζε τ’ ἄλλο βαρὺ καθῆκον.
Μόλις τὸν εἶδα δάκρυσα καὶ τὸν συμπόνεσε ἡ καρδιά μου,
ἀμέσως τὸν προσφώνησα, κι ὅπως τοῦ μίλησα,
τὰ λόγια μου πέταξαν σὰν πουλιά:
«Ἐλπήνορα, πῶς ἔφτασες ἐδῶ, κάτω στὸ ζοφερὸ σκοτάδι;
μὲ πρόλαβες πεζοπορώντας, ἐμένα μὲ τὸ μαῦρο μου καράβι».
Στὰ λόγια μου βογγώντας ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε:
«Γέννημα τοῦ Διός, γιὲ τοῦ Λαέρτη, πολυμήχανε Ὀδυσσέα,
μὲ σύντριψε ἑνὸς δαίμονα μοίρα κακὴ καὶ τὸ ἄμετρο κρασί·
στῆς Κίρκης τὸ παλάτι, στὸν ὕπνο βυθισμένος πλάγιασα στὸ δῶμα,
κι ὁ νοῦς μου σκοτισμένος δὲν μ’ ἄφησε νὰ κατεβῶ τὴν ἴδια
σκάλα τὴν ψηλὴ ποὺ ἀνέβηκα· γκρεμοτσακίστηκα μὲ τὸ κεφάλι
ἀπὸ τὴ στέγη· ἔτσι συντρίφτηκαν οἱ ἀστράγαλοι
στὸν σβέρκο μου, κι εὐθὺς στὸν Ἅδη κατέβηκε ἡ ψυχή μου.
Μὰ τώρα σὲ ξορκίζω, στὸ ὄνομα ἐκείνων πού σοῦ λείπουν,
γιὰ τὴ γυναίκα σου μιλῶ, γιὰ τὸν πατέρα ποὺ μικρὸν σ’ ἀνάθρεψε,
γιὰ τὸν Τηλέμαχο ποὺ μόνον του, μοναχογιὸ τὸν ἄφησες στὸ σπίτι.
Τὸ ξέρω, μόλις ἀφήσεις τοὺς δόμους τοῦ Ἅδη, θὰ πιάσεις
πάλι στὸ νησὶ τῆς Αἴας μὲ τὸ καλόχτιστο καράβι σου.
Ἐκεῖ λοιπὸν σὰν φτάσεις, παρακαλῶ σε, ἄρχοντά μου, νὰ μὲ θυμηθεῖς·
μὴ φύγεις καὶ μ’ ἐγκαταλείψεις ἄταφον, ἄκλαυτο,
κι ἔτσι μὲ χωριστεῖς, μήπως σοῦ γίνω ἡ ἀφορμὴ καὶ πέσει πάνω σου
ὀργὴ θεοῦ· πρῶτα κᾶψε τὸ σῶμα μου, μαζὶ καὶ τ’ ἅρματά μου,
τὰ δικά μου· ὕστερα σῆμα ἀνύψωσε γιὰ χάρη μου
στὸ περιγιάλι τῆς θαλάσσης — ἑνὸς ποὺ ἡ δυστυχία τὸν τσάκισε,
νὰ βλέπουν οἱ μελλούμενοι καὶ νὰ μὲ μνημονεύουν.
Κι ὅταν μ’ αὐτὰ τελειώσεις, στήριξε τὸ κουπὶ στὸν τύμβο μου,
αὐτὸ ποὺ εἶχα ζωντανός, ὅσο κωπηλατοῦσα μὲ τοὺς ἄλλους μου συντρόφους».
Μοῦ μίλησε, κι ἐγὼ στὸν λόγο του ἀποκρίθηκα:
«Ὦ δύστυχε, ὅσα ζητᾶς θὰ γίνουν, δὲν θὰ σοῦ λείψει τίποτε».
Οἱ δυό μας τότε, συναλλάσσοντας λόγια λυπητερά,
μέναμε ἀντίκρυ ἕνας στὸν ἄλλο: στὴ μιὰ μεριὰ ἐγώ, μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι,
φυλάγοντας τὸ αἷμα· στὴν ἄλλη ἡ σκιά τοῦ ἑταίρου,
μιλοῦσε κι ἔλεγε πολλά.
Κι ἦλθε ἡ ψυχὴ τῆς μάνας μου — εἶχε στὸ μεταξὺ πεθάνει,
ἡ Ἀντίκλεια, κόρη τοῦ μεγαλόκαρδου Αὐτολύκου,
ποὺ ζωντανὴ τὴν ἄφησα πηγαίνοντας στὴν ἅγια Τροία.
Τὴν εἶδα, καὶ τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα, λύπη ἡ ψυχή μου·
ὡστόσο τὴν ἐμπόδισα στὸ αἷμα νὰ σιμώσει,
μ’ ὅλο ποὺ μ’ ἔτρωγε ὁ καημός, προτοῦ τὸν Τειρεσία
ρωτήσω γιὰ νὰ μάθω.
Κι ἦλθε καὶ τοῦ Θηβαίου Τειρεσία ἡ ψυχή· κρατοῦσε
τὸ χρυσό του σκῆπτρο, ἀμέσως μ’ ἀναγνώρισε καὶ μὲ προσφώνησε:
«Γέννημα τοῦ Διός, γιὲ τοῦ Λαέρτη, πολυμήχανε Ὀδυσσέα,
πῶς καὶ γιατί, ὦ δύστυχε, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ἐγκαταλείποντας,
ἦλθες ἐδῶ νὰ βρεῖς νεκροὺς σ’ αὐτὸν τὸν ἔρμο τόπο;
Ὡστόσο τώρα ἀπὸ τὸν λάκκο παραμέρισε καὶ πέρα κάνε
μὲ τὸ κοφτερὸ σπαθί σου· αἷμα νὰ πιῶ, γιὰ νὰ σοῦ πῶ
τὴν πάσα ἀλήθεια».
Ὑπάκουσα στὰ λόγια του κι ἀμέσως ὑποχώρησα, τὸ ξίφος μου
μὲ τ’ ἀργυρὰ καρφιὰ μπῆκε ξανὰ στὴ θήκη του· ἐκεῖνος ἤπιε
ἀπὸ τὸ μαῦρο αἷμα, καὶ τότε γύρισε στὸ μέρος μου
κι ἔτσι μοῦ μίλησε ὁ τέλειος μάντης:
«Τὸν νόστο σου γυρεύεις, γλυκὸν σὰν μέλι, Ὀδυσσέα περίφημε·
ὅμως κάποιος θεὸς θὰ σοῦ σταθεῖ στὸν δρόμο σου φραγμός· γιατὶ
δὲν τὸ πιστεύω πὼς θὰ ξεχάσει ὁ Κοσμοσείστης ἐκείνη τὴν ὀργὴ
ποὺ ἄναψε μέσα του, ὅταν χολώθηκε μαζί σου, ποὺ τύφλωσες
τὸν ἴδιο του τὸν γιό.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ἔστω μὲ βάσανα καὶ πάθη, μπορεῖ καὶ νὰ νοστήσετε,
φτάνει νὰ συγκρατήσεις τὶς ὁρμές σου, ἐσὺ κι οἱ σύντροφοί σου,
ὅταν θ’ ἀράξεις κάποτε μὲ τὸ καράβι σου γερὸ
στῆς Θρινακίας τὸ νησί, γλιτώνοντας ἀπὸ τὸ μπλάβο πέλαγο·
θὰ βρεῖτε ἐκεῖ βόδια νὰ βόσκουν θηλυκά, πρόβατα μαλλιαρὰ —
στὸν Ἥλιο ἀνήκουν, ποὺ τὰ πάντα βλέπει ἀπὸ ψηλά, τὰ πάντα ἀκούει.
Ἀνίσως καὶ δὲν τὰ πειράξεις, στὸν νόστο σου προσηλωμένος,
μπορεῖ, ἔστω μὲ βάσανα καὶ πάθη, νὰ φτάσετε καὶ στὴν Ἰθάκη·
ἂν ὅμως τὰ πειράξεις, τότε προβλέπω ὄλεθρο
γιὰ τὸ καράβι σου καὶ τοὺς συντρόφους· ἀλλὰ καὶ σύ, ποὺ ἴσως γλιτώσεις,
λέω πὼς ἀργὰ κι ἄσχημα θὰ γυρίσεις πίσω,
θὰ χάσεις ὅλους τους συντρόφους,
θὰ ταξιδέψεις σὲ καράβι ξένο· ὅμως κι ἐκεῖ, στὸ σπίτι σου, σὲ περιμένουν
ἄλλες συμφορές, μνηστῆρες ἀλαζόνες, ποὺ μαδοῦν τὸ βιό σου,
ποὺ θέλουν τὴν ἰσόθεη γυναῖκα σου δική τους,
τάζοντας δῶρα γιὰ τὴ νύφη.
Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, γυρίζοντας, θὰ ἐκδικηθεῖς τὴν ἀδικία αὐτή.
Ὅταν ὡστόσο τοὺς μνηστῆρες, στὸ παλάτι,
μὲ τὸν χαλκὸ ποὺ κόβει τοὺς σκοτώσεις, εἴτε μὲ δόλο ἢ καὶ φανερά,
τότε πιάσε στὸ χέρι σου κουπὶ καλὰ ἁρμοσμένο,
καὶ κίνησε ὥσπου νὰ φτάσεις σ’ ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶδαν θάλασσα,
ποὺ ἁλατισμένο δὲν τρῶν τὸ φαγητό τους·
δὲν ξέρουν κὰν τὰ πλοῖα, βαμμένα κόκκινα στὰ μάγουλά τους,
ἢ τὰ καλὰ κουπιά, ποὺ γίνονται φτερὰ τῶν καραβιῶν.
Καὶ θὰ σοῦ πῶ κι ἄλλο σημάδι πεντακάθαρο — μὴν τὸ ξεχάσεις·
ὅταν στὸν δρόμο σου βρεθεῖ ὁδοιπόρος
νὰ πεῖ πὼς λιχνιστῆρι φέρνεις στὸν ὄμορφό σου ὦμο,
τότε κι ἐσὺ μπῆξε στὸ χῶμα τὸ καλάρμοστο κουπί,
καὶ πρόσφερε θυσίες καλὲς στὸν μέγα Ποσειδώνα —
κριάρι, ταῦρο, κάπρο ποὺ καβαλάει γουρούνια·
ὕστερα γύρνα στὴν πατρίδα σου, ἐκεῖ θυσίασε
μιὰν ἑκατόμβη στοὺς ἀθάνατους θεοὺς ποὺ τὸν πλατὺ οὐρανὸ κατέχουν,
σ’ ὅλους μὲ τὴ σειρά.
Ὁ θάνατός σου, λέω, θὰ σὲ βρεῖ ἀπόμακρα ἀπ’ τὴ θάλασσα,
ἥσυχος καὶ γλυκός, τέτοιος θὰ ‘ρθεῖ γιὰ νὰ σὲ σβήσει
σὲ βαθιά, μεστὰ γεράματα· καὶ γύρω σου λαοί,
ὅλοι θὰ ζοῦν εὐτυχισμένοι. Αὐτὸς ὁ λόγος μου,
ἀλάνθαστος κι ἀληθινός».
Ἔτσι μοῦ μίλησε, κι ἐγὼ τοῦ ἀνταποκρίθηκα:
«Τὸ ξέρω τώρα, Τειρεσία· τὴ μοίρα μου τὴν ἔκλωσαν μόνοι τους οἱ θεοί.
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο νὰ μοῦ πεῖς, μὴν κρύψεις τὴν ἀλήθεια·
βλέπω μπροστά μου τὴν ψυχὴ τῆς πεθαμένης μάνας μου,
ἀμίλητη κοντὰ στὸ αἷμα, νὰ μὴν μπορεῖ τὸν ἴδιο της τὸν γιὸ
στὰ μάτια νὰ ἀντικρίσει, κὰν νὰ τὸν προσφωνήσει.
Ὦ μάντη, πές μου πῶς θὰ γίνει ν’ ἀναγνωρίσει τὸ ποιὸς εἶμαι,
πὼς εἶμαι ζωντανός;».
Ἔτσι τοῦ μίλησα κι αὐτὸς πῆρε τὸν λόγο ἀμέσως, εἶπε:
«Εὔκολη συμβουλὴ θὰ πῶ, γιὰ νὰ τὴν στοχαστεῖς·
ὅποιος ἀπ’ τοὺς νεκρούς, ποὺ ὁ θάνατος τοὺς βρῆκε,
σιμώσει στὸ αἷμα, αὐτὸς θὰ σοῦ μιλήσει τὴν ἀλήθεια·
σ’ ὅποιον ὅμως τὸ αἷμα τὸ ἀρνηθεῖς, θὰ ὑποχωρήσει καὶ θὰ φύγει».
Αὐτὰ μοῦ μήνυσε ἡ ψυχὴ τοῦ μάντη Τειρεσία, καὶ πίσω κίνησε
γιὰ τὸ παλάτι τοῦ Ἅδη, ἀφοῦ τὰ θέσφατα προφήτεψε.
Ὅσο γιὰ μένα, ἀκίνητος στεκόμουν· τότε κι ἡ μάνα μου
πλησίασε, ἤπιε τὸ μαῦρο αἷμα, κι ἀμέσως μὲ ἀναγνώρισε·
ὀλοφυρόμενη πῆρε νὰ μοῦ μιλᾶ καὶ πέταξαν τὰ λόγια της σὰν τὰ πουλιά:
«Γιέ μου, πῶς ἦλθες ζωντανὸς σ’ αὐτὸ τὸ ζοφερὸ σκοτάδι;
Δύσκολο ὅσοι ζοῦν νὰ δοῦν τὸν κόσμο μας, καὶ πῶς!
Μεγάλοι μᾶς χωρίζουν ποταμοί, φριχτὰ νερά,
ὁ ἴδιος ὁ Ὠκεανός· ποὺ ἕνας πεζὸς δὲν τὸ μπορεῖ
νὰ τὸν περάσει, ἐκτὸς κι ἂν ἔχει πλοῖο ἀκαταμάχητο.
Ἢ μήπως ἔρχεσαι στὸν κάτω κόσμο ἀπὸ τὴν Τροία,
χρόνια ὁλόκληρα παραδαρμένος, μὲ τὸ καράβι σου
καὶ τοὺς συντρόφους; ἴσως δὲν πῆγες στὴν Ἰθάκη κὰν·
δὲν εἶδες τὴ γυναῖκα σου στὸ ἀρχοντικό σου;».
Ρωτοῦσε ἐκείνη, κι ἐγὼ τῆς ἀποκρίθηκα:
χρησμὸ γυρεύοντας ἀπ’τοῦ Θηβαίου Τειρεσία τὴν ψυχή.
Ὄχι, ἀκόμη δὲν ἀκούμπησα τῶν Ἀχαιῶν τὴ χώρα, μήτε καὶ πάτησα
τὸ χῶμα τῆς πατρίδας μου· χρόνια πολλὰ
παραδαρμένος, στὴ συμφορά μου βυθισμένος ζῶ, ἀφότου
τότε, στὴν ἀρχή, κινοῦσα, τὸν θεϊκὸ Ἀγαμέμνονα ἀκολουθώντας,
καὶ βρέθηκα στὸ Ἴλιο μὲ τὶς καλὲς φοράδες, τοὺς Τρῶες νὰ πολεμῶ.
Ἄλλο γυρεύω τώρα νὰ μοῦ πεῖς, μὴν κρύψεις τὴν ἀλήθεια·
ποιὰ μοίρα τάχα νὰ σὲ δάμασε ἀμείλικτου θανάτου;
ἀρρώστια ποὺ δὲν ἔχει τελειωμό; ἡ Ἄρτεμη, ποὺ ξέρει πυκνὰ τὰ βέλη της
νὰ ρίχνει, σὲ βρῆκε καὶ σὲ σκότωσε;
Πές μου ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν πατέρα, τὸν γιό μου ποὺ ἐγκατέλειψα·
τὴ βασιλεία μου κρατοῦν ἀκόμη ἐκεῖνοι; ἢ μήπως κιόλας ἔπεσε
σὲ ξένα χέρια, αὐτῶν ποὺ λὲν πὼς πιὰ δὲν θὰ γυρίσω πίσω.
Πὲς καὶ γιὰ τὴ γυναίκα ποὺ παντρεύτηκα, μίλησε γιὰ τὸ φρόνημα
καὶ τὴ βουλή της· στέκει στὸ πλάι τοῦ γιοῦ της, φύλακας σταθερὸς
τῶν ἀγαθῶν μου; ἢ μήπως τὴν πῆρε κιόλας ἄλλος στὸ κρεβάτι του,
ἀπὸ τοὺς Ἀχαιοὺς ὁ πιὸ καλὸς κι ὡραῖος;».
Αὐτὰ τὴν ρώτησα, κι εὐθὺς μοῦ ἀπάντησε ἡ σεβαστή μου μάνα:
«Ἡσύχασε, ἐκείνη μένει ἐκεῖ, καὶ κάνει ὑπομονή,
στὸ σπίτι σου κλεισμένη· στὴ θλίψη
σβήνουν, χάνονται οἱ μέρες ὅλες κι ὅλες της οἱ νύχτες,
πνίγεται στὸ κλάμα.
Γιὰ τὴ βασιλικὴ τιμὴ σου· ὄχι, κανεὶς ἀκόμη δὲν τὴν ἅρπαξε·
ἥσυχος ὁ Τηλέμαχος ὁρίζει τὰ μετόχια καὶ στὰ τραπέζια παίρνει
ἄρτιο τὸ μερτικό του, ὅπως ταιριάζει σ’ ὅποιον τὸ δίκιο κρίνει καὶ μοιράζει·
γιατὶ ἀκόμη ὅλοι τὸν καλοῦν.
Ὅσο γιὰ τὸν πατέρα σου, αὐτὸς ἀδιάκοπα μένει ἔξω στὰ χωράφια·
δὲν κατεβαίνει πιὰ στὴν πόλη· δὲν ἔχει νὰ πλαγιάσει
καλοστρωμένη κλίνη, μὲ φλοκάτες, σεντόνια ἀστραφτερά.
Σὰν βαρυχειμωνιάσει, κοιμᾶται στὸ ὑποστατικό, μαζὶ μὲ δούλους,
καταγῆς, πλάι στὴ φωτιά, ντυμένος στὰ κουρέλια του.
Ὅταν καλοκαιριάζει πάλι, ἔρχεται ὁ θέρος, μεστώνουν οἱ καρποί,
τότε παντοῦ, ὅπου βρεθεῖ, στοὺς κήπους, σὲ πλαγιὲς κι ἀμπέλια,
μαζεύει τὰ πεσμένα φύλλα, καὶ κουρνιάζει ταπεινά.
Κείτεται ἐκεῖ περίλυπος, τὸ πένθος μέσα του
μέρα τὴ μέρα αὐξάνει, ποθώντας τὸν δικό σου νόστο,
καὶ τὸν βαραίνουν τὰ γεράματα.
Ἔτσι κι ἐμένα χάθηκε ἡ ζωή μου, ἔτσι μὲ βρῆκε ὁ θάνατος·
ὄχι, μὲς στὸ παλάτι δὲν μὲ πέτυχε ἡ θεὰ
πού, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντοῦ τὸν στόχο της·
δὲν πῆγα ἀπ’ τὰ πυκνὰ δικά της βέλη, μήτε κι ἔπεσε πάνω μου
ἀρρώστια μισητή, αὐτὴ ποὺ μαραζώνει τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου
καὶ βγάζει τὴν ψυχή του.
Μόνον ὁ πόθος μου γιὰ σένα, τὸ ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρὲ Ὀδυσσέα,
γιὰ τὴν εὐγενική σου καλοσύνη — αὐτά μοῦ στέρησαν
τὴ γλύκα τῆς ζωῆς».
Τόσα μου εἶπε, ὅμως ἐγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τὴν ψυχή της ν’ ἀγκαλιάσω, τῆς πεθαμένης μάνας μου·
ὅρμησα τρεῖς φορές, ποθώντας νὰ τὴν σφίξω πάνω μου,
καὶ τρεῖς φορὲς μέσα ἀπ’ τὰ χέρια, σὰν τὴ σκιά, σὰν τὸ ὄνειρο,
μοῦ πέταξε. Κάθε φορὰ καὶ πιὸ πολὺ ἔσφαζε ὁ πόνος τὴν καρδιά μου,
ὥσπου τῆς μίλησα φωνάζοντας, μὲ λόγια ποὺ πετοῦσαν σὰν πουλιά:
«Μάνα μου, πῶς δὲν στέκεις νὰ σὲ πιάσω, ποὺ σὲ λαχταρῶ;
ἔλα, κι ἐδῶ στὸν Ἅδη, δένοντας χέρια νὰ σφιχταγκαλιαστοῦμε
οἱ δυό μας, παρηγοριὰ νὰ βροῦμε στὸν φριχτό μας θρῆνο.
Ἐκτος καὶ ἄν, ἀγέρωχη ἡ Περσεφόνη, μόνον τὸν ἄδειον ἴσκιο σου
μοῦ στέλνει, νὰ ὀδύρομαι βαριά, καὶ πιὸ πολὺ ν’ ἀναστενάζω».
Ἔτσι τῆς μίλησα, κι ἡ σεβαστή μου μάνα τότε μοῦ ἀποκρίθηκε:
«Ἀλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο ὅσο κανεὶς ἄλλος στὸν κόσμο,
ὄχι δὲν σ’ ἀπατᾶ ἡ Περσεφόνη, ἡ θυγατέρα τοῦ Διός.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μοίρα τῶν βροτῶν, ὅταν κάποιος πεθαίνει·
δὲν συγκρατοῦνε πιὰ τὰ νεῦρα του τὶς σάρκες καὶ τὰ κόκαλά του·
ὅλα τους τὰ δαμάζει τὸ μένος τῆς πυρᾶς
ποὺ λαμπαδιάζει, ἀφοῦ ἡ ζωή του φύγει κι ἀφήσει τὰ λευκά του ὀστὰ –
μόνο ἡ ψυχὴ πάει πέταξε, σὰν ὄνειρο, καὶ φτερουγίζει.
Ὡστόσο εἶναι πιὰ καιρὸς τὸ φῶς νὰ ἐπιθυμήσεις,
καὶ μὴν ἀργεῖς· μάθε κι αὐτά, ὅλα ποὺ βλέπεις γύρω σου,
γιὰ νά, μπορεῖς νὰ τὰ ἱστορήσεις κάποτε στὴ γυναίκα σου».
Οἱ δυό μας συναλλάσσαμε τὰ λόγια μας ἀκόμη, ἀλλὰ
πλησίασαν κι ἄλλες γυναῖκες τώρα — ἡ φημισμένη Περσεφόνη
τὶς παρότρυνε· ὅσες ὑπῆρξαν σύζυγοι καὶ θυγατέρες
διάσημων ἡρώων.
Ἐκεῖνες γύρω ἀπὸ τὸ μαῦρο αἷμα σμάρι συναθροιστῆκαν,
κι ἀναρωτήθηκα ἐγὼ πῶς νὰ τὶς ξεχωρίσω καὶ καθεμιὰ νὰ τὴν ρωτήσω.
Κι ὅπως τὸ συλλογίστηκα, αὐτὴ ἡ ἀπόφαση μοῦ φάνηκε ἡ καλύτερη·
τὸ κοφτερὸ σπαθὶ τραβώντας ἀπὸ τὸ σφιχτὸ μερί μου,
δὲν ἄφησα νὰ πιοῦν τὸ μαῦρο αἷμα ὅλες μαζί.
Ἔτσι μὲ τὴ σειρά, ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη πίνοντας αἷμα,
τὸ γένος της ἐξιστοροῦσε, κι ἐγὼ τὶς ρώτησα ὅλες.
[…]
Πῆρε ὁ Ἀλκίνοος ξανὰ τὸν λόγο, τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄνομά του:
«Ὦ Ὀδυσσέα, μ’ ὅλα ποὺ βλέπουμε μπροστά μας,
κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σὲ πεῖ ἀπατεώνα ἢ ψεύτη,
ὅπως εἶναι πολλοὶ ποὺ βόσκουν πάνω σ’ αὐτὴ τὴ μαύρη γῆ,
ἄνθρωποι σκορπισμένοι ποὺ ψέματα σκαρώνουν,
ὅσα δὲν βάζει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐσένα ὡστόσο καὶ τὰ λόγια σου ἔχουν μορφὴ καὶ τὸ μυαλό σου λάμπει·
ξέρεις τὴν τέχνη νὰ ἱστορεῖς, σὰν ἀοιδὸς μὲ ἄρτια γνώση,
καὶ τῶν Ἀργείων τὰ βάσανα καὶ τὰ δικά σου
πάθη τὰ λυπητερά.
Μὰ τώρα πές μου κάτι ἀκόμη, τὸ ἐξηγεῖς μὲ κάθε ἀκρίβεια·
ἀνίσως εἶδες κάτω ἐκεῖ κάποιους ἀπ’ τοὺς ἰσόθεους ἑταίρους,
ὅσοι στὴν Τροία βρέθηκαν μαζί σου κι ὅσους τοὺς βρῆκε ὁ θάνατος.
Ἡ νύχτα αὐτὴ εἶναι μεγάλη, ἀτελείωτη· δὲν ἔφτασε ἡ ὥρα
ἀκόμη νὰ κοιμηθοῦμε στὸ παλάτι· πές μου
λοιπὸν τὰ θαυμαστά σου ἔργα· κι ἐγὼ θά ‘μενα ξάγρυπνος
ὥσπου νὰ ξημερώσει ἡ θεία αὐγή, ἂν δέχεσαι κι ἐσύ, μέσα στὸ σπίτι μου
νὰ μοῦ ἱστορήσεις τὰ δικά σου πάθη».
Τοῦ ἀνταπάντησε μιλώντας ὁ Ὀδυσσέας πολυμήχανος:
«Ἀλκίνοε βασιλιά, ποὺ διαπρέπεις σ’ ὅλον τὸν λαό σου,
ἔχουν τὴν ὥρα τους κι οἱ διηγήσεις ποὺ μακραίνουν, ἔχει
τὴν ὥρα του κι ὁ ὕπνος. Ἂν ὅμως φλέγεσαι κι ἄλλο ν’ ἀκούσεις,
δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ θὰ τὸ ἀρνιόμουν· μπορῶ κι ἄλλες πικρότερες
νὰ σοῦ ὁμολογήσω ἱστορίες, τὰ πένθη τῶν ἑταίρων μου ποὺ χάθηκαν
μετά· ἐνῶ στὴν Τροία ξέφυγαν τὴν ταραχὴ τῆς μάχης καὶ τοὺς στεναγμούς,
ἐπῆγαν τοῦ χαμοῦ στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς —
κι ὅλα γιὰ χάρη μιᾶς ὀλέθριας γυναίκας.
Ἀφοῦ λοιπὸν τὶς σκόρπισε ἡ Περσεφόνη ἁγνή,
κάθε ψυχὴ κι ἀλλοῦ, τὶς τρυφερὲς γυναῖκες,
ἦλθε τοῦ Ἀγαμέμνονα ἡ ψυχή, γιοῦ τοῦ Ἀτρέα,
λυπημένη· γύρω της συναθροίστηκαν κι ἄλλες ψυχές, ὅσοι
στὸ ἀρχοντικό του Αἰγίσθου ἔπεσαν μαζί του
κι ἐκεῖ τοὺς βρῆκε ὁ θάνατος.
Μόλις ἐκεῖνος ἤπιε ἀπὸ τὸ μαῦρο αἷμα, ἀμέσως μὲ ἀναγνώρισε,
πῆρε νὰ κλαίει σπαραχτικά, τὸ δάκρυ του ἔτρεχε ποτάμι,
ἁπλώνοντας τὰ χέρια του, ποθοῦσε νὰ μ’ ἀγγίξει·
ὅμως δὲν μπόρεσε, γιατί τοῦ εἶχε λείψει ἡ δύναμη,
ἐκείνη ἡ ρώμη, ποὺ ἄλλοτε στήριζε τὰ εὐλύγιστά του μέλη.
Κι ὅπως τὸν εἶδα, δάκρυσα, πλημμύρισε ἡ ψυχή μου ἔλεος,
τὸν φώναξα μὲ τὸ ὄνομα καὶ πέταξαν
τὰ λόγια μου σὰν τὰ πουλιά:
«Ἀτρείδη τιμημένε, ὦ Ἀγαμέμνονα, μὲ τὸν λαὸ καὶ τὸν στρατό σου,
ποιὰ μοίρα νὰ σὲ δάμασε, ποιὸς ἀνελέητος θάνατος;
Μήπως σὲ τσάκισε ὁ Ποσειδώνας στὰ καράβια σου,
σ’ ἅρπαξε θύελλα φριχτή, μ’ ἀνέμους φοβερούς;
μήπως σὲ χάλασαν ἐχθροὶ ἐπάνω στὴ στεριά,
ποὺ γύρεψες νὰ κόψεις βόδια; ἢ ὄμορφο κοπάδι γιδοπρόβατα;
ἢ πολεμώντας γιὰ μιὰ πόλη τειχισμένη; ἢ γιὰ γυναῖκες;».
Ἔτσι τοῦ μίλησα, κι ἐκεῖνος μοῦ ἀποκρίθηκε μὲ τὸ ὄνομά μου:
«Γέννημα τοῦ Διός, γιὲ τοῦ Λαέρτη, πολυμήχανε Ὀδυσσέα,
ὄχι, μήτε ὁ Ποσειδώνας στὰ καράβια μου μὲ τσάκισε,
μὲ θύελλα φριχτή, μ’ ἀνέμους φοβερούς,
μήτε κι ἐχθροὶ μὲ χάλασαν κάπου σὲ μιὰ στεριά·
ὁ Αἴγισθος συντέλεσε τὴ μοίρα τοῦ θανάτου μου,
αὐτὸς μὲ σκότωσε, μαζὶ κι ἡ δολερὴ γυναίκα μου· ἐνῷ μὲ κάλεσε
στὸ σπίτι νὰ δειπνήσω, μ’ ἔσφαξε σὰν τὸ βόδι στὸ παχνί.
Ἐκεῖ μὲ βρῆκε ὁ θάνατος, οἰκτρότατος· καὶ γύρω οἱ σύντροφοί μου
σκοτωμένοι, ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, σάμπως γουρούνια μ’ ἄσπρα δόντια
ποὺ σφάζονται στὸ ἀρχοντικὸ κάποιου μὲ δύναμη καὶ πλούτη,
σὲ γάμο, γλέντι συντροφικό, γιορτὴ μεγάλη.
Εἶδες ἐσὺ καὶ ξέρεις ἀπὸ φονικό, ὅπου οἱ νεκροὶ σωριάζονται
μονομαχώντας ἕνας μὲ τὸν ἄλλο ἢ πολεμώντας σ’ ἄγρια μάχη.
Ἂν ὅμως τά ‘βλεπες ἐκεῖνα, τότε θὰ σπάραζε ἡ καρδιά σου πιὸ πολὺ·
ποὺ γύρω στὸν κρατήρα, σὲ κατάφορτα τραπέζια, βρεθήκαμε
νεκροὶ μὲς στὸ παλάτι, κι ἄχνιζε στὸ πάτωμα παντοῦ
τὸ αἷμα μας ζεστό.
Μὰ ἀκόμη πιὸ σπαραχτικὴ ἄκουσα τὴ φωνὴ τῆς κόρης τοῦ Πριάμου,
τῆς Κασσάνδρας, τὴν ὥρα ποὺ τὴν σκότωνε πανούργα ἡ Κλυταιμνήστρα
πλάι καὶ πάνω μου· κι ἐγώ, τὰ χέρια ὑψώνοντας,
κάτω στὴ γῆ σφάδαζα καὶ χτυπιόμουν,
ὥσπου ξεψύχησα μὲ τὸ σπαθὶ στὸ στῆθος.
Κι ὅμως ἐκείνη ἡ σκύλα μὲ παράτησε· δὲν θέλησε, κὰν τὴ στιγμὴ
ποὺ πήγαινα στὸν Ἅδη, τὰ μάτια νὰ μοῦ τὰ σφαλίσει μὲ τὰ χέρια της,
τὸ στόμα νὰ μοῦ κλείσει.
Ὢ ναί, στὸν κόσμο τίποτε δὲν εἶναι σκληρότερο κι ἀπάνθρωπο
ἀπ’ τὴ γυναίκα ποὺ ἔβαλε στὸ μυαλό της τέτοιες πράξεις,
ὅπως αὐτή, ποὺ τὸ μελέτησε τὸ ἀνόσιο ἔργο,
σφάζοντας ἄντρα ποὺ τὴν στεφανώθηκε. Κι ἂς ἔλεγα ὁ ταλαίπωρος,
θὰ μὲ ἀπαντήσουν παιδιὰ καὶ δοῦλες μὲ ἀγαλλίαση,
ὅταν γυρίσω στὴν πατρίδα μου· ἐκείνη ὑφαίνοντας στὸν νοῦ της
ὅ,τι μποροῦσε πιὸ φριχτό, βούτηξε ἡ ἴδια στὴν ντροπή, ντρόπιασε
ὅμως μιὰ γιὰ πάντα κι ὅλο τὸ θηλυκὸ τὸ γένος, τὶς μελλούμενες γυναῖκες,
ἔστω κι ἂν κάποια ἀποδειχτεῖ κάποτε φρόνιμη».
Ἔτσι μου μίλησε, κι ἐγὼ πῆρα τὸν λόγο λέγοντας:
«Ἀλίμονο, πόσο τὸ γένος τοῦ Ἀτρέα ὁ Δίας, ποὺ τὸ μάτι του
βλέπει μακριά, τὸ μίσησε ἐξαρχῆς θανάσιμα μὲ τὶς βουλὲς τῶν γυναικῶν·
ἐνῶ ἐμεῖς ἀφανιζόμασταν τόσοι γιὰ μιὰν Ἑλένη,
ἐσένα ἡ Κλυταιμνήστρα σ’ ἔπλεκε στὸν δόλο της, κι ἂς ἤσουνα μακριά».
[…]
Οἱ δυό μας, συναλλάσσοντας τὰ πικραμένα λόγια μας,
ἐκεῖ στεκόμαστε, στὴ λύπη μας δοσμένοι, στὸ δάκρυ μας πνιγμένοι.
Καὶ τότε ἦλθε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀχιλλέα, γιοῦ τοῦ Πηλέα,
καὶ τοῦ Πατρόκλου ἡ ψυχή, καὶ τοῦ ἄψογου Ἀντιλόχου,
κι ἀκόμη τοῦ Αἴαντα, ποὺ ὑπῆρξε ὁ ἄριστος στὴν ὄψη, στὸ παράστημα,
ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους Δαναούς, μὲ μόνη ἐξαίρεση τὸν Ἀχιλλέα.
Ἀμέσως μ’ ἀναγνώρισε τοῦ Αἰακίδη ἡ ψυχή, ἀσυναγώνιστου τότε στὸ τρέξιμο, ὀλοφυρόμενη φώναξε τὸ ὄνομά μου κι, ὅπως μου μίλησε,
τὰ λόγια του πετοῦσαν σὰν πουλιά:
«Γέννημα τοῦ Διός, γιὲ τοῦ Λαέρτη, πολυμήχανε Ὀδυσσέα·
ἄφοβε, ποιὸ ἄλλο ἔργο φοβερότερο θὰ βάλει ἀκόμη ὁ νοῦς σου;
ποὺ τόλμησες νὰ κατεβεῖς στὸν Ἅδη, ὅπου νεκροὶ μονάχα
κατοικοῦν, δίχως τὸν νοῦ τους πιά, εἴδωλα καὶ σκιὲς
βροτῶν ποὺ ἔχουν πεθάνει».
Ἔτσι μοῦ μίλησε, κι ἐγὼ ἀποκρίθηκα, μὲ τὸ ὄνομά του:
«Ὦ Ἀχιλλέα, τοῦ Πηλέα γιέ, ὁ πρῶτος κι ὁ καλύτερος τῶν Ἀχαιῶν,
ἦλθα γυρεύοντας τὸν Τειρεσία, μήπως μοῦ δώσει
κάποια συμβουλή, τὸ πῶς θὰ φτάσω στὴν τραχιὰν Ἰθάκη.
Γιατί δὲν ζύγωσα ἀκόμη στὴ δική μας γῆ, δὲν πάτησα
τὸ χῶμα τῆς πατρίδας μου· μὲ δέρνει πάντα τὸ κακό. Ἐσένα ὅμως,
Ἀχιλλέα, κρίνω πὼς δὲν ὑπάρχει ἄλλος σου εὐτυχέστερος, οὔτε ἀπὸ ὅσους
ἔζησαν στὸ παρελθόν, μήτε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ ‘ρθοῦν στὸ μέλλον.
Ἀφοῦ, καὶ ἐνόσω ζοῦσες, ὅλοι μας σὲ τιμούσαμε σὰν νά ‘σουνα θεός,
οἱ Ἄργεῖοι, ἀλλὰ κι ἐδῶ ποὺ βρίσκεσαι μὲ τοὺς νεκρούς,
μένει μεγάλη ἡ δύναμή σου· γι’ αὐτό, Ἀχιλλέα, μὴ θλίβεσαι
καὶ μὴν πικραίνεσαι πολὺ στὸν θάνατό σου».
Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια μου ἐκεῖνος ἀμέσως ἀνταπάντησε μιλώντας:
«Μὴ θὲς νὰ μὲ παρηγορήσεις γιὰ τὸν θάνατό μου, Ὀδυσσέα γενναῖε·
θὰ προτιμοῦσα πάνω στὴ γῆ νὰ ζοῦσα, κι ἂς ξενοδούλευα σὲ κάποιον,
ἄκληρο πιὰ ποὺ νὰ μὴν ἔχει καὶ μεγάλο βιός,
παρὰ νὰ εἶμαι ὁ ἄρχοντας στὸν κάτω κόσμο τῶν νεκρῶν.
[…]
Ἀκούγοντας τὸν λόγο μου, πῆρε νὰ ἀπομακρύνεται τοῦ Αἰακίδη ἡ ψυχή,
ποὺ δὲν τὸν ἔφτανε ἄλλοτε κανεὶς στὸ τρέξιμο,
ἀνοίγοντας μεγάλο βῆμα πρὸς τὸ ἀσφοδελὸ λιβάδι —
μὲ μιὰ χαρὰ περήφανη, μ’ ὅσα τοῦ ἱστόρησα γιὰ τὸ λαμπρό του παλικάρι.
Τότε κι ἄλλες ψυχὲς νεκρῶν ἀφανισμένων
εἶχαν στηθεῖ ἐκεῖ καὶ καθεμιὰ ρωτώντας ἔλεγε τὸν πόνο της.
Μόνο ἡ ψυχὴ τοῦ Τελαμώνιου Αἴαντα κρατοῦσε
ἀπόσταση, βαριὰ ὀργισμένη ἀκόμη μὲ τὴ νίκη μου,
τὴ νίκη ποὺ ἐγὼ τὴν νίκησα, ὅταν ἡ δίκη ἐκείνη ἔγινε στὰ πλοῖα,
τὸ ποιὸς θὰ πάρει τὰ ὅπλα τοῦ Ἀχιλλέα — τὴν ὅρισε ἡ σεμνή του μάνα,
τῶν Τρώων θυγατέρες κι ἡ Ἀθηνᾶ Παλλάδα.
Μακάρι νὰ μὴν ἤμουν νικητὴς σὲ τέτοιο ἀγώνα,
ποὺ ἔγινε ἡ ἀφορμὴ νὰ φάει τὸ χῶμα τέτοια κεφαλή,
τὸν Αἴαντα, ποὺ ξεπερνοῦσε στὴν ὀμορφιά, στὰ ἔργα τοῦ πολέμου,
ὅλους τοὺς ἄλλους Δαναούς, ἐξὸν τὸν ἄψογο γιὸ τοῦ Πηλέα.
Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα τὸν προσφώνησα, τοῦ μίλησα γλυκά:
«Αἴαντα, τοῦ τίμιου Τελαμώνα γιέ, δὲν ἔμελλες ἀλήθεια
μήτε νεκρὸς νὰ λησμονήσεις τὴν ὀργὴ μαζί μου, γιὰ ἐκεῖνα
τὰ καταραμένα ὅπλα, ποὺ οἱ θεοὶ τὰ ρίξανε στὴ μέση,
νὰ φέρουν στοὺς Ἀργείους συμφορά· ἀφοῦ ἀφανίστηκες ἐσύ,
ὁ πύργος μας, κι ἐμεῖς οἱ Ἀχαιοὶ θρηνήσαμε γιὰ τὸν χαμό σου,
ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀκριβὸ Ἀχιλλέα, γιὸ τοῦ Πηλέα,
κι ἀκόμη σὲ θρηνοῦμε. Ἔνοχος ὅμως ἄλλος κανεὶς δὲν βρίσκεται
ἐξὸν ὁ Δίας, ποὺ μίσησε θανάσιμα στρατὸ καὶ μαχητὲς τῶν Δαναῶν·
αὐτὸς σὲ σφράγισε κι ἐσένα μὲ τὴ μοίρα τοῦ θανάτου.
Ἀλλά, γενναῖε, τώρα σύγκλινε, ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ λόγου μου·
δάμασε πιὰ τὸ μένος σου καὶ τὸν περήφανο θυμό σου».
Ἔτσι τοῦ μίλησα, ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἀπάντησε, δὲν εἶπε λέξη·
ἀμίλητος προχώρησε μαζὶ μὲ τὶς ψυχὲς ἄλλων νεκρῶν ποὺ χάθηκαν,
στὸ μαῦρο Ἔρεβος.
[…]
Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα ἀκόμη ἐκεῖ ἀσάλευτος, μὲ τὴν ἐλπίδα
νά ‘ρθει καὶ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἥρωες,
ποὺ χάθηκαν τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ παλιά.
Κι ἴσως μποροῦσα νὰ προλάβω, νὰ δῶ κι ἐκείνους ποὺ ἤθελα,
καὶ τὸν Θησέα καὶ τὸν Πειρίθοο, τέκνα θεῶν
ποὺ ἡ δόξα τὰ στεφάνωσε.
Ἀλλὰ πιὸ πρὶν μαζεύτηκαν μύρια τὰ σμήνη τῶν νεκρῶν,
μ’ ἕναν ἀνήκουστον ἀχό, κι ἐμένα μ’ ἔλουσε τρόμος χλωρός·
μήπως μοῦ στείλει τὸ κεφάλι τῆς Γοργῶς, τέρας φριχτό,
ἀπὸ τὸν Ἅδη ἡ Περσεφόνη ἀγέρωχη.
Γι’ αὐτὸ καὶ πάραυτα προχώρησα πρὸς τὸ καράβι, δίνοντας
στοὺς συντρόφους ἐντολὴ ν’ ἀνέβουν στὸ πλεούμενο κι αὐτοί,
νὰ λύσουν τὶς πρυμάτσες. Κι ἐκεῖνοι ἀνέβηκαν
καὶ κάθησαν ὅλοι τους στὰ ζυγά.
Ἔτσι ὁμαλὰ ταξίδευαν τοῦ Ὠκεανοῦ οἱ ροὲς τὸ πλοῖο,
πρῶτα μὲ τὰ κουπιά, ὕστερα μόνο μὲ τὸ πρίμο ἀγέρι.