Δ.Ν. Μαρωνίτης: Απόλογοι: Νέκυια

Ἀπὸ: Ἐπιλεγόμενα στὴν Ὁμηρικὴ Ὀδύσσεια, ἐκδ.Κέδρος Α.Ε., Ἀθήνα 2005.

Ι

ΟΤΑΝ Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ καὶ οἱ ἑταῖροι ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὸν Ἅδη στὸ νησὶ τῆς Αἴας, ἡ Κίρκη στολισμένη ἔρχεται νὰ τοὺς προϋπαντήσει. Γιὰ νὰ χαλαρώσουν ἀπὸ τὴν ἀφύσικη προηγούμενη περιπέτειά τους, τοὺς καλεῖ σὲ ἀνα­κουφιστικὸ γεῦμα μὲ τὴν ἑπόμενη προσφώνηση: Σχέτλιοι, οἳ ζώοντες ὑπήλθετε δῶμ’ Ἀΐδαο, / δισθανέες, ὅτε τ’ ἄλλοι ἅπαξ θνήσκουσ’ ἄνθρωποι (μ 21-2). Ἂν τὸ κατηγορούμενο σχέτλιοι παίζει ἀνάμεσα στὶς σημασίες «καρτερι­κός», «σκληρός», «ἀπόκοτος», τὸ ἅπαξ λεγόμενο στὸν Ὅμηρο ἐπίθετο δι­σθανέες σημαίνει ξεκάθαρα «δυὸ φορὲς ἀποθαμένοι» – ἡ δαιμονικὴ θεὰ ἐξηγεῖ μόνη της τὸν λόγο τῆς ἀνήκουστης αὐτῆς ἀποστροφῆς: οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πεθαίνουν μιὰ φορά, ἐσεῖς δύο. Σ’ αὐτὴν τὴ μοναδικὴ προσφώνη­ση τῆς Κίρκης συμπυκνώνεται τὸ βαθύτερο νόημα τῆς «Νέκυιας».

Ὁ Ὀδυσσέας δὲν εἶναι ὁ πρῶτος μήτε ὁ μόνος ποὺ κατέβηκε ζωντανὸς στὸν Ἅδη: τὸν πρόλαβε ὁ Ἡρακλῆς, ὅπως τὸ ὁμολογεῖ καὶ μόνος του στὸ τέλος τῆς ἑνδέκατης ραψωδίας, ἐντεταλμένος ἀπὸ τὸν Εὐρυσθέα νὰ φέρει στὸν πάνω κόσμο τὸν Κέρβερο – ἄθλος ἀκατόρθωτος, ποὺ τὸν κατόρθωσε ἐντούτοις ὁ Ἡρακλῆς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἑρμῆ καὶ τῆς Παλλάδας Ἀθηνᾶς. Πασίγνωστη εἶναι ἡ κατάβαση καὶ τοῦ Ὀρφέα στὸν Ἅδη, λιγότερο γνωστὴ ἡ κάθοδος τοῦ Θησέα μὲ σύντροφό του τὸν Πειρίθοο. Μόνο ποὺ οἱ δύο αὐτὲς παραδόσεις εἶχαν ἄδοξο τέλος: ἡ Εὐρυδίκη ἐξανεμίζεται καθ’ ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀνυπομονησία τοῦ Ὀρφέα· ἀντὶ νὰ φέρει στὸν πάνω κόσμο τὴν Περσεφόνη ὁ Θησέας, παγιδεύεται ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν Πλούτωνα στὸν κάτω κόσμο, ὅπου καὶ θὰ ἔμενε γιὰ πάντα, ἂν δὲν τὸν ἐλευθέρωνε ὁ Ἡρακλῆς -μοίρα ποὺ χτύπησε τὸν σύντροφο Πειρίθοο.

Τοῦ Ὀδυσσέα ὡστόσο ἡ φριχτὴ ἐπίσκεψη στὸν κόσμο τῶν νεκρῶν διαφέ­ρει ἀπὸ τὶς ὁμόλογές της τουλάχιστον ὡς πρὸς τὸ κίνητρο καὶ τὸν στόχο της: μὲ ἐντολὴ τῆς Κίρκης ἔρχεται ὁ ἥρωας στὸν Ἅδη, νὰ πάρει χρησμὸ ἀπὸ τὸν νεκρὸ πιά, ἀλλὰ κατ’ ἐξαίρεση ἔμφρονα, μάντη Τειρεσία· νὰ μάθει τὸ τέλος τοῦ ἀσυντέλεστου ἀκόμη νόστου του. Πρόκειται γιὰ ἕνα εἶδος νεκρομαντεί­ας, ὅπου ὅμως νόστος καὶ θάνατος ἀνταλλάσσονται μεταξύ τους: γιὰ νὰ νοστήσει ὁ Ὀδυσσέας στὴν Ἰθάκη, πρέπει πρῶτα νὰ πεθάνει ζωντανὸς – νὰ γίνει δισθανής, ὅπως τὸ λέει ἡ Κίρκη.

Τοῦτο τὸ ὀξύμωρο δύσκολα ἐξηγεῖται, ἂν μάλιστα σκεφτοῦμε ὅτι κανο­νικὰ ὁ θάνατος αἴρει τὸν νόστο, ἐνῶ ἐδῶ μεταμορφώνεται σὲ καλὸ ἀγωγό του – ἢ σχεδόν. Θυμίζω ὅτι στοὺς μεγάλους ἥρωες τῆς Ἰλιάδας (στὸν Σαρπηδόνα λ.χ. καὶ κυρίως στὸν Ἕκτορα) ὁ Δίας κατ’ ἐξαίρεση ἐπιφυλάσσει, ὅταν σκοτώνονται, νεκρώσιμο νόστο: οἱ ἥρωες ἐπιστρέφονται νεκροὶ στὸν τόπο καὶ στὸ σπίτι τους, γιὰ νὰ τοὺς θάψουν οἱ δικοί τους ἐν τιμῇ. Ἡ «Νέκυια» φαίνεται νὰ ἀντιγράφει τὸ ἰλιαδικὸ αὐτὸ πρότυπο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ με­ταμορφώνει: ὁ Ὀδυσσέας νοστεῖ, ἔχοντας γνωρίσει ζωντανὸς τὴν ἐμπειρία τοῦ θανάτου.

Ὑπάρχουν καὶ κάποια ἄλλα σημεῖα τῆς Ὀδύσσειας, κρίσιμοι κόμβοι στὴν ἐξέλιξη τοῦ νόστου, ὅπου ὁ θάνατος, μαζὶ μὲ τὸν ὕπνο, ὑποβαστάζει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἥρωα. Τὸ σημαντικότερο ἐντοπίζεται στὴν ἀρχὴ τῆς δέκατης τρίτης ραψωδίας, στὴν κορυφαία σκηνὴ ὅπου οἱ φιλήρετμοι Φαίακες μεταφέρουν μὲ τὸ μαγικὸ καράβι τους τὸν Ὀδυσσέα στὴν Ἰθάκη (ν 70-92).

Ὅλα ἐπιτέλους εἶναι ἕτοιμα γιὰ τὸν τελικὸ νόστο· ὁ ἥρωας ἀποχαιρετᾶ τὸν Ἀλκίνοο καὶ τὴν Ἀρήτη· ἐπιβιβάζεται στὸ πλοῖο καὶ κουρνιάζει στὸ κοί­λωμα τῆς πρύμνης, στρωμένο μὲ λινὸ σεντόνι· οἱ κωπηλάτες τεντώνουν τὸ κορμί τους πρὸς τὰ πίσω καὶ τὰ κουπιὰ χτυποῦν τὸ κύμα τῆς θαλάσσης· τὸ πλεούμενο πετᾶ, τόσο ποὺ μήτε καὶ τὸ ἐλαφρότερο πουλὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φτάσει. Στὸ μεταξὺ ὁ Ὀδυσσέας βυθίζεται στὸν ὕπνο, ποὺ εἶναι: νήδυμος (γλυκός), νήγρετος (ἀξύπνητος), θανάτω ἄγχιστα ἑοικὼς (τόσο παρό­μοιος μὲ τὸν θάνατο). Σ’ αὐτὸν τὸν ἀπύθμενο ὕπνο (ν 79-80) βυθισμένος, ταξιδεύει ὁ Ὀδυσσέας· στὸν πάτο του βουλιάζουν, καὶ τώρα ἐξαφανίζονται, πάθη καὶ ἄλγη τοῦ πολέμου καὶ τῆς θάλασσας· ὁ ἥρωας εὔδει ἀτρέμας (κοιμᾶται δίχως νὰ σαλεύει), λελασμένος ὅσσ’ ἐπεπόνθει (ἔχοντας πιὰ ξεχά­σει ὅσα ἔπαθε στὰ εἴκοσι χρόνια τῆς ἀπουσίας του).

Ὕπνος – θάνατος – νόστος. Ὅπου ὁ θάνατος γίνεται ἡ ἀδελφικὴ παρο­μοίωση τοῦ ὕπνου. Στὴ «Νέκυια» ἡ παρομοίωση ἔχει πιὰ ὑποχωρήσει· ἡ συ­ζυγία «θάνατος – νόστος» ἀπογυμνώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο, ἕτοιμη νὰ γυρίσει στὸ ζεῦγος «νόστος – ἀνάσταση».

Ὅπως εἶπα, ἡ κάθοδος τοῦ Ὀδυσσέα στὸν Ἅδη ὑπακούει στὴν ἐντολὴ τῆς Κίρκης – θεᾶς δαιμονικῆς ποὺ καθηλώνει τὸν ἥρωα καὶ τοὺς ἑταίρους μὲ τὴν ἡδονὴ τοῦ κορμιοῦ, γιὰ νὰ τοὺς παρασύρει στὴν κατάσταση τοῦ ζώ­ου. Οἱ μισοὶ ἑταῖροι ἔχουν κολλήσει κιόλας σ’ αὐτὴν τὴ λάσπη· ὁ Ὀδυσσέας ὅμως, μὲ τὸ βότανο καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ Ἑρμῆ, ἀναποδογυρίζει τὴ ζωώδη ἡδονὴ τῆς μάγισσας στὸ θετικό της, ἐξανθρωπίζοντας καὶ τοὺς μισοὺς συ­ντρόφους. Κάτι περισσότερο: ὑποταγμένη ἡ ἡδονικὴ Κίρκη στὴν ἡδονὴ ποὺ τῆς προσφέρει ὁ Ὀδυσσέας, τὸν βοηθεῖ νὰ βρεῖ τὸν δρόμο τοῦ νόστου του, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅμως ὅτι ἡ ὁδὸς περνᾶ ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν νεκρῶν.

Ἔτσι στὸ ζεῦγος «θάνατος – νόστος» προτίθεται ἐδῶ σοφὰ τὸ θέμα τῆς ἀμφίσημης ἡδονῆς, ὅπως καλὰ τὸ εἶδε καὶ τὸ σημείωσε γιὰ τὴ «Νέκυια» τῆς δικῆς του «Κίχλης» ὁ Σεφέρης. Μόνον ὁ ἡδονικὸς Ἐλπήνωρ μὲ τὸν σαλεμέ­νο του νοῦ, χτυπημένον ἀπὸ τὸ κρασὶ καὶ τὸν βαρὺ ὕπνο, θὰ τσακιστεῖ καὶ θὰ ξεμείνει ἄταφος στὸ νησὶ τῆς Κίρκης, ὡσότου ὁ Ὀδυσσέας καὶ οἱ ἑταῖροι, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸν ‘Άδη, θὰ τὸν θάψουν.

ΙΙ

Ἴσως καμιὰ ἄλλη ραψῳδία τῆς Ὀδύσσειας δὲν ἔχει τὴν ἀσύμμετρη συμμε­τρία τῆς «Νέκυιας», ἡ ὁποία σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο θυμίζει τὰ ταφικὰ ἀγγεῖα τῆς γεωμετρικῆς ἐποχῆς.

Ἡ διήγησή της περιβάλλεται ἀπὸ εἰσαγωγὴ καὶ ἐπίλογο: ἡ εἰσαγωγὴ ἐκτείνεται σὲ 22 στίχους· ὁ ἐπίλογος σὲ 5. Τὸ σῶμα τῆς διήγησης μοιράζεται στὰ δύο, καθὼς ἀπότομα τὸ κόβει ἡ προσωρινὴ ἀναστολὴ τῶν «Ἀπολόγων», ποὺ τὴν προκαλοῦν ἡ Ἀρήτη καὶ ὁ Ἀλκίνοος. Ἡ ἀνακοπὴ πέφτει ἀκριβῶς στὴ μέση της ραψωδίας, διαρκεῖ 61 στίχους, ποὺ ἀφαιροῦνται ὅμως ἀπὸ τὸ δεύτερο μέρος, τὸ ὁποῖο γίνεται ἔτσι ἐλαφρότερο.

Τρεῖς συνομιλίες τοῦ Ὀδυσσέα καλύπτουν τὴν πρώτη ζώνη: μὲ τὸν Ἐλπήνορα, τὸν Τειρεσία, τὴν Ἀντίκλεια. Τρεῖς καὶ τὴ δεύτερη: μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τὸν Ἀχιλλέα, τὸν Αἴαντα. Κατάλογοι ἐπικοσμοῦν καὶ τὶς δύο ζῶνες: ἡρωίδων τὴ μία φορά, ποὺ φτάνουν στὸν ἀριθμὸ 14· ἡρώων τὴν ἄλλη, ποὺ δὲν ξεπερνοῦν τοὺς 5. Ὁ τελευταῖος πάντως ἥρωας, ὁ Ἡρακλῆς, ἐξέχει ἀπὸ τὸ καταλογικὸ σύστημα ὡς διπλὴ ἐξαίρεση: θνητὸς στὸν Ἅδη, ἀθάνατος στὸν Ὄλυμπο· ὁ μόνος ποὺ μιλᾶ καὶ ἀπευθύνεται στὸν Ὀδυσσέα σὲ εὐθὺ λόγο.

Οἱ τρεῖς συνομιλίες καθεμιᾶς ζώνης μὲ τὴν καταλογικὴ διακόσμησή τους αὐξάνουν τὴν κεφαλαιώδη τριάδα σὲ τετράδα· ἂν συνυπολογιστεῖ καὶ ἡ διακοπή, οἱ συνθετικὲς μονάδες τῆς «Νέκυιας» γίνονται ἐννέα – μέτρα ποὺ ἀναγνωρίζονται καὶ στὴ γενικότερη σύνταξη τῶν «Ἀπολόγων».

Ὄχι, δὲν πρόκειται γιὰ σχολαστικὸ σύμπλεγμα ἀριθμῶν· σ’ αὐτὸν τὸν ἄβακα ἐλέγχεται ἀκριβῶς ἡ ἀσύμμετρη συμμετρία, γιὰ τὴν ὁποία μίλησα· αὐτὸν τὸν ἄβακα χειρίζεται ὁ ποιητὴς τῆς Ὀδύσσειας μὲ εἰρωνικὴ μαεστρία, ἀλλάζοντας καθ’ ὁδὸν τὶς ἰσόρροπες ἀναλογίες τῆς σύνθεσης.

Στὴν πρώτη ζώνη συντάσσονται τρεῖς συνομιλίες ποὺ ἀφοροῦν ἀμέσως στὸν Ὀδυσσέα: ὁ Ἐλπήνωρ εἶναι οἰκεῖος ἑταῖρος τοῦ νόστου, ποὺ ἔμεινε ἄταφος στὸ νησὶ τῆς Κίρκης καὶ πρέπει νὰ ταφεῖ τὸ γρηγορότερο, γιὰ νὰ ἡσυχάσει ἡ ψυχή του στὸν Ἅδη· ὁ Τειρεσίας προορίστηκε ἤδη, ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ θεά, νὰ δείξει στὸν ἥρωα τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς του· ἡ Ἀντίκλεια, ποὺ ὁ πόνος τοῦ παιδιοῦ της τὴν ἔστειλε νωρίτερα στὸν κόσμο τῶν νεκρῶν, συστήνει τὸ οἰκογενειακὸ σῆμα τῆς Ἰθάκης – γύρω της περιστρέφονται πρόσωπα καὶ ὀνόματα, τὰ πιὸ ἀγαπημένα τοῦ Ὀδυσσέα: ἡ Πηνελόπη, ὁ Τηλέμαχος, ὁ Λαέρτης.

Σ’ αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κύκλο τῆς «Νέκυιας» ἀντιστοιχεῖ ὁ ἄλλος, ὁ ἐξωτερικός, μὲ τοὺς μεγάλους τώρα ἑταίρους τοῦ τρωικοῦ πολέμου: τὸν Ἀγαμέ­μνονα, τὸν Ἀχιλλέα, τὸν Αἲαντα. Ὁ πρῶτος κύκλος κοιτάζει πιὸ πολὺ στὸ μέλλον ὁ δεύτερος στὸ παρελθόν. Στὸν ἕνα κύκλο ἐγγράφονται τὰ προγραμματισμένα καὶ ἀπαραίτητα· στὸν ἄλλο τὰ πρόσθετα καὶ ἀπρογραμμάτι­στα. Ἡ ἐνδιάμεση ἀνακοπὴ τῆς ἀφήγησης συγχρόνως διακρίνει τοὺς δύο κύκλους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀντικρίζει: ἡ μοίρα τοῦ πολεμιστῆ ἀνακλᾶται στὰ πάθη τοῦ θαλασσινοῦ, ποὺ κινδυνεύει νὰ χάσει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὸν ψάχνει ἀπελπισμένα, ἀκόμη καὶ στὸν κάτω κόσμο.

Ὁ κάτω κόσμος ἔχει κι αὐτὸς τὸν τόπο του καὶ τοὺς δικούς του ἐνοίκους. Τὸ τοπίο του τὸ περιέγραψε ἤδη, μὲ γεωγραφικὲς μάλιστα λεπτομέρειες, ἡ Κίρκη στὴν προηγούμενη ραψωδία, ὅταν ἔδινε στὸν Ὀδυσσέα τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς συμβουλές της. Τώρα ἡ περιγραφὴ συμπληρώνεται μὲ πρόσθετα στοιχεῖα ποὺ ὁρίζουν πιὸ πολὺ τὴν ἀτμόσφαιρα. Ὁ Ἅδης βρίσκεται στὰ πέ­ρατα τοῦ Ὠκεανοῦ, πέρα ἀπὸ τὶς βαθιὲς ροές του, κολλητὰ στὴ χώρα τῶν Κιμμερίων, ποὺ δὲν τοὺς βλέπει ποτὲ ὁ ἥλιος – βαρὺ καὶ ἀσήκωτο σκοτάδι τοὺς σκεπάζει μέρα νύχτα.

Οἱ ἔνοικοι τοῦ κάτω κόσμου μοιράζονται μὲ πολλοὺς τρόπους. Ὅπως ἀνοίγει ἡ αὐλαία του, μαζεύονται γύρω ἀπὸ τὸ χυμένο αἷμα τῆς θυσίας: νύ­φες, ἔφηβοι, γέροντες· κορίτσια τρυφερὰ καὶ λαβωμένοι πολεμιστές· ἄντρες γενναῖοι, ποὺ ἔπεσαν στὴ μάχη κρατώντας τὰ δικά τους ματοβαμμένα ὅπλα. Οἱ σκιὲς τους μοιάζουν μὲ σμήνη πουλιῶν ποὺ δὲν μιλοῦν· μὲ τὴν κλαγγὴ τοὺς ὅμως σηκώνουν βοὴ ἀνήκουστη καὶ τρομερή.

Καθὼς ὁ πρῶτος κύκλος τῶν διαλογικῶν συνομιλιῶν τοῦ Ὀδυσσέα πάει νὰ κλείσει, ἐμφανίζονται, ὅπως εἶπα, οἱ ἡρωίδες· ποὺ τὶς ἑνώνει ἡ ἀγάπη ἑνὸς θεοῦ ἢ τὸ πάθος τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα. Πίνουν μία πρὸς μία αἷμα καὶ ἐξι­στοροῦν τὸ γένος τους – λοξὰ ὅμως τώρα, σὲ πλάγιο λόγο ποὺ γίνεται ἔμμε­σος μονόλογος. Ὁ τόνος εἶναι κατὰ κανόνα λυρικός, κάποτε δραματικός, λα­θραία μελαγχολικός, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ τὴν ἐπίγεια ζωὴ ποὺ χάθηκε.

Στὸ τέλος τοῦ δεύτερου κύκλου τῶν διαλογικῶν συνομιλιῶν τοῦ Ὀδυσ­σέα ἔρχονται διάσημοι ἢ διαβόητοι ἥρωες, ποὺ τώρα ὅμως δὲν μιλοῦν, μὲ τὴν ἐξαίρεση τοῦ Ἡρακλῆ· αὐτοὶ πράττουν ἢ πάσχουν. Ὁ Ὀδυσσέας τοὺς ἀντικρίζει καὶ τοὺς ἀναγνωρίζει. Εἶναι κατὰ σειρά: ὁ δικαστὴς τοῦ κάτω κό­σμου Μίνως· ὁ πάλαι ποτὲ ἀσυναγώνιστος κυνηγὸς Ὠρίων, ποὺ δὲν λέει νὰ ξεχάσει μήτε στὸν Ἅδη τὸ κυνῆγι· ὁ Τιτυὸς καθηλωμένος, νὰ τοῦ τρῶν τὸ σκῶτι δύο γύπες· ὁ Τάνταλος στὴ λίμνη, νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πιεῖ νερὸ μήτε νὰ φτάσει τοὺς καρποὺς ποὺ κρέμονται πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του· ὁ Σίσυφος, κάθιδρος καὶ σκεπασμένος ἀπὸ σκόνη, νὰ προσπαθεῖ, μὲ χέρια καὶ μὲ πό­δια, νὰ ἀνεβάσει τὸν βράχο στὴν κορφή, ἐκεῖνος ξεδιάντροπος νὰ μετακυλᾶ στὸ ἴσωμα – καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή· τέλος ἡ σκιὰ τοῦ θνητοῦ Ἡρακλῆ, ποὺ περιφέρεται στὸν Ἅδη, μαῦρος σὰν τὴ νύχτα, στολισμένος μὲ τὸν χρυσό του τελαμώνα· τὸ χέρι στὸ δοξάρι, τὸ βέλος στὴ χορδή, τὸ βλέμμα ἄγριο ψάχνο­ντας τὸν φανταστικό του στόχο.

Δίχως ἀμφιβολία ὁ δεύτερος κατάλογος τῆς «Νέκυιας» βρίσκεται σὲ ἀντίστιξη πρὸς τὸν πρῶτο. Κι ὡστόσο συγγενεύει μαζί του, καθώς, ὅπως κι ἐκεῖνος, συστήνει εἴδωλα τοῦ κάτω κόσμου, ποὺ ἀνακαλοῦν ἀρχαῖες μορφὲς τοῦ μύθου· αὐτὲς κινοῦνται στὸ φόντο τοῦ κάτω κόσμου, πίσω ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐπώνυμες μορφές, μὲ τὶς ὁποῖες διαλέγεται ὁ Ὀδυσσέας σὲ εὐθὺ λόγο καὶ ποὺ ἀνήκουν στὴ δική του τρωικὴ γενιά.

Πιὸ πέρα καὶ πιὸ μέσα παραμονεύουν στὰ ἄδυτα τοῦ Ἅδη τέρατα ἀπο­τρόπαια, ὅπως τὸ κεφάλι τῆς Γοργῶς. Ὁ φόβος τους δίνει τὸ σῆμα τῆς ἐπι­στροφῆς στὸν Ὀδυσσέα· ἑταῖροι καὶ ἀρχηγὸς ἀναζητοῦν τώρα τὸ πλοῖο, ποὺ θὰ τοὺς φέρει ξανὰ στὸν πάνω κόσμο· ἐκεῖνο ἀναπλέει τὶς ροὲς τοῦ Ὠκεανοῦ, πρῶτα μὲ τὰ κουπιά, ὕστερα μὲ πρίμο ἀγέρι. Ἔτσι τελειώνει ἡ «Νέκυια».

IΙΙ

Ἡ «Νέκυια» (τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ σύνολο τῆς Ὀδύσσειας) δὲν ἐπιδέχε­ται εὔκολα ἀποσπασματικὲς ἐπιλογές· τὰ μέρη καὶ τὰ μόριά της εἶναι ἰσότι­μα μεταξύ τους, δεμένα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο στὴν ἁλυσίδα τῆς διήγησης. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ἡ διήγηση δὲν ἔχει, καὶ ἐδῶ, ἐσοχὲς καὶ ἐξοχές, εἰσπνοὲς καὶ ἐκπνοές· ἀλλοῦ ἡ κίνησή της ἐπιταχύνεται, ἀλλοῦ ἐπιβραδύνε­ται, κάποτε φαίνεται νὰ σταματᾶ σὲ προσωρινὴ ἀνάπαυλα – αὐτὲς οἱ ἐναλ­λαγὲς ρυθμίζουν τὸ σύνολο τῆς ἀφήγησης καὶ τῆς ἐξασφαλίζουν τελικῶς συνέχεια καὶ συνοχή. Ἡ ἀπόσπαση ὅμως τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης σκηνῆς (εἴτε πρόκειται γιὰ τὴ συνομιλία τοῦ Ὀδυσσέα μὲ τὸν Ἐλπήνορα εἴτε μὲ τὴν Ἀντίκλεια, τὸν Ἀγαμέμνονα, τὸν Ἀχιλλέα) παραμορφώνει ὄχι μόνον τὸν συνεχῶς ἑλισσόμενο ρυθμὸ τῆς διήγησης, ἀλλὰ καὶ τὸ ἦθος της.

Ἡ παρατήρηση ἔχει τὸ νόημα προειδοποίησης γιὰ ὅσους βιάζονται νὰ φτάσουν στὶς κορυφαῖες, ὅπως λέγεται, σκηνὲς τῆς «Νέκυιας», γιὰ νὰ τὶς αὐτονομήσουν – κακὴ συνήθεια, γιὰ τὴν ὁποία εὐθύνεται, ἐνμέρει τουλάχι­στον, καὶ ἡ νεότερη, δική μας καὶ ξένη, ποίηση, ποὺ ἐπιμένει, γιὰ δικούς της λόγους, στὴν τακτική τῆς ἀπομόνωσης, ὅπως κατάφωρα ἔγινε καὶ γίνεται μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ὀδυσσειακοῦ Έλπήνορα. Ἡ προειδοποίηση ὅμως ἀφορᾶ καὶ στὰ ἑπόμενα σχόλια, ποὺ δὲν πρέπει νὰ διαβαστοῦν ὡς δεῖχτες ἀξιολογικῆς ἔξαρσης τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης σκηνῆς ἀπὸ τὴ «Νέκυια», εἰς βάρος μάλιστα τῆς συνολικῆς διήγησης ποὺ τὶς περιέχει καὶ τὶς συγκρατεῖ, γιὰ νὰ μὴ σπά­σουν μὲ τὴ δραματική τους ἔνταση τὸ διηγητικὸ κέλυφος.

Ἕνα ἀπὸ τὰ σπαρακτικότερα σήματα τῆς ὀδυσσειακῆς «Νέκυιας» εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀδυναμία σωματικῆς ἐπαφῆς τοῦ Ὀδυσσέα μὲ τοὺς ἀγαπημένους νεκρούς τοῦ κάτω κόσμου. Τὸ σῆμα αὐτὸ δραματοποιεῖται κατεξοχὴν στὴ συνομιλία τοῦ ἥρωα μὲ τὴ σκιὰ τῆς μάνας, τῆς Ἀντίκλειας· καὶ φαίνεται ὅτι ὁ ποιητὴς τῆς Ὀδύσσειας τὸ δανείστηκε ἀπὸ κορυφαία σκηνὴ τῆς Ἰλιάδας, τὸ προσάρμοσε στὰ δικά του συμφραζόμενα καὶ κατὰ κάποιον τρόπο τὸ ἀναβάθμισε.

Μετὰ τὸν φόνο καὶ τὸν διασυρμὸ τοῦ Ἕκτορα, ὁ Ἀχιλλέας σύρεται στὴ σκηνὴ τοῦ Ἀγαμέμνονα· οἱ κήρυκες προσπαθοῦν νὰ τὸν πείσουν νὰ λούσει τὸ σῶμα του, νὰ τὸ καθαρίσει ἀπὸ τὸν λύθρο τῆς φονικῆς μάχης· ἐκεῖνος ἀρνεῖται κι ὁρκίζεται νὰ μὴ λουστεῖ, ὡσότου παραδώσει τὸν νεκρό του φίλο στὴν πυρὰ καὶ τοῦ σηκώσει σῆμα. Κι ἐνῶ οἱ ἄλλοι Μυρμιδόνες, μετὰ τὸ δεῖπνο, πηγαίνουν στὶς σκηνὲς γιὰ ὕπνο, αὐτὸς ξαπλώνει στὸ ἀκρογιάλι, ἀλλὰ ὁ πόνος δὲν τὸν ἀφήνει νὰ κοιμηθεῖ.

Ἀργὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, λύνοντας τὰ καταπονημένα μέλη του – καὶ τότε ἐμφανίζεται ἡ ψυχὴ τοῦ Πατρόκλου, εἴδωλο ὁλόιδιο μὲ τὴ ζωντανὴ εἰκόνα του: ἀνάστημα, πρόσωπο, φωνή, ροῦχα, ὅλα ἀπαράλλαχτα.

Ἡ ψυχὴ τοῦ φίλου ἐλέγχει τὸν φίλο ποὺ κοιμᾶται, ἐνῶ ὁ ἴδιος παραμένει ἀκόμη ἄταφος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ περάσει τὶς πύλες τοῦ Ἅδη. Ὀλοφύρεται ὁ νεκρὸς Πάτροκλος, ἀναζητεῖ τὸ χέρι τοῦ Ἀχιλλέα, ὁμολογώντας πὼς αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ τελευταία τους ἐπαφή. Προφητεύει πὼς καὶ τὸν Ἀχιλλέα τὸν περιμένει γρήγορος θάνατος· παρακαλεῖ, ὅταν θὰ ἔλθει ἡ μοιραία ὥρα, νὰ προνοήσει, ὥστε νὰ σμίξουν τὰ ὀστά τους στὸν ἴδιο χρυσὸ ἀμφορέα, νὰ τὰ σκεπάσει τὸ ἴδιο σῆμα.

Μέσα στὸν ὕπνο του ὁ Ἀχιλλέας ὑπόσχεται τρυφερὰ στὸν φίλο πὼς θὰ ἐκτελεστοῦν ὅλες οἱ ἐντολές του. Καὶ τώρα τὸν παρακαλεῖ: νὰ πλησιάσει, νὰ δώσουνε τὰ χέρια, νὰ σφιχταγκαλιαστοῦν γιὰ τελευταία φορά, νὰ ἑνώσουν τὸν δίδυμο ὀδυρμό τους. Μιλώντας ἁπλώνει τὰ δικά του χέρια – ὅμως ἡ ψυχὴ τοῦ Πατρόκλου πάραυτα ἐξαφανίζεται, σὰν καπνός, ἀφήνοντας πίσω της ἕναν τριγμό.

Ἀλλόφρων πετάγεται ἀπὸ τὸν ὕπνο ὁ Ἀχιλλέας καὶ μπροστὰ στοὺς κατάπληκτους Μυρμιδόνες χτυπᾶ τὰ ἄδεια του χέρια, φωνάζει σπαραχτικά: ἀλίμονο, ἂν καὶ στὸν Ἅδη κάτι μένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο (ἡ ψυχή, τὸ εἴδωλό του), οἱ φρένες του ὅμως (ποὺ δίνουν ζωὴ στὸ σῶμα καὶ στὸν νοῦ) δὲν εἶναι πιὰ ἐκεῖ. Ἐξιστορώντας τὸ ὅραμά του στοὺς ἑταίρους Μυρμιδόνες, ὁ Ἀχιλ­λέας σηκώνει ὁλονύκτιο θρῆνο· ὥσπου ἔρχεται ἡ Αὐγή, κι ὅλους τους βρί­σκει γύρω ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Πατρόκλου (Ἰλ. Ψ 35-110).

Ὁ πυρήνας τῆς ἰλιαδικῆς αὐτῆς σκηνῆς (ἡ ἀσώματη δηλαδὴ σκιὰ τοῦ νεκροῦ, ἡ ὁποία ἀποκλείει κάθε σωματικὴ ἐπαφὴ του πιὰ μὲ τοὺς ζῶντες) πι­θανὸν ἀνήκει στὴν ἐσχατολογικὴ παράδοση τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς, ποὺ ἐπι­βίωσε στὰ κλασικὰ ἀλλὰ καὶ στὰ μεταγενέστερα χρόνια. Στὸν ποιητὴ τῆς Ἰλιάδας ὀφείλεται ὁ μετασχηματισμὸς τῆς δοξασίας αὐτῆς σὲ ἐνύπνιο σπα­ραχτικὸ διάλογο ἀνάμεσα στὸν νεκρὸ Πάτροκλο καὶ στὸν ζωντανὸ ἀκόμη Ἀχιλλέα – ὡς γνωστόν, πρόκειται γιὰ τὸ διασημότερο ἑταιρικὸ ζεῦγος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας.

Ἡ βέβαιη σχεδὸν φήμη τῆς ἰλιαδικῆς σκηνῆς πέρασε, πιστεύω, στὸν ποι­ητὴ τῆς Ὀδύσσειας, ὁ ὁποῖος ἀφομοίωσε καὶ μεταμόρφωσε στὸ πλαίσιο τῆς δικῆς του «Νέκυιας» τὸ φημισμένο ἰλιαδικὸ πρότυπο. Ἡ μεταμόρφωση δεί­χνει ὅτι ἡ πρότυπη ἰλιαδικὴ σκηνὴ μοιράστηκε στὴν ὀδυσσειακη «Νέκυια» στὰ δύο. Ἡ μισὴ ἀνάκλασή της ἐλέγχεται στὸν ἑταιρικὸ διάλογο Ἐλπήνορα καὶ Ὀδυσσέα, ὅπου οἱ συνθῆκες εἶναι λίγο πολὺ παρόμοιες μὲ ἐκεῖνες τοῦ ἰλιαδικοῦ προτύπου: ὁ ἄταφος νεκρὸς ἑταῖρος ζητεῖ ἀπὸ τὸν φίλο του (ἐδῶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγό του) τὴν ταφή του, γιὰ νὰ περάσει ἥσυχη ἡ ψυχή του τὶς πύλες τοῦ Ἅδη.

Τὸ ἄλλο μισὸ ὅμως τῆς ἰλιαδικῆς σκηνῆς, καὶ τὸ σημαντικότερο (ἡ ἀδυ­ναμία δηλαδὴ σωματικῆς ἐπαφῆς μεταξὺ νεκροῦ καὶ ζῶντος), ἐφαρμόζεται τώρα στὸ ζεῦγος Ὀδυσσέα καὶ Ἀντίκλειας, γιοῦ καὶ μάνας. Ἡ μεταμόρφω­ση ἔγινε μὲ ἐξαιρετικὰ τολμηρὸ τρόπο. Δὲν ἄλλαξαν μόνον τὰ ὑποκείμενα τοῦ ἰλιαδικοῦ ζεύγους· ἡ ὀνειρικὴ ἐπιφάνεια καὶ ὁ ὀνειρικὸς διάλογος Πα­τρόκλου καὶ Ἀχιλλέα μετασχηματίστηκαν σὲ συνομιλία τοῦ Ὀδυσσέα καὶ τῆς Ἀντίκλειας στὸν κάτω κόσμο. Καὶ τὸ σημαντικότερο: ἀντὶ τῆς συνο­πτικῆς ἀναγνώρισης τοῦ Ἀχιλλέα ὅτι ἀπὸ τὸν ζωντανὸ ἄνθρωπο δὲν ἀπομέ­νει στὸν Ἅδη παρὰ μόνο τὸ εἴδωλο καὶ ἡ ψυχή του, ὄχι ὅμως καὶ οἱ φρένες του· στὴν ὀδυσσειακὴ μετάπλαση τοῦ ἴδιου μοτίβου ἀκοῦμε τὴ διεξοδικότε­ρη ἐπιβεβαίωση τῆς νεκρῆς Ἀντίκλειας στὸν ζώντα Ὀδυσσέα ὅτι ἡ ἀμετά­κλητη μοίρα τῶν βροτῶν ἐπιβάλλει, ὅταν πεθαίνουν, νὰ διαλύονται νεῦρα καὶ σάρκα, δαμασμένα ἀπὸ τὴν ἐπικήδεια πυρά, νὰ ἐγκαταλείπει ὁ θυμὸς τὰ λευκὰ ὀστά, καὶ ἡ ψυχὴ νὰ φεύγει, νὰ πετᾶ πρὸς τὸν Ἅδη, σὰν ὄνειρο.

Εἰδικότερα ἡ παρομοίωση, ποὺ ἐξομοιώνει τὸ εἴδωλο τοῦ νεκροῦ μὲ σκιὰ καὶ ὄνειρο (Ὀδ. λ 207), τὴν ψυχὴ τοῦ νεκροῦ, ποὺ ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα του καὶ φτερουγίζει, μὲ ὄνειρο (Ὀδ. λ 222), πιστεύω ὅτι ἀποτελεῖ ἔμμεση παρα­πομπὴ τοῦ ποιητῆ τῆς Ὀδύσσειας στὸ διάσημο ἰλιαδικὸ πρότυπο. Στὴν οἰκεία σκηνὴ τῆς Ἰλιάδας ἡ ψυχὴ τοῦ Πατρόκλου ἐμφανίζεται στὸ ὄνειρο τοῦ Ἀχιλλέα· στὴν ὀδυσσειακὴ μεταγραφὴ τῆς «Νέκυιας» ἡ ὀνειρικὴ σκηνο­θεσία τῆς Ἰλιάδας ὑποδηλώνεται μὲ διπλασιασμένη παρομοίωση, ποὺ θέλει τὸ εἴδωλο τοῦ νεκροῦ ὅμοιο μὲ σκιὰ καὶ ὄνειρο. Ἐφεξῆς ἡ παρομοίωση αὐτὴ ἔγινε κοινὸς τόπος στὴν ἀρχαία ἀλλὰ καὶ στὴ νεότερη λογοτεχνία.

Σὲ πρώτη ματιὰ ἡ διακοπὴ τῆς διήγησης στὴ μέση της «Νέκυιας» φαίνε­ται ἀπροσδόκητη καὶ κάπως ἄβολη· κόβει τὴ συνέχειά της καὶ μᾶς ἐπαναφέ­ρει ἀπὸ τὸ παρελθὸν στὸ παρόν, ἀπὸ τὸν Ἅδη στὸ παλάτι τοῦ Ἀλκινόου –καὶ μάλιστα μὲ θέματα πολὺ πρακτικά, ὅπως εἶναι ἡ περασμένη πιὰ ὥρα, ἡ κούραση, ἡ ἀνάγκη γιὰ ὕπνο.

Παρὰ ταῦτα, ἡ ξαφνικὴ αὐτὴ προσγείωση τῆς μακρᾶς διήγησης τῶν «Ἀπολόγων» σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο ἔχει τὸν δικό της ποιητικὸ λόγο: ὁ Ὀδυσσέ­ας δοκιμάζει τοὺς ἀκροατές του (τοὺς Φαίακες ποὺ τὸν ἀκοῦν, τὴν Ἀρήτη καὶ τὸν Ἀλκίνοο)· ἀλλὰ καὶ ὁ ποιητὴς τῆς Ὀδύσσειας τὸ δικό του ἀκροατή­ριο (τῆς ἐποχῆς του καὶ κάθε ἐποχῆς). Ὁ ἑλιγμὸς γίνεται μὲ κάποια δόση εἰρωνείας, ἂν προσέξουμε ποῦ καὶ πῶς καταλήγει.

Κόβοντας ὁ Ὀδυσσέας, αὐθαίρετα κάπως, τὸ νῆμα τῆς διήγησής του, μοι­άζει νὰ κοιτάζει γύρω του· ὅλοι ἔχουν μείνει κατάπληκτοι, μαγεμένοι, ἄφω­νοι. Κάποτε σπάζει τὴ σιωπὴ ἡ Ἀρήτη, γιὰ νὰ πεῖ τὸν δικό της πρῶτο ἔπαινο: ὁ ξένος τὴν ἔχει κερδίσει (ἔγινε δικός της: ξεῖνος δ’ αὐτ’ ἐμός ἐστιν) μὲ τὴν ὀμορφιά του, τὸ παράστημά του, προπαντὸς μὲ τὸν τόσο ἔξυπνο καὶ ζυγισμένο νοῦ του· οἱ Φαίακες ὀφείλουν νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ πρακτικῶς τὶς ἀποδε­δειγμένες ἀρετὲς τοῦ Ὀδυσσέα· νὰ μὴν τὸν ἀφήσουν νὰ φύγει τὸ ἄλλο πρωί· ­νὰ φανοῦν γενναιόδωροι· νὰ τὸν ἀμείψουν μὲ πρόσθετα πλούσια δῶρα.

Ὁ Ἐχένηος, ὁ γεροντότερος ἀνάμεσα στοὺς Φαίακες, βρίσκει πὼς ὅλοι συμφωνοῦν μὲ τὴν Ἀρήτη, ὁ τελικὸς ὅμως λόγος πέφτει στὸν Ἀλκίνοο. Ἐκεῖνος, μὲ τὴν πρώτη του παρέμβαση, ρυθμίζει ἀμέσως ὅλες τὶς πρακτικὲς λεπτομέρειες: ἂς κάνει ὑπομονὴ ὁ ξένος ἀκόμη μία ἡμέρα· ἔτσι ὁ νόστος του θὰ φτουρίσει σὲ ὑλικὲς ἀπολαβές. Ὁ Ὀδυσσέας, πολυμήχανος, ἀποδέχεται πρόθυμα τὴν πρόταση καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Ἀλκινόου, δίχως περιττὲς τσιριμόνιες.

Μ’ αὐτὰ ὅμως καὶ μ’ αὐτά, πάει νὰ ξεχαστεῖ ἡ κομμένη διήγηση τοῦ ξένου, καὶ ὁ Ἀλκίνοος φαίνεται νὰ ἐνδιαφέρεται προπάντων γιὰ τὴ συνέχειά της – σ’ αὐτὸν τὸν στόχο σκοπεύει ὁ δεύτερος λόγος του. Ὁ δικός του ἔπαινος γιὰ τὸν ξένο θὰ ἀποδειχτεῖ πολὺ πιὸ συγκεκριμένος ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς Ἀρήτης, καθὼς περιστρέφεται ἀκριβῶς γύρω ἀπὸ τὴ διηγητικὴ μαεστρία τοῦ Ὀδυσσέα. Ὁ φιλόξενος βασιλιὰς ἀπαλλάσσει πρῶτα τὸν ἥρωα ἀπὸ κάθε ἀρνητικὴ ὑποψία: ὄχι, αὐτὸς ὁ ξένος δὲν μοιάζει μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ περιφέρονται ἀνὰ τὸν κόσμο καὶ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀφελεῖς μὲ τὶς φανταστικὲς καὶ ἀπίθανες ἱστορίες τους. Καὶ τώρα ὁ θετικὸς ἔπαινος: αὐτὸς ὁ ξένος ξέρει νὰ δίνει στὸν λόγο του μορφή, καὶ τὸ μυαλὸ του ἀστράφτει· κατέχει στὴν ἐντέλεια τὴν τέχνη τῆς διήγησης, ὅσο καὶ ὅπως ἕνας ἐπαγγελματίας ἀοιδός, ἐπισταμένως.

Μεγαλύτερος ἔπαινος γιὰ τὸν Ὀδυσσέα δὲν θὰ μποροῦσε αὐτὴν τὴν ὥρα νὰ ἀκουστεῖ· γιατί ἡ ἐξομοίωσή του μὲ ἐπιστάμενον ἀοιδὸν ὄχι μόνο τὸν συ­γκρίνει μὲ τὸν μουσόληπτο Δημόδοκο καὶ τοὺς ἄλλους ἄξιους ὁμοτέχνους, ἀλλὰ φαίνεται νὰ τὸν ἀνεβάζει καὶ ἕνα σκαλὶ πιὸ πάνω.

Ἂν ἡ «Νέκυια» δείχνει, ὅπως εἶπα, τὸν ἄπατο βυθὸ τῆς Ὀδύσσειας, τότε εἶναι πολὺ πιθανόν, ἂν ὄχι βέβαιο, ὅτι ὁ ποιητὴς τοῦ ἔπους διάλεξε αὐτὴ τὴν προσωρινὴ ἀνακοπὴ τῆς διήγησης τοῦ ἥρωά του, γιὰ νὰ καθρεφτίσει καὶ τὸ δικό του προσωπεῖο στὰ σκοτεινὰ νερὰ τῆς «Νέκυιας» – διακριτικὰ ὅμως καὶ εἰρωνικά, πίσω καὶ κάτω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ πολύτροπου Ὀδυσσέα, ποὺ ἡ ὑψηλότερη ἀρετή του ἀποδεικνύεται ἐδῶ πὼς εἶναι ἡ ἴδια ἡ τέχνη τῆς ἐπικῆς ποίησης, ἡ τέχνη τῆς Ὀδύσσειας.

Read Previous

Όμηρος: Νέκυια

Read Next

Πιέτρο Τσιτάτι: Ταξίδι στον Άδη