Από όλα τα μυστήρια του κόσμου η δημιουργία ήταν πάντα το πλέον μυστηριώδες γι’ αυτό και όλοι οι λαοί και όλες οι θρησκείες ανεξαιρέτως συνέδεσαν την διαδικασία της δημιουργίας με την έννοια του θείου. Γιατί όταν κάτι υπάρχει, τότε μας είναι προσιτό, και το πνεύμα μας μπορεί να το συλλάβει ως γεγονός. Πάντοτε όμως μας διακατέχει το συναίσθημα του υπερφυσικού και του θείου όταν κάπου, όπου προηγουμένως δεν υπήρχε τίποτα, κάτι αρχίζει ξαφνικά να υπάρχει, κάτι που δεν υπήρχε εκεί προηγουμένως, όταν γεννιέται ένα παιδί, όταν από την γυμνή γη φυτρώνει ένα λουλούδι μέσα στην νύχτα. Όμως η έκπληξη μας είναι ακόμη μεγαλύτερη, και συνοδεύεται από σεβασμό και φόβο σχεδόν ιερό, θα έλεγα, όταν αυτό το καινούργιο, που εμφανίσθηκε τόσο ξαφνικά, δεν είναι διόλου εφήμερο, δεν πεθαίνει όπως το ανθρώπινο ον, δε μαραίνεται όπως το λουλούδι, αλλά αυτό που γεννιέται σήμερα παραμένει αιώνιο, όπως ο ουρανός, όπως η γη, η θάλασσα, ο ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια, αυτά που δεν αποτελούν έργα του ανθρώπου αλλά του Θεού.
Το θαύμα αυτό, να γεννιέται κάτι από το τίποτε κι ωστόσο να αψηφά το χρόνο, μπορούμε πολλές φορές να το αντιληφθούμε σε ένα συγκεκριμένο πεδίο, αυτό της τέχνης. Ξέρουμε πως κάθε χρόνο κυκλοφορούν δέκα χιλιάδες, είκοσι χιλιάδες, πενήντα χιλιάδες βιβλία. Πως οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν εκατό χιλιάδες πίνακες και οι συνθέτες συνθέτουν εκατομμύρια μέτρα μουσικής. Τίποτε από αυτά δεν μας δημιουργεί την παραμικρή έκπληξη. Μας φαίνεται αυτονόητο πως οι συγγραφείς ή οι ποιητές γράφουν βιβλία, τόσο αυτονόητο όσο και το γεγονός πως τα βιβλία αυτά στοιχειοθετούνται από τον στοιχειοθέτη και τυπώνονται από τον τυπογράφο, δένονται από τον βιβλιοδέτη και πωλούνται από τον βιβλιοπώλη.
Δεν είναι παρά ένα απλό φαινόμενο παραγωγής, τόσο καθημερινό όσο το να ψήσεις το ψωμί και να φτιάξεις ένα ζευγάρι κάλτσες η παπούτσια. Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για θαύμα, πρέπει ανάμεσα στα τόσα έργα να βρεθεί ένα, στο οποίο το χάρισμα της τελειότητας να επιτρέψει να επιβιώσει της εποχής μας και πολλών ακόμη εποχών. Στην περίπτωση αυτή, και μόνον αυτή, νιώθουμε ότι το πνεύμα έλαβε και πάλι μία συγκεκριμένη μορφή μέσα σε κάποιο ανθρώπινο ον και ότι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου μας επαναλήφθηκε εκ νέου σε ένα έργο. Αν το σκεφτεί κανείς, πρόκειται για κάτι το συναρπαστικό: ιδού ένας άνθρωπος, φτιαγμένος όπως όλοι οι άνθρωποι, που κοιμάται σε ένα κρεβάτι, που τρώει σε ένα τραπέζι, που ντύνεται όπως εσείς και εγώ, που είναι με δυο λόγια όπως όλοι μας. Τον συναντηθούμε στο δρόμο, ίσως και να είμαστε συμμαθητές στο σχολείο, στο ίδιο θρανίο, εξωτερικά δεν διαφέρει σε τίποτε από εμάς. Και έπειτα, ξαφνικά, ο άνθρωπος αυτός πετυχαίνει κάτι που κανείς από εμάς δεν είναι σε θέση να καταφέρει. Υπερβαίνει το νόμο που μας κρατά όλους δέσμιους, εμάς τους ανθρώπους, νικά το χρόνο, γιατί ενώ εμείς οι υπόλοιποι πεθαίνουμε και φεύγουμε από τούτο τον κόσμο δίχως να αφήσουμε ίχνη, κάτι από αυτόν συνεχίζεται για πάντα. Γιατί; Απλώς γιατί επιτέλεσε την θεία αυτή η πράξη της δημιουργίας, με την οποία κάτι γεννιέται από το τίποτα, κάτι το διαρκές γεννιέται από τα εφήμερα. Γιατί η εμφάνιση του αποτελεί ταυτόχρονα και εκδήλωση του πιο επτασφράγιστο μυστικό του κόσμου μας: του μυστικού της δημιουργίας.
Τι έκανε ο άνθρωπος αυτός; Ας το δούμε καθαρά επιφανειακά. Αν είναι μουσικός, επέλεξε κάποιες από τις νότες της κλίμακας και τις ταίριαξε κατά τρόπο τόσο ιδιαίτερο, που η μελωδία η οποία γεννήθηκε δεν παύει να συγκινεί την ψυχή εκατοντάδων χιλιάδων, εκατομμυρίων ανθρώπων, ακόμη και στα πιο απόμακρα μέρη της γης. Αν είναι ζωγράφος, χρησιμοποίησε τα επτά χρώματα της ίριδας και τους δύο τόνους, του φωτός και της σκιάς, για να δημιουργήσει έναν πίνακα ο οποίος, ευθύς μόλις τον αντικρίσουμε, καθρεφτίζεται στην ψυχή μας. Αν είναι ποιητής, διάλεξε, ανάμεσα στις πενήντα με εκατό χιλιάδες λέξεις που απαρτίζουν την γλώσσα μας, μια εκατοστή λέξεων, μα σε ένα συνδυασμό τόσο ιδιαίτερο, ώστε να σχηματίζουν ένα αθάνατο ποίημα. Ή αν είναι δραματουργός ή αφηγητής, δημιούργησε χαρακτήρες τόσο οικείους, τόσο ζωντανούς, που είναι για μας αδέλφια και φίλοι, υπάρξεις που έχουν μέσα τους, όπως και ο ίδιος, την θεία δύναμη να επιβιώνουν στο χρόνο. Αλλά με τούτη την απλή εκ πρώτης όψεως πράξη παραβίασε το νόμο της φύσης: δημιούργησε μια ουσία που αψηφά την έννοια του εφήμερου. Με έναν παλμό του αέρα, έδωσε μορφή σε κάτι πιο ανθεκτικό από το ξύλο που ακουμπάμε, από την πέτρα με την οποία έχει κτιστεί τούτο το κτήριο. Μέσω αυτού, το άφθαρτο, και ας μη διστάζουμε να το πούμε, το θείο, εκδηλώθηκε στο γήινο στοιχείο.
Αλλά πώς ο συγκεκριμένος άνθρωπος κατορθώσει αυτό το θαύμα; Πως αυτός, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, με βάση τα ίδια υλικά που ωστόσο έχουμε όλοι στη διάθεσή μας, τη γλώσσα, το χρώμα ή τον ήχο, πώς κατάφερε να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης; Ποια είναι η μυστηριώδης δύναμη που τον κατέστησε ικανό για κάτι τέτοιο; Πως δημιουργεί ο πραγματικός καλλιτέχνης; Πως είναι δυνατόν να συντελείται αυτό το θαύμα σε τούτο τον κόσμο, τον στερημένο από Θεό;
Νομίζω πως, συνειδητά η ασύνειδα, ο καθένας από εμάς έχει ήδη θέσει στον εαυτό του αυτό το ερώτημα, είτε στο μουσείο μπροστά σε έναν αθάνατο πίνακα κάποιου μεγάλου δασκάλου, είτε διαβάζοντας ένα ποίημα που τον αναστατώνει μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του, είτε ακούγοντας συγκινημένος μία από τις συμφωνίες του Μότσαρτ ή του Μπετόβεν.
Ο καθένας, πιστεύω, αναρωτήθηκε, γεμάτος έκπληξη και θαυμασμό: πώς ένας άνθρωπος μπόρεσε μοναχός του να δημιουργήσει αυτό που ξεπερνά τον άνθρωπο; Και θα έφτανα μάλιστα μέχρι του σημείου να ισχυριστώ πως όποιος περνά μπροστά από τα μεγάλα έργα τέχνης δίχως να νιώσει αυτή την απορία, όποιος δεν συγκινήθηκε από τούτο το μυστήριο, δεν είχε ποτέ του την παραμικρή σχέση με την τέχνη και ούτε πρόκειται να αποκτήσει ποτέ. Το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης καρδιάς μας είναι αυτό που αναστατώνεται από το μεγαλειώδες και το μυστηριακό, και το καλύτερο κομμάτι του ανθρώπινου πνεύματος είναι αυτό που, οπότε διαισθάνεται ένα μυστήριο, αισθάνεται ταυτόχρονα την ανάγκη να το επιλύσει. Όποιος επιζητά την πραγματική επαφή με την τέχνη, πρέπει πάντοτε να προσεγγίζει τα μεγάλα έργα με ένα διττό συναίσθημα. Πρέπει να επιδεικνύει ταπεινοφροσύνη και η ευαισθησία του πρέπει να το υποδέχεται ως κάτι το ακατανόητο, που ξεπερνά τις ικανότητες του και την εφήμερη ζωή του. Αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να διατηρεί το πνεύμα του σε εγρήγορση και να πασχίζει να κατανοήσει πώς αυτό το θείο έργο στάθηκε δυνατό να γεννηθεί στον γήινο κόσμο μας. Πρέπει να προσπαθεί να συλλάβει το ασύλληπτο.
…..
Στέφαν Τσβάιχ: Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2013