Τάκης Σινόπουλος: Ελπήνωρ

Ἀπὸ περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τεῦχος 51, Αθῆναι 1980

 

Ἐλπήνορ πῶς ἦλθες…

ΟΜΗΡΟΣ

 

Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα, τὰ μαῦρα κυ­παρίσσια,

τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο ἀπὸ τ’ ἁλάτι καὶ τὸ φῶς,

τὰ κούφια βράχια, ὁ ἀδυσώπητος ἥλιος ἀπάνω,

καὶ μήτε κύλισμα νεροῦ μήτε πουλιοῦ φτερούγα,

μονάχα ἀπέραντη, ἀρυτίδωτη, πηχτὴ σιγή.

Ἦταν κάποιος ἀπὸ τὴ συνοδεία ποὺ τὸν ἀντίκρισε,

ὄχι ὁ πιὸ γέροντας: Κοιτᾶχτε, ὁ Ἐλπήνωρ πρέπει νά ‘ναὶ ἐκεῖνος…

Ἐστρίψαμε τὰ μάτια γρήγορα. Παράξενο πῶς θυμηθή­καμε,

ἀφοῦ εἶχε ἡ μνήμη ξεραθεῖ σὰν ποταμιὰ τὸ καλοκαίρι.

Ἦταν αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ, πράγματι, στὰ μαῦρα κυπα­ρίσσια,

τυφλὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τοὺς στοχασμούς,

σκαλίζοντας τὴν ἄμμο μ’ ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα.

Καὶ τότε τὸν ἐφώναξα μὲ μιὰ χαρούμενη φωνή: Ἐλπήνορα,

Ἐλπήνορα πῶς βρέθηκες ξάφνου σ’ αὐτὴ τὴ χώρα;

εἶχες τελειώσει μὲ τὸ μαῦρο σίδερο μπηγμένο στὰ πλευρά,

τὸν περσινὸ χειμῶνα, κ’ εἴδαμε στὰ χείλη σου τὸ αἷμα πηχτό,

καθὼς ἐστέγνωνε ἡ καρδιά σου δίπλα στοῦ σκαρμοῦ τὸ ξύλο.

Μ’ ἕνα κουπὶ σπασμένο σὲ φυτέψαμε στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ,

ν’ ἀκοῦς τ’ ἀνέμου τὸ μουρμούρισμα τὸ ρόχθο τῆς θαλάσσης.

Τώρα πῶς εἶσαι τόσο ζωντανός; πῶς βρέθηκες σ’ αὐ­τὴ τὴ χώρα

τυφλὸς ἀπὸ τὴν πίκρα καὶ τοὺς στοχασμούς;

Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Καὶ τότε πάλι ἐφώναξα

βαθιὰ τρομάζοντας: Ἐλπήνορα, πού ‘χες λαγοῦ μαλλὶ

γιὰ φυλαχτάρι κρεμασμένο στὸ λαιμό σου, Ἐλπήνο­ρα,

χαμένε στὶς ἀπέραντες παράγραφους τῆς ἱστορίας,

ἐγὼ σὲ κράζω καὶ σὰ σπήλαιο ἀντιλαλοῦν τὰ στήθια μου

πῶς ἦρθες, φίλε ἀλλοτινέ, πῶς μπόρεσες

νὰ φτάσεις τὸ κατάμαυρο καράβι πού μᾶς φέρνει

περιπλανώμενους νεκροὺς κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιον, ἀποκρίσου.

ἂν ἡ καρδιά σου ἐπιθυμεῖ μαζί μας νά ‘ρθεις, ἀποκρίσου.

Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Ξανάδεσε ἡ σιωπὴ τριγύρω.

Τὸ φῶς σκάβοντας ἀκατάπαυστα βαθούλωνε τὴ γῆ.

Ἡ θάλασσα, τὰ κυπαρίσσια, τ’ ἀκρογιάλι, πετρωμένα

σ’ ἀκινισία θανατερή. Καὶ μόνο αὐτός, ὁ Ἐλπήνωρ

ποὺ τὸν γυρεύαμε μὲ τόση ἐπιμονὴ μὲς στὰ παλιὰ χει­ρόγραφα

τυραννισμένος ἀπ’ τὴν πίκρα της παντοτινῆς του μο­ναξιᾶς,

μὲ τὸν ἥλιο νὰ πέφτει στὰ κενὰ τῶν στοχασμῶν του,

σκαλίζοντας τυφλὸς τὴν ἄμμο μ’ ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα,

σὰν ὅραμα ἔφευγε καὶ χάνονταν ἀργὰ

στὸν ἀδειανό, χωρὶς φτερά, χωρὶς ἠχώ, γαλάζιο αἰθέ­ρα.

Read Previous

Φράντς Κάφκα: Η σιωπή των Σειρήνων

Read Next

Τάκης Σινόπουλος: Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα