Κωνσταντίνος Σ. Παχής, Η Ευρώπη είναι παιδεία

Από τα πρώτα βήματά του στην ιστορία ο Ελληνισμός κοίταζε προς τη Δύ­ση αλλά και την Ανατολή, κοίταζε προς την σημερινή Ιταλία και τη Γαλλία, αλλά και προς τη σημερινή Μικρά Ασία. Οι Ίωνες πήγαν στη γη που θα ονομασθεί Ιωνία περίπου χίλια χρόνια προ Χριστού, και δημιούργησαν εκεί αποικίες που λάμπρυναν τον κόσμο με το φωτεινό τους πνεύ­μα: από τους πρώτους φιλοσόφους και επιστήμονες έως τους κυριολε­κτι­κά έξοχους ποιητές. Ίσως απόηχος της εγκατάστασής τους εκεί είναι και ο Τρωικός πόλεμος, που στάθηκε το θέατρο της Ιλιάδας. Το έπος αυτό  χα­­ρακτηρίστηκε “το Ευαγγέλιο των Ελλήνων”. Πήγαν επίσης στην Κάτω Ι­ταλία ό­­που δημιούργησαν αυτό που οι Ρωμαίοι απεκάλε­σαν Magna Graecia, αλ­λά και  ακόμη πιο δυτικά, φθάνοντας έως τις Πύλες της Μεσογείου. Κοιτώντας προς την καταβολική τους Βόρειο Ευρώπη, μετέτρεψαν τον Εύξεινο Πόντο σε ελληνική λίμνη, ιδρύ­οντας αποικίες σε όλες τις ακτές του.

Είναι αλήθεια ότι κρίνοντας από την ένταση των σχέσεων, θα λέγαμε ότι ο Ελληνισμός ήταν στραμμένος προς την Ανατολή, αφού η παρουσία της Δύσης στη ζωή του ήταν εντελώς αναιμική. Αυτό όμως δεν εκδήλωνε κάποια προτίμηση. Απλούστατα, για το ναυτικό κόσμο των Ελλήνων η ανα­το­λι­κή λεκάνη της Μεσογείου ήταν πηγή πολύ μεγαλυτέρου κέρδους απ’ όσο η δυτική. Κι ακόμη, στην ανατολική λεκάνη ζούσαν λαοί πολύ πιο α­νεπτυγμένοι απ’ όσο στη δυτική.

Οι λαοί της Ανατολής γνώριζαν, βέβαια, πολύ καλά τους Ίωνες. Και αναφέ­ρονταν με θαυμασμό σε αυτούς: εκτός από τη Βίβλο, στους Ίωνες ανα­φέρονται κείμενα των Αιγυπτίων, των Ασσυρίων, των Περσών και ακόμη στις Βέδες των Ινδών. Οι Ίωνες αναφέρονται πάντοτε ως λαοί της θάλασ­σας, ως μεγάλοι έμποροι. Ελληνικά προϊόντα βρίσκονται από τα πρωτο­ϊστορικά χρόνια και στη Δύση, έως τη Δανία, αλλά οι “υπερ­βόρειοι λαοί” της Ευρώπης δεν είχαν γραφή, κι έτσι δεν σώθηκαν  γραπτές αναφο­ρές στους Έλ­­λη­νες. Ωστόσο, την εκτίμηση των δυτικών προς τους Έλληνες τη βλέπουμε σε έμμεσες μαρτυρίες, στο πως αξιοποίησαν το ελληνικό πνεύ­μα. Ένα παράδειγμα δίνουν οι Κέλτες Βουρδίγαλα, που έμαθαν την οινο­ποιία από τους Έλληνες της Μασσαλίας και μετέτρεψαν την περιοχή τους στο σημερινό Μπορντώ σε κοιλάδα παραγωγής κρασιού. Αλλά το μεγα­λύ­τερο, το αξιώτερο παράδειγμα, το δίνουν οι Ρωμαίοι. Αυτοί διδά­χθη­καν το ελληνικό πνεύμα από τους Έλληνες της Κύμης (κυρίως, όχι μό­νο) και το ανήγαγαν σε οδηγό τους: τα βιβλία της Σίβυλλας (τους χρησμούς) τα πήραν στη Ρώμη και τα είχαν ως την ιερή παρακαταθήκη σε ναό της πό­λης τους. Αργότερα, θέσπισαν και αυτοί σχολεία, και ανέθεσαν σε Έλ­ληνες τη δι­δα­σκαλία της ίδιας τους της γλώσσας όπως και της ελληνικής. Όχι τυχαία, το πρώτο κείμενο που μετέφρασαν από τα ελληνικά στα λα­τινικά, ήταν η Ιλιάδα.

Ωστόσο, οι Έλληνες συνέχιζαν να μένουν στραμμένοι προς την Ανατολή, από όπου επλούτιζαν. Και γι αυτόν ακριβώς το λόγο ο Δαρείος αποφάσισε να κατακτήσει την Ελλάδα, ώστε να φορολογεί τους Έλληνες ναυτι­κούς. Στο μυαλό του Δαρείου δεν ήταν καθόλου να ωφεληθεί από την ε­παφή με το ελληνικό πνεύμα. Δεν υπήρχαν προϋποθέσεις για κάτι τέ­τοιο, όπως απέδειξε η ιστορική πραγματικότητα. Και το απέδειξε αυτό η ιστο­ρία, ό­ταν ο Αλέξανδρος εισέβαλε στην Ασία.

Ο Ελληνισμός παρουσιάστηκε, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο τον Μακεδό­να, όχι πια μόνο στα λιμάνια αλλά και στην ενδοχώρα της Ανατολής. Από τα έσχατα όρια της Αιγύπτου των φαραώ έως τα κράσπεδα του πο­ταμού Ινδού, έμπηξε το δόρυ του ελληνικού πνεύματος. Ίδρυσε πόλεις, δημιούρ­γη­σε χώρους και φορείς πολιτισμού, έδωσε σε όλους τους λαούς ώθηση προς τα εμπρός και τα υψηλά. Πουθενά δεν μισήθηκε, πουθενά δεν αντι­μετωπίστηκε ως κατακτητής. Κι όμως, τί έμεινε από αυτή τη δη­μιουργική έκρηξη; Για κάποιους αιώνες έλαμψε η Αλε­ξάν­δρεια στη Με­σόγειο. Ακολούθησαν αιώνες όπου η πόλη, σχεδιασμένη α­πό τον  ίδιο τον Αλέ­ξανδρο για να υλοποιήσει  το οικουμενικό όραμά του, έπεσε σε δεύ­τε­ρη μοίρα, κι έπει­­τα έγινε απλά ένα ακόμα λι­μάνι. Τίποτε περισσότερο.

Ο Αλέξανδρος πέρασε αμέσως μόλις πέθανε στο βασίλειο των θρύ­λων. Το ελληνικό πνεύμα όμως;  Από όλο τον κόσμο της Ανατολής σβύστηκε γρή­γορα, με τρόπο που φέρ­νει στο νου τους στίχους του Σεφέρη:

                        Πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε τ΄ όνομά της. 

                        Ωραία που φύσηξε ο μπάτης

                        και σβύστηκε η γραφή.

Γιατί αυτή η τόσον εύκολη διαγραφή; Που πήγαν τα Γυμνάσια, τι απέγινε η Αγορά σε κάθε πόλη, που πήγαν τα σχολεία; Πως το πνεύμα που έφερε ο Αλέ­ξαν­δρος σβύστηκε τόσο γρήγορα και απλά; Την απάντηση την είχε δώσει ήδη ο Αισχύλος, ο πρώτος της τραγωδίας:  όταν ο Πέρσης βασιλιάς έβαλε χα­­­λινάρι στην Ασία, εκείνη καμάρωνε για το στολίδι στο στόμα της, ενώ η Ελλάδα πάλαιψε να λευτερωθεί, έβγαλε τα χαλινάρια  και γκρέμισε το άρ­μα του βασιλιά. Και να η βασίλισσα που λέει στους Ασιάτες:

Γνωρίζει καλά καθένας σας

πως αν ο γυιός μου στον πόλεμον νικήσει ξακουστός θα γίνει,
κι’ αν αποτύχει

 κανενός δεν έχει να δώσει λόγο για τα έργα  του.

Η βασίλισσα, δηλαδή, επισημαίνει το χαλινάρι. Το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι το ελληνικό πνεύμα απαιτεί.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η Ασία ήταν ένα όνειρο για τον Αλέξανδρο, όνειρο βγαλ­μένο από το μέγα έπος του Ομήρου. Αλλ’ ο Αλέξανδρος και το πνεύμα που εκόμιζε δεν ήταν καθόλου ένα όνει­ρο για την Ασία. Τον Αλέξανδρο ακολούθησαν οι Διάδοχοι και οι Επίγονοι. Και αυτούς, οι Ρωμαίοι. Κι ό­μως, και αυτών η παρουσία σβύστη­κε από το κύμα πολύ γρήγορα. Τους Ρωμαίους ακολούθησαν οι Βυζαντι­νοί. Κοινή η νεκρική σιωπή: όλα σβύ­νουν αμέσως μόλις ο κατακτητής για κάποιο λόγο βγει από τη σκηνή.

Αναπαυόμαστε με την εξήγηση πως όλα στην ιστορία είναι φθαρτά, πως για όλα έρχεται η ώρα του θανάτου, και για τους ανθρώπους και για τα έργα τους.  Όμως, δεν είναι αλήθεια αυτό. Ασφαλώς δεν υπάρχει αθανασία για τα έργα του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι κοινή μοίρα, είναι αλή­θεια. Αλλά αρκετοί από τους ανθρώπους αφήνουν πίσω τους σφραγίδα το έργο τους, αστέρι πολικό για όσους το συνεχίζουν,  κληρονομιά για τους επιγενόμενους. Ο Παύλος από την Ταρσό πέθανε, ναι. Αλλά πάνω στο έργο του χτίστηκε ένα απέραντο βασίλειο χωρίς δύση. Όσοι δημιούρ­γησαν τον Παρθενώνα χά­θη­καν — και η Αθηνά και οι πιστοί της όλοι. Αλλά το δημιούργημα μένει αθάνατο προσκύνημα κάθε Ευρωπαίου με πνευματική ποιότητα, κάθε ανθρώπου που μπορεί και στέκει εμπρός στο μεγαλείο του κάλλους. Το έργο, αυτό που πακτώνει η ατα­λάντευτη πράξη,

γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε, και σαν πεθαίνουμε

                        αν πεθαίνει,

                         δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

διδάσκει πάλι ο Σεφέρης.

Ας στραφούμε τώρα προς τη Δύση. Κανείς δεν είπε ότι ο Ιούλιος Καίσαρ ήταν μεγαλύτερος ηγέτης από τον Αλέξανδρο. Αλλά όλοι παραδεχόμαστε ότι ο Καίσαρ κατέκτησε την Ευ­ρώπη και την πλούτισε με το ελληνο­ρωμαϊκό πνεύμα της Αυτοκρα­το­ρίας. Κέλτες, Γαλάτες, Γότθοι, Σλάβοι, όλοι, ακόμη και οι Ούννοι, εντάχθηκαν στον κόσμο που έφερε ο Καίσαρ. Εκείνος έφυγε, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαλύθηκε, αλλά το πνεύμα της έμεινε. Έμεινε γιατί οι λαοί της Ευρώπης, ντόπιοι και εισβολείς, το δέχθη­καν, και κυρίως το οικειώθηκαν. Στήριξαν τον βίο τους πάνω σε αυτό. Και ιδού: μόλις αποκαταστάθηκαν από το χάος που ακολούθησε την κατάρ­ρευση της Ρώμης, οι λαοί της Ευρώπης, οι χθεσινοί βάρβαροι, άρχισαν να μαθαίνουν Όμηρο ακριβώς όπως κι ο Αλέξαν­δρος, άρχισαν να διδάσκο­νται απ΄τον Αριστοτέλη, ακριβώς όπως  έκανε κι ο Αλέξανδρος. Η κλασι­κή παιδεία έγινε η παιδεία των λαών της Ευρώπης, μετατρέποντας την κατάκτησή τους από τον Καίσαρα σε με­τάγγιση ζωογό­νου αίματος. Προ­σέ­λαβαν το κλασικό -όπως οι ίδιοι το ονόμασαν, –  και το πλούτισαν με τις δικές τους εμπειρίες, βρίσκοντας σε αυτό την κοινό­τη­τά τους, το στοιχείο που τους ενώνει και υψώνει, μολο­νότι  η κλασική γραμματεία μιλάει για κόσμους ξένους προς τις παραδό­σεις και την ιστορία τους.

Το ερώτημα τίθεται εκ των πραγμάτων: γιατί οι βάρβαροι της Ευρώπης δέχθηκαν την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά ενώ οι πολύ πιο ανεπτυγμένοι από αυτούς λαοί της Ασίας και οι Αιγύπτιοι στάθηκε αδύνατον να εισπράξουν έστω έναν κόκκο από αυτό το πνεύμα; Τι είχαν οι βάρβαροι της Ευρώπης που τους έδωσε τη δύναμη να κερδίσουν αυτή την πελώρια κλη­ρονομιά, και μάλιστα να την υπερασπίσουν με πάθος όποτε χρειάστηκε, και να την αυξάνουν συνεχώς έκτοτε;

Η απάντηση βρίσκεται σε δυό στοι­χεία. Το ένα είναι η παρουσία της εκκλησίας. Η εκκλησία της Ρώμης υπήρ­ξε διδάσκαλος όχι μόνο της πίστης αλλά και της κλασικής γραμ­ματείας. Όμως, δεν είναι μόνον αυτό. Δεν θα αρκούσε μόνον αυτό. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και ένα ταυτοτικό στοι­χείο των βαρβάρων της Ευρώπης: ο Τάκιτος περιγράφει με θαυμασμό το πάθος για την ελευθερία που είχαν οι βάρβαροι, καθώς επίσης τη γεν­ναιότητά τους. Ο Αχιλλέας και ο Αινείας δεν ήταν λοιπόν ξένοι προς τα ήθη τους. Με τον ίδιο θαυμασμό πε­ριγράφει ο Τάκιτος ότι οι βάρβαροι είχαν συνελεύ­σεις του δήμου, στις οποίες έπαιρ­ναν τις αποφάσεις τους. Η κοι­νο­βου­λευτική δημοκρατία βρι­σκόταν ήδη στα σπάργανά της— κάτι που οι λαοί της Ασίας δεν τόλμησαν ποτέ ούτε να το φανταστούν. Άρα, οι λεγό­μενοι βάρβαροι, ήσαν έτοιμοι να ακού­σουν και να θαυμάσουν τους ρήτορες, τον Δημοσθένη και τον Κικέρωνα. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο σπόρος που έριξε ο Καίσαρ έπεσε σε γό­νιμο έδαφος, ενώ αντίθετα, ο σπόρος του Αλεξάνδρου έπεσε σε παντελώς άγονη γη.

Με αυτές τις προϋποθέσεις η Ευρώπη δημιούργησε την ταυ­τότητά της. Και μάλιστα, είναι η μόνη ήπειρος που έχει κοινή, ενιαία ιδιαίτερη ταυτότητα. Δεν υπάρχει κοινότητα πνεύματος μεταξύ των λαών της Ασίας, ή της Αφρικής ή της Αμερικής. Αποκαλώντας κάτι αμερικανικό εννοούμε μόνο των ΗΠΑ ή έστω και του Καναδά, όχι άλλων λαών. Ο όρος, εξ άλ­λου, ασιατικό υποδηλώνει γεωγραφική προέλευση, αλλά δεν υπάρχει τρό­πος να βρούμε κοινή πνευματική κληρονομιά μεταξύ Ιαπώνων και Σαου­δ­αράβων, μεταξύ Κινέζων και Ινδών, μεταξύ των λαών της Βόρνεο και της Σιβηρίας. Υπάρχει το ισλάμ, ναι, που απλώνεται από τις Ατλαντικές ακτές της Αφρικής έως τις ανατολικές ακτές της νότιας Ασίας στον Ειρη­νικό. Αλλά έως εκεί. Η κοινότητα της θρησκείας δεν μπόρεσε να καλ­λιεργήσει κοινή πνευματική κληρονομιά, αίσθημα ταυτότητας πέρα από την κοινή  πίστη.

Ωστόσο, θα χρειασθεί να σκύψουμε με ιδιαίτερη προσοχή πάνω στην κοινότητα του ευρωπαϊκού πνεύματος. Διότι, ακούγεται πα­ρα­δο­ξότητα αυ­τό, για μιαν ήπειρο που γνώρισε μόνο στον 20ο αιώνα δυό μεγάλους πο­λέ­μους, και εκτός τούτων, συγκρούσεις τέτοιες που οδήγη­σαν στο θάνατο πάνω από 60 εκατομμύρια Ευρωπαίους. Εάν μπορούσαμε να θάψου­με ταυ­τόχρονα τους νεκρούς των πολέμων μεταξύ των Ευρω­παί­ων από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας έως σήμερα, η Ευρώπη θα ήταν ένα απέ­ραντο νεκροταφείο, με τους τάφους τόσο κοντά ώστε να μην μπορείς να πας σε έναν απ’ αυτούς για ν΄αφήσεις λίγα λουλούδια. Για ποιαν ενότη­τα λοιπόν, για ποιάν κοινή ταυτότητα της Ευρώπης  μιλάμε;

Ο μεγάλος Τσέχος παιδαγωγός του 16ου αι. Κομένιους, έγραφε: “πρέπει να ενω­θού­με μεταξύ μας, γιατί εμείς οι Ευρωπαίοι είμαστε όλοι ταξιδιώτες πά­νω στο ίδιο πλοίο”. Ο Βολταίρος πρόσθεσε ότι η Ευρώπη είναι μια μεγάλη κοινότητα χωρισμένη σε μικρά κράτη, με ενιαίο σύστημα πολιτι­κών αξιών και περί δικαίου αντιλήψεων. Και πάμπολλοι άλλοι μεγάλοι Ευρω­παίοι μίλησαν για τη βαθύτερη ενότητα τη Ευρώπης. Το ερώτημα λοι­πόν εδώ είναι πως εξηγούνται οι συνεχείς πόλεμοι και οι ατελεύτητες συγ­­κρού­σεις. Την απάντηση τη δίνει ο Γκαίτε: “Ό,τι ενώνει την Ευρώπη είναι η κουλτούρα της, και ό,τι τη χωρίζει είναι οι ιδεολογίες που α­κολου­θούν οι μάζες”. Σαφέστερος ακόμη ο  στενός φίλος του Γκαίτε και φιλό­σο­φος Γιόχαν Χέρντερ: “Η Ευρώπη είναι μία δημοκρατία των μορφω­μέ­νων”.

Η Ευρώπη λοιπόν είναι δημιούργημα της παιδείας, μιας παιδεί­ας που δεν μπό­ρεσε να εμποδίσει τους πολέμους, αλλά και δεν επέτρεψε να κατασπαραχθεί από αυτούς. Δεν είναι καινούργιο αυτό. Ήδη, από την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου υψώθηκε το επιχείρημα: η παιδεία δεν μπορεί να εμποδίσει την εμφύλια σφαγή. Αλλά και ο σκληρότερος των πολέμων, δεν μπορεί να θίξει την παιδεία. Χάρις σε αυτήν η Ευρώπη δεν είναι μια περιοχή αλλά μια πολιτιστική οντότητα. Το 1949, ο  Ισπανός φι­λό­σοφος Χοσέ Ορτέγκα υ Γκασσέτ, μιλώντας στο Βερολίνο που ακόμη προ­­σπα­θούσε να μαζέψει τις στάχτες του πολέμου, τόνισε ότι η Ευρώπη ως κοι­νότητα υπήρχε πολύ πριν εμφανισθεί ο εθνικισμός, κι ότι ακόμη κι όταν σχηματίστηκαν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, ο μορφωμένος Ευρωπαίος πατούσε με το ένα πόδι στο έθνος του και με το άλλο στη βαθύτερη κατάφαση ότι ναι, είναι Ευρωπαίος. Από τη μια είχε την πατρίδα του, κι α­πό την άλλη είχε την κουλτούρα του, που τον ένωνε με τους άλλους Ευ­ρω­­παίους.

Αυτή η πραγματικότητα είναι ένα μάθημα για μας. Διότι μας δείχνει όχι απλά και μόνο ποια είναι η συγκολλητική ουσία της Ευρώπης, αλλά μας δείχνει επίσης ότι θα πρέπει να προστατεύσουμε αυτή την ουσία αν θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανό τον κόσμο μας. Για να μείνει η Ευ­ρώπη ζω­ντανή, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορεί να είναι απλά ένα πολιτικό σχέδιο, δεν μπορεί να είναι μόνο μια οικονομική τάξη, αλλά θα πρέπει να κρατήσει ζωντανό τον παράγοντα που της δίνει επί αιώνες την ενότητά της: την κλασική της παιδεία. Όχι μόνο την αρχαία, αλλά και αυτήν που η ίδια πρόσθεσε, η ίδια καλλιέργησε. Από τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ ως τον  Έλιοτ και τον Καμύ, από τον Μοντεβέρντι και τον Μότσαρτ  ως τον Στραβίνσκυ και τον  Μπρίτεν, από τον Μιχαήλ Άγγελο ως τον Ματίς και τον Μουρ, το ευρωπαϊκό πνεύμα έχει αναπτύξει μια κλασι­κή παιδεία μεγά­λου, αληθινά μεγάλου εύρους. Αν αυτό το δεδομένο η Ευρώπη το ξεχάσει, αν αυτόν τον πλούτο  τον πα­ραθεωρήσει, να ξέρουμε ότι θα διαλυθεί με την πρώτη ευκαιρία. Δεν χρειάστηκαν πολλά για να διαλυθεί η αυτοκλη­θείσα Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Δεν χρειάστηκαν πολλά για να διαλυθεί η Σοβιετική αυτοκρα­τορία. Δεν θα χρειασθούν πολλά για να διαλυθεί και η Ευρωπαϊκή Ένω­ση, αν μείνει χωρίς το οξυ­γόνο της: την κοινή παιδεία. Δεν θα χρει­α­σθούν πολλά για να πάρει ο άνεμος όλες τις βεβαιότητες της Ένωσης, αν η Ευρώπη πάψει να είναι “η δημο­κρα­τία των μορφωμένων” που είπε ο Χέρντερ, και αφεθεί στα χέρια μό­νον όσων νοιάζονται για τη γεωοι­κο­νομία και τη γεωπο­λιτική, μόνον όσων νοιάζονται για δυνάμεις ισχύος ή για την ιδεολογία της μάζας.

__

Ο Κωνσταντίνος Σ. Παχής γεννήθηκε το 1963 στην Αττική. Σπούδασε Χημικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνέχισε τις σπουδές του στο Μάντσεστερ απ’ όπου έλαβε και τη διατριβή του. Είναι Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος της φαρμακοβιομηχανίας IASIS PHARMA. Ως τώρα έχει δημοσιεύσει μελετήματα σε έγκριτα διεθνώς χημικά περιοδικά. Το βιβλίο του “Αλέξανδρος ο Μέγας. Η Εκπόρθηση της Ιστορίας“, είναι καρπός ευρύτερης μελέτης του με αντικείμενο τις καταβολικές σχέσεις ελληνικής αρχαιότητας και ευρωπαϊκού κόσμου.

Read Previous

Ο Ζισκάρ ντ΄ Εσταίν μιλάει για το μέλλον της Ευρώπης

Read Next

ΕΠΟΠΤΕΙΑ: Γιατί στα χαρακώματα και πάλι