Νατάσα Κεσμέτη
Τον διώχνανε
Γιὰ κάμποσα χρόνια, καὶ μάλιστα τὰ πιὸ κρίσιμα, τὸν Φύλακα τὸν διώχνανε ἀπὸ παντοῦ. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια διώχνανε τοὺς δικούς του, χωρὶς νὰ κάνουν ἐξαίρεση γι’ αὐτόν. Ὅλοι στὴν οἰκογένειά του ἦσαν κουραστικοὶ καὶ ἀνεπιθύμητοι ἄνθρωποι. Ὁ Φύλακας ἔκανε ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι του νὰ ἱκανοποιεῖ συγγενεῖς καὶ ξένους ἔτσι ποὺ νὰ καταφέρει τελικὰ νὰ ἀνατρέψει τὴν κατάσταση, ἀλλὰ μάταια. Δὲν μποροῦσε νὰ ρίξει κανένα βέλο μπροστὰ στὰ μάτια του. Αὐτὸ ποὺ σκεφτόταν ἤ ἔνιωθε γραφόταν ἀμέσως στὸ πρόσωπό του, κι ὅσο ἀνακατεμένο μὲ μιὰν ἀνεξήγητη ἔκφραση συμπάθειας νὰ φανερωνόταν, ὁ καθένας εὔκολα μάθαινε τί πραγματικὰ πίστευε. Ὅποιες προσπάθειες καὶ νὰ ἔκανε, δὲν κατάφερνε παρὰ νὰ γίνει ἀκόμα περισσότερο ἀνεπιθύμητος. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ τὸν διώχνανε.
Σὰν ἀπὸ ἔνστικτο σπρώχτηκε νὰ ρίχνει γρήγορες, κοφτὲς ματιές, νὰ μὴν ἑστιάζει πουθενὰ γιὰ πολὺ τὸ βλέμμα του, νὰ λειτουργεῖ μὲ δυὸ λόγια τὴν ὅραση σὰν ὄσφρηση κι ἔτσι νὰ μυρίζει ἀκατάπαυτα ἀνοιγοκλείνοντας τὰ βλέφαρα ἤ μετακινώντας τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν ὅπως ρουθούνια κάποιου νυχτόβιου θηρευτῆ. Ὁ ἴδιος νιώθει ἐλάχιστα προστατευμένος πίσω ἀπὸ τὸ αὐτοσχέδιο σκάφανδρο τῶν βιαστικῶν βλεμμάτων.
(“Σκάφανδρο στο παγωνί ή ένας βαθύς άνθρωπος”, Πλανόδιον, Ιστορίες Μπονζάϊ)