Γιώργος Μαρκόπουλος
Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι
Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, γιορτές, στο κουζινάκι
χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
‘Οταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα κτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοβάδες…
Αλλάξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός,
πράγματα διάφορα συνέβησαν,
χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πως πέθανε κι ο πατέρας…
Γι αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ τόσο βαθιά στα μάτια.
Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή
που εκείνος δεν έζησε.
( Οι πυροτεχνουργοί)