Από Τά ἀπρόοπτα , ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1975
Οί λέξεις κύλησαν ἀπό τό στόμα. Σβήσανε μές στό σκοτάδι.
Κοιτάζεις τήν ἄλλη μεριά τοῦ σήμερα
καί
τό ἄγαλμα τοῦ ποιητῆ σηκώνεται
ζεστό ακόμη, τινάζοντας τό χώμα ἀπό πάνω του.
Τώρα κατεβαίνει τή Σταδίου
γελώντας δυνατά.
(Οἱ ἀρχαιολόγοι — οἱ τυμβωρύχοι
τό ‘βαλαν στά πόδια βρίζοντας.)