ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Ὁ ἡδονικός ἑλπήνωρ
Άπὸ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ἐκδ. ΙΚΑΡΟΣ, Ἀθήνα 2000
[…]
—Τ’ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο.
—Ὄχι, σὲ κυνηγοῦν, πῶς δὲν τὸ βλέπεις;
θέλω νὰ πῶ μὲ τὰ σπασμένα μέλη τους,
μὲ τὴν ἀλλοτινὴ μορφή τους ποὺ δὲ γνώρισες
κι ὅμως τὴν ξέρεις.
Ὅπως ὅταν
στὰ τελευταῖα τῆς νιότης σου ἀγαπήσεις
γυναῖκα ποὺ ἔμεινε ὄμορφη, κι ὅλο φοβᾶσαι,
καθὼς τὴν κράτησες γυμνὴ τὸ μεσημέρι,
τὴ μνήμη ποὺ ξυπνᾶ στὴν ἀγκαλιά σου·
φοβᾶσαι τὸ φιλὶ μὴ σὲ προδώσει
σ’ ἄλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
ποὺ ὡστόσο θὰ μποροῦσαν νὰ στοιχειώσουν
τόσο εὔκολα τόσο εὔκολα καὶ ν’ἀναστήσουν
εἴδωλα στὸν καθρέφτη, σώματα ποὺ ἦταν μιὰ φορά·
τὴν ἡδονή τους.
Ὅπως ὅταν
γυρίζεις ἀπ’ τὰ ξένα καὶ τύχει ν’ ἀνοίξεις
παλιὰ κασέλα κλειδωμένη ἀπὸ καιρὸ
καὶ βρεῖς κουρέλια ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσες
σὲ ὄμορφες ὧρες, σὲ γιορτὲς μὲ φῶτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, ποὺ ὅλο χαμηλώνουν
καὶ μένει μόνο τὸ ἄρωμα τῆς ἀπουσίας μιᾶς νέας μορφῆς.
Ἀλήθεια, τὰ συντρίμμια
δὲν εἶναι ἐκεῖνα· ἐσύ ‘σαι τὸ ρημάδι·
σὲ κυνηγοῦν μὲ μιὰ παράξενη παρθενιὰ
στὸ σπίτι στὸ γραφεῖο στὶς δεξιώσεις
τῶν μεγιστάνων, στὸν ἀνομολόγητο φόβο τοῦ ὕπνου·
μιλοῦν γιὰ περιστατικὰ ποὺ θὰ ἤθελες νὰ μὴν ὑπάρχουν
ἢ νὰ γινόντουσαν χρόνια μετὰ τὸ θάνατό σου,
κι αὐτὸ εἶναι δύσκολο γιατί…
—Τ’ ἀγάλματα εἶναι στὸ μουσεῖο.
Καληνύχτα.
—…γιατί τ’ ἀγάλματα δὲν εἶναι πιὰ συντρίμμια,
εἴμαστε ἐμεῖς. Τ’ ἀγάλματα λυγίζουν ἀλαφριά… καληνύχτα.