

ΥΓ
Στά τέσσερα χρόνια στίς Φυλακές Κορυδαλλοῦ, ὅπου ἔκανα ἐθελοντικά μαθήματα στό σχολεῖο τῆς δεύτερης εὐκαιρίας, γνώρισα περίπου 350 κρατούμενους. Μέσα στήν τάξη ὑπῆρχαν Ἕλληνες καί ἀλλοδαποί, ληστές οἰκιῶν καί τραπεζῶν, δολοφόνοι, ναρκομανεῖς καί ἐμποράκια ναρκωτικῶν. Στήν μνήμη μου ὅλες αὐτές οἱ μορφές συγχωνεύονται σέ ἕναν τύπο, ὅπως τοῦ νεογέννητου ἤ τοῦ καλογήρου, συνθέτοντας τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά ξεφύγει ἀπό τό Κακό.
Ἀπό τά μαθήματά μου ἐκεῖ, τήν πιό δύσκολη ἐρώτηση μοῦ τήν ἔκανε ἕνας Ἕλληνας κρατούμενος στό μάθημα τῆς φιλοσοφίας, ὅταν τούς εἶπα πώς οἱ προσωκρατικοί φιλόσοφοι ἀντικατέστησαν τόν θεό μέ μία ἄλλη ἀρχή, ὅπως ὕδωρ, ἀέρα, ἄπειρο κ.α.
«Ἐσεῖς πιστεύετε στόν Θεό;» μέ ρώτησε.
Γιά ἀρκετά δευτερόλεπτα ἔμεινα ἄλαλη καί μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Ὅταν τό σήκωσα, εἶδα πενήντα ζευγάρια μάτια νά μέ κοιτοῦν μέ ἀναμονή καί ἀπορία.
Τότε βγῆκε ἡ φωνή μου, ἐντελῶς ἀνεξάρτητη ἀπό μένα. Τήν ἄκουσα : «Ναἰ πιστεύω στόν Θεό.»
Το άγιο περιστέρι και ο κορυδαλός της οδύνης,
Εκδόσεις: Αρμός